Σάββατο 28 Μαρτίου 2020

Κώστας Περδίκης: Με αφορμή μια φωτογραφία



Ο φούρνος

Ένα φούρνο, πάντα, ήθελε η μάνα μου
να ψήνει τα καλούδια της
ψωμιά, γλυκά, και φαγητά.

Ο μαστρo Θεοδόσης τον χτίζει μαζί με τον βοηθό του.
Τον φτάσανε σχεδόν μέχρι τη μέση.
Το θολωτό τους έμεινε, που ’ναι και το πιο δύσκολο.

Βάλανε και μένα να τους φτιάξω λάσπη.
Ξιπόλητος ζυμώνω γλίνα και  νερό.
Άλλο που δεν ήθελα, το καλύτερο παιχνίδι.

Και τα μαγιό πιο πίσω μας μαζί με τις πετσέτες
στο σύρμα να στεγνώνουν.
Θα ’ταν καλοκαίρι, γύρω στο ’60… 

γλίνα = άργιλος 

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2020

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ (1865-1922):



Πάσχα στα πέλαγα

(από την α΄ έκδοση της Εστίας, 1922)
Τὸ πλοῖο ὁλοσκότεινο ἔσχιζε τὰ νερὰ ζητώντας ἀνυπόμονα τὸ λιμάνι του. Δὲν εἶχε ἄλλο φῶς παρὰ τὰ δύο χρωματιστὰ φανάρια τῆς γέφυρας ζερβόδεξα· ἕνα ἄλλο φανάρι ἄσπρο ἀκτινοβόλο ψηλὰ εἰς τὸ πλωριὸ κατάρτι καὶ ἄλλο ἕνα μικρὸ πίσω εἰς τὴν πρύμη του. Τίποτε ἄλλο.  Οἱ ἐπιβάτες ἦσαν ὅλοι ξαπλωμένοι στὶς κοκέτες1 τους, ἄλλοι παραδομένοι στὸν ὕπνο καὶ ἄλλοι στοὺς συλλογισμούς. Οἱ ναῦτες καὶ θερμαστές, ὅσοι δὲν εἶχαν ὑπηρεσία ἐροχάλιζαν εἰς τὰ γιατάκια2 τους. Ὁ καπετάνιος μὲ τὸν τιμονιέρη ὀρθοὶ στὴ γέφυρα, μαῦροι ἴσκιοι, σχεδὸν ἐναέριοι, ἔλεγες πὼς ἦσαν πνεύματα καλόγνωμα, ποὺ ἐκυβερνοῦσαν στὸ χάος τὴν τύχη τοῦ τυφλοῦ σκάφους καὶ τῶν κοιμωμένων ἀνθρώπων. Ἔξαφνα ἡ καμπάνα τῆς γέφυρας ἐσήμανε μεσάνυχτα. Μεσάνυχτα ἐσήμανε καὶ ἡ καμπάνα τῆς πλώρης. Τὸ καμπανοχτύπημα γοργό, χαρούμενο, ἐπέμενε νὰ ρίχνῃ τόνους μεταλλικοὺς περίγυρα, κάτω στὴ σκοτεινὴ θάλασσα καὶ ψηλὰ στὸν ἀστροφώτιστο οὐρανὸ καὶ νὰ κράζῃ ὅλους εἰς τὸ κατάστρωμα. Καὶ μὲ μιᾶς τὸ σκοτεινὸ πλοῖο ἐπλημμύρισεν ἀπὸ φῶς, ἀπὸ θόρυβο, ἀπὸ ζωή. Ἄφησε τὸ πλήρωμα τὰ γιατάκια του καὶ οἱ ἐπιβάτες τὶς κοκέτες τους.
Ἐμπρὸς εἰς τὴν πλώρη καὶ εἰς τὴν πρύμη πίσω ἀνυπόμονες ἔφευγαν ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ναύκληρου οἱ σαΐτες, ἔφθαναν λὲς τ᾿ ἀστέρια κι ἔπειτα ἔσβηναν στὴν ἄβυσσο, πρασινοκόκκινα πεφτάστερα.
Τὰ ξάρτια3, τὰ σχοινιά, οἱ κουπαστὲς ἔλαμπαν σὰν ἐπιτάφιοι ἀπὸ τὰ κεριά. Καὶ δὲν ἦταν ἐκείνη τὴ στιγμὴ τὸ καράβι παρὰ ἕνα μεγάλο πολυκάντηλο, ποὺ ἔφευγε ἀπάνω στὰ νερὰ σὰν πυροτέχνημα.
Ἡ γέφυρα στρωμένη μὲ μία μεγάλη σημαία ἐμοίαζε ἁγιατράπεζα. Ἕνα κανίστρι μὲ κόκκινα αὐγὰ καὶ ἄλλο μὲ λαμπροκούλουρα ἦταν ἀπάνω. Ὁ πλοίαρχος σοβαρὸς μὲ ἕνα κερὶ ἀναμμένο στὸ χέρι ἄρχισε νὰ ψέλνῃ τὸ Χριστὸς Ἀνέστη. Τὸ πλήρωμα κι οἱ ἐπιβάτες γύρω του, ξεσκούφωτοι καὶ μὲ τὰ κεριὰ στὰ χέρια, ξανάλεγαν τὸ τροπάρι ρυθμικὰ καὶ μὲ κατάνυξη.
― Χρόνια πολλά, κύριοι!… Χρόνια πολλά, παιδιά μου!.. εὐχήθηκε ἅμα ἐτέλειωσε τὸν ψαλμό, γυρίζοντας πρῶτα στοὺς ἐπιβάτες κι ἔπειτα στὸ πλήρωμα ὁ πλοίαρχος.
― Χρόνια πολλὰ καπετάνιε! χρόνια πολλά!… ἀπάντησαν ἐκεῖνοι ὁμόφωνοι.
― Καὶ τοῦ χρόνου στὰ σπίτια σας, κύριοι! Καὶ τοῦ χρόνου στὰ σπίτια μας παιδιά! ἐξαναεῖπε ὁ πλοίαρχος, ἐνῶ ἕνα μαργαριτάρι ἐφάνη στὴν ἄκρη τῶν ματιῶν του.
― Καὶ τοῦ χρόνου στὰ σπίτια μας, καπετάνιε!
Ἔπειτα ἐπέρασε ἕνας ἕνας, πρῶτα οἱ ἐπιβάτες ἔπειτα τὸ πλήρωμα, ἐπῆραν ἀπὸ τὸ χέρι του τὸ κόκκινο αὐγὸ καὶ τὸ λαμπροκούλουρο καὶ ἄρχισαν πάλι οἱ εὐχὲς καὶ τὰ φιλήματα:
― Χριστὸς Ἀνέστη.
― Ἀληθινὸς ὁ Κύριος.
― Καὶ τοῦ χρόνου σπίτια μας…
Οἱ ἐπιβάτες ἐτράβηξαν στὰς θέσεις τους νὰ φᾶνε τὴ μαγερίτσα. Οἱ ναῦτες ζευγαρωτὰ στοὺς διαδρόμους, ἐφίριραν4 τ᾿ αὐγά τους, ἐγελοῦσαν, ἐσπρώχνοντο συναμεταξύ τους, ἔτρωγαν λαίμαργα, ἐκαλοχρονίζοντο σοβαρὰ καὶ κοροϊδευτικά.
Ἔπαψε τὸ καμπανοχτύπημα· ἕνα ἕνα ἔσβησαν τὰ κεριά. Τὸ καράβι ἐβυθίστηκε πάλι στὴν ἡσυχία του. Ὁ καπετάνιος καὶ ὁ τιμονιέρης καταμόναχοι ἐπάνω στὴ γέφυρα, πνεύματα θαρρεῖς ἐναέρια, ἐξακολουθοῦσαν τὴ δουλειά τους σιωπηλοὶ καὶ ἄγρυπνοι:
― Ἕνα κάρτο μαΐστρο5!
― Μαΐστρο!
― Γραμμή!
― Γραμμή!
Καὶ τὸ πλοῖο ὁλοσκότεινο πάλι ἐξακολούθησε νὰ σχίζῃ τὰ νερά, ζητώντας ἀνυπόμονα τὸ λιμάνι του.



Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας ήταν Έλληνας λογοτέχνης. Υπήρξε ένας από τους τρεις μεγάλους εκπροσώπους της ηθογραφίας, μαζί με τους Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και Γεώργιο Βιζυηνό και ο κατ' εξοχήν εκπρόσωπος του νατουραλισμού στη νεοελληνική λογοτεχνία.


Σάββατο 21 Μαρτίου 2020

Κώστας Περδίκης:



Τέρμα Φραγκοκλησιάς

Θα ’μουν, τότε, επτά το πολύ οκτώ χρονών. Τρεις, τέσσερις χρονιές, δηλαδή, πριν το ’60.
Με το που έκλειναν τα σχολεία για τις καλοκαιρινές διακο­πές, οι γονείς μας έβαζαν εμένα  και την αδελφή μου  στο τραίνο και μας έστελναν στους θειους μας, στην Ελευσίνα. Εκεί είχαμε τη χαρά να κάνουμε παρέα με τον γιο τους, που ήταν πιο μεγάλος από μας και να απολαμβάνουμε ένα σωρό ευχάριστα πράγματα, μπάνια, κινηματογράφο, κατασκή­νωση, παρέες.
 Ένας άλλος θειος μου, ο Νίκος, πέρ­ναγε τα καλοκαίρια με τη φαμίλια του στο εξοχικό του κυρ Θύ­μιου, του πεθερού του, κάπου έξω από την Αθήνα. Από αγάπη και έγνοια για μένα, ήθελε και επέμενε να με φιλοξενήσει για λίγες μέρες στο εξο­χικό, όταν η αδελφή μου θα έλλειπε στη κατασκήνωση.
Ήξερε, άλλωστε, ότι αυτή του η χειρονομία θα ευχαρι­στούσε πολύ τη μητέρα μου, την αγαπημένη του αδελφή. Αν μάλι­στα κατόρ­θωνε με την περιποίησή του να προσθέσει λίγα δρά­μια στο μί­ζερο βάρος μου θα ένοιωθε μεγάλη ικανοποίηση που η προ­σπάθειά του έπιασε τόπο.
Με παρέλαβε λοιπόν μια Κυριακή, που δεν είχε υπηρεσία, από το σπίτι των άλλων θειων μου που με φιλοξενούσαν, με την υπόσχεση ότι σε πέντε, έξι μέρες το πολύ  θα με γύριζε πάλι πίσω.
Από μια αφετηρία λεωφορείων μπήκαμε σ’ ένα, που έκανε δρομολόγιο  προς τα κει. Ήταν από κείνα τα παλιά, που ’χαν τη μηχανή σαν τεράστιο καρούμπαλο δίπλα από τον οδηγό και έβγαζαν ξεκι­νώντας ένα δυνατό μουγκρητό. Η διαδρομή ήταν αρκετά με­γάλη κι εγώ πέρναγα την ώρα μου χαζεύοντας από το παράθυρο έξω, τα κτίρια και τα αυτοκίνητα. Κάποια στιγμή ο εισπράκτο­ρας, από τη θεσούλα του πλάι  στην πίσω πόρτα, φώ­ναξε «τέρμα Φρα­γκοκλησιάς», σήμα ότι φθάσαμε και έπρεπε να κα­τεβούμε.
Βρεθήκαμε σε μια ερημιά με μοναδικό ίσως κτίσμα ένα ισόγειο μαγαζάκι, κάτι σαν πέτρινο περίπτερο, κάτω από πελώ­ριους ευκαλύπτους. Ο θειος μου μπαίνοντας χαιρετίστηκε με τον μαγαζά­τορα, που φαινόταν γνωστός του και αγόρασε από κει μια φρα­τζόλα ψωμί. «Μήτσο, αν με ζητήσει κανείς στο τηλέ­φωνο σε παρακαλώ φώναξέ με», άκουσα φεύγοντας να του λέει.
Πήραμε ένα στενό χωματένιο δρομάκι, που πέρναγε ανά­μεσα από αμπέλια και συκιές και περπατώντας για δεκαπέντε περί­που λεπτά φθάσαμε στην αυλόπορτα του εξοχικού. Στη διαδρομή μας το μόνο που συναντήσαμε ήταν ένα φτωχικό αγροτό­σπιτο με μια αγελάδα και δυο κατσίκες να βόσκουν αμέριμνες .
Από την αυλόπορτα το πλακόστρωτο μονοπάτι έφθανε ύστερα από καμιά τριανταριά μέτρα  στο σπιτάκι, που βρισκό­ταν στο κέντρο περίπου του κτήματος. Ήταν ένα απλό ορθογω­νικό κτί­σμα, πέντε, έξι σκαλιά πάνω από το χώμα. Προς τον νοτιά  ήταν η μεγάλη βεράντα με μια στρογγυλή κολώνα στην γωνία της. Για σκεπή είχε, όπως τα περισσότερα τότε, τσιμε­ντένια πλάκα.
Γύρω από το σπίτι έριχναν τον ίσκιο τους δυο τρία πανύ­ψηλα πεύκα ενώ  στο υπόλοιπο κτήμα διάσπαρτα ήσαν διάφορα καρποφόρα, αμυγδαλιές, μηλιές, λεμονιές και αχλαδιές. Δυτικά, εκεί που τέλειωνε το κτήμα, στη μια του άκρη πλάι στον φρά­κτη, ήταν μια μεγάλη συκιά.
Η ξαδέλφη μου η Ζωή, το πρώτο παιδί των θειων μου, τότε ήταν μωρό ακόμα και έτσι μην έχοντας άλλο παιδάκι να μου κάνει παρέα πάσχιζα να βρω τρόπους να περνάω τη μέρα μου, όσο το δυνατόν πιο ευχάριστα. Μου άρεσε να περιδιαβαίνω πολλή ώρα στο κτήμα και παριστάνοντας τον εξερευνητή να ανακαλύπτω διάφορα, που μου έκαναν μεγάλη εντύπωση:
Τη μικρή αποθήκη, πίσω από το σπίτι,  γεμάτη με ένα σωρό  σκόρπια πράγματα, ερ­γαλεία, παλιά έπιπλα και άδεια τελάρα.      
Το βαθύ πηγάδι με τη σιδε­ρέ­νια ανέμη και παραδίπλα τον ψηλό ανεμόμυλο με την όμορφη φτερωτή του να γυρίζει ασταμάτητα με το φύσημα του αέρα.
Στη βεράντα το βράδυ, μετά το φαγητό έπαιρναν θέση, σε πα­ράταξη, κρεβάτια και ράντζα για τον ύπνο μας. Η βραδινή δροσιά έκανε υποφερτή την καλοκαιρινή κάψα και κοιμόμαστε πιο ευχάριστα. Η θεια μου αγχωμένη μπας και τη νύχτα ξεσκε­παστώ και συναχωθώ έπιανε τα σκεπάσματά μου γύρω, γύρω με παραμάνες, και ήταν σαν να κοιμάμαι μέσα σε υπνόσακο.
Μια μέρα περιδιαβαίνοντας έφτασα χαζεύοντας μέχρι τη με­γάλη συκιά, μπας και βρω κανένα γινομένο σύκο. Με έκ­πληξη αντίκρισα τότε μπροστά μου, λίγα μέτρα από τον φρά­κτη, δύο σκουριασμένες γραμμές του τραίνου που σε κείνο το ση­μείο έστριβαν λίγο και μετά χάνονταν στο βάθος. Έτρεξα αμέ­σως με λαχτάρα στον θειο μου για να τον ρωτήσω τι ώρα περ­νάει από κει το τραίνο. Εκείνος κατανοώντας με ένα αμυδρό χαμόγελο την παιδική μου περιέργεια, μου ’κοψε τη φόρα λέγο­ντας. «Το τραίνο που πέρναγε κάποτε από δω και πήγαινε στο Λαύριο, δεν περνάει πια» και συνέχισε «όλοι τώρα πάνε με τα αυτοκίνητα και το τραίνο σταμάτησε γιατί ήταν άχρη­στο. Μεί­νανε μονάχα οι γραμμές του να σκουριάζουν μέσα στα αγριό­χορτα, για να μας το θυμίζουν».
Οι  Ολυμπιακοί  Αγώνες της Αθήνας το 2004 είχαν σαν προϋ­πόθεση, μεταξύ των άλλων έργων και  τη διάνοιξη της Ατ­τικής Οδού. Ο νέος αυτοκινητόδρομος περνώντας από κει, έκοψε κα­ταμεσής και το κτήμα του κυρ Θύμιου. Ευτυχώς για κείνον που πρόλαβε να πεθάνει και δεν είδε τον αφανισμό του.
 Οι κληρονόμοι του πάντως αποζημιώθηκαν γρήγορα και πλουσιο­πάροχα από την απαλλοτρίωση του ακινήτου. Στη θέση του κάποτε γαλήνιου και όμορφου κτήματος και των άλλων  γειτο­νικών του φύτρωσε ο σημερινός δαιδαλώ­δης κόμβος της  Δουκίσσης  Πλακεντίας, με τον σταθμό του μετρό και του Προαστιακού Σιδηρόδρομου.


Ένα απόγευμα βρέθηκα εκεί να διασχίζω πεζός τη γέφυρα και στάθηκα για λίγο στο πιο ψηλό της σημείο, πλάι στο πεζο­δρόμιο. Προσπάθησα τότε να εντοπίσω, μέσα σε κείνο  το χάος, τη θέση που κάποτε βρισκόταν το κτήμα ρίχνοντας τη ματιά μου προς τη σωστή κατεύθυνση.
Μου συνέβηκε τότε κάτι πολύ παράξενο.
Από την  εικόνα, που είχα μπροστά μου,  της σημερινής Βαβέλ, άρχισαν να χάνονται ένα, ένα τα κτίρια, οι δρόμοι, τα αυτοκί­νητα και τη θέση τους να παίρνουν τα παλιά λιγοστά σπιτάκια, οι λαχανόκηποι και  τα περιβόλια.
Από τον τερατώδη κόμβο απόμειναν μονάχα οι διπλές γραμμές του μετρό με κατεύθυνση το αεροδρόμιο. Αλλά κι αυ­τές όλο και μί­κραιναν  για να καταλήξουν στο τέλος να γίνουν δυο στενές σκουρια­σμένες γραμμές. Ανάμεσα από τα αγριό­χορτα, τις είδα να  προσπερνάνε τη μεγάλη συκιά στην άκρη του κτή­ματος και στρίβοντας να χάνονται στο βά­θος, τραβώ­ντας για το Λαύριο…


Υ.Γ. Ο πίνακας είναι του Νίκου Παπασταματίου


Σάββατο 14 Μαρτίου 2020

Κώστας Περδίκης:



Ξενοδοχείον ύπνου "Ο ΚΑΪΑΦΑΣ"

 Στον Σπύρο Γρηγορόπουλο

Βρισκόταν στην ίδια θέση, με το σημερινό  ξενοδοχείο "REX". Δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα  μεγάλο διώ­ροφο κτίριο με στέγη από κεραμίδια, που εξυπηρετούσε στοι­χειωδώς τους λιγοστούς, τότε, επισκέπτες της πόλης μας.
Στο ισόγειό του τα καλοκαίρια λειτουργούσε καφεζυθοζα­χαρολπαστείο με την επωνυμία  "΄Οασις", πουβγαζε τρία, τέσσερα τραπεζάκια προς τον κεντρικό δρόμο του Σταθμού, αλλά και πολύ περισσότερα στη μεγάλη αυλή  προς τη δυτική πλευρά του κτιρίου. Η αυλή κλεινόταν ολόγυρα από ψηλή περικοκλάδα και στο κέντρο της υπήρχε τσιμεντένια πίστα για χορό. Στον υπόλοιπο χώρο του ισογείου ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου, ο κυρ-Κώστας ο Κοπαννιτσάνος, που ήταν και επιπλοποιός, είχε το εργαστήρι του.
Τα ζεστά καλοκαιριάτικα βράδια ο θείος μου ο Γιώργος πε­ρίμενε μέχρι να κλείσει το μικρό εμπορικό του ο καλός του φί­λος ο Παναγιώτης, ο Αδαμάκος, για να πάνε μετά για μπύρα στην δροσερή αυλή του ξενοδοχείου.  Καμιά φορά παίρνανε μαζί τους  και μένα.
Πιτσιρικάκι, χάζευα με θαυμασμό και λαχτάρα την παγω­μένη βαρελίσια μπύρα με τον πλούσιο αφρό της, που την σερ­βίριζαν  μέσα σε χοντρά γυάλινα ποτήρια. Για να μην μένω πα­ραπονεμένος μου παραχωρούσαν σχεδόν όλες τις τηγανιτές πατάτες, που συνόδευαν τη μπύρα τους.  Όταν αρκετά χρόνια αργότερα δοκίμασα για πρώτη μου φορά μπύρα μου φάνηκε τόσο πικρή και απαίσια η γεύση της που έκανα μεγάλη προ­σπάθεια για να τη συνηθίσω.
Από το μπαλκονάκι του ορόφου, που ’βλεπε στην αυλή, απάγγειλα σαν μαθητής της πρώτης ή δεύτερης τάξης του Δη­μοτικού το πρώτο μου ποίημα. Το βρήκε και μου το πρότεινε ο Αργύρης, ο μεγάλος γιος του κυρ Χρήστου, του τσαγκάρη γείτονά μας, για την εθνική  γιορτή της 25ης Μαρτίου. Θυμάμαι μοναχά την πρώτη του στροφή:

Έλληνας είναι τ’ όνομά μου
και περήφανος γι αυτό
μάνα την Ελλάδα έχω
και για κείνη θα πονώ.

Τις πρωτόγονες τότε ηχητικές εγκαταστάσεις, μικρόφωνο, μεγάφωνα-χωνιά, ενισχυτή, κ.λ.π.  φρόντιζε αποκλειστικά ο δαιμόνιος Θοδωράκης Παναγόπουλος ή Κλίγγος. 
Ήταν ένα πρωινό του ’76, αν δεν κάνω λάθος, που μαζί με τον Σπύρο τον τότε συνέταιρό μου ανεβήκαμε τη σκάλα του παλιού ξενοδοχείου για να συναντήσουμε τον κυρ Κώστα. Μας είχε μηνύσει ότι σκόπευε στη θέση του παλιού να σηκώσει νέο σύγχρονο ξενοδοχείο και πως θα προτιμούσε   να αναθέσει σε μας, τους άρτι αποφοιτήσαντες  μηχανικούς, τη μελέτη του νέου κτιρίου.
Βρήκαμε τον κυρ Κώστα στο κρεβάτι, με συνάχι, να μας περιμένει και αρχίσαμε τις συνεννοήσεις και τις  διαπραγμα­τεύσεις.  Πήγε μεσημέρι για να καταλήξουμε, ύστερα από πολλά παζάρια, σε συμφωνία και στην τελική αμοιβή μας. Πα­νέξυπνος καθώς ήταν ο κυρ Κώστας και  άνθρωπος της αγοράς ήθελε να εξασφαλίσει για λογαριασμό του το καλύτερο αποτέ­λεσμα  με όσο το δυνατό μικρότερο κόστος.

Έτσι, το ξενοδοχείο του κυρ Κώστα αποτέλεσε για μας το ξεκίνημά μας, την πρώτη μας μελέτη…

Υ.Γ. Την φωτογραφία μου παραχώρησε η Λίτσα Πετροπούλου.

Τρίτη 3 Μαρτίου 2020

Κώστας Ταχτσής (1927-1988):



«Η πρώτη εικόνα»



   Από πολύ μικρός, τη ζωή την είδα μέσ’ από τα μάτια των γυναικών: της μάνας μου, της γιαγιάς μου (της εκ μητρός γιαγιάς μου), της θείας μου (της εκ μητρός θείας). Το ίδιο και τους άντρες. Οι γυναίκες εξουσίασαν τα βρεφικά,  παιδικά, κι εφηβικά μου χρόνια σαν απόλυτοι μονάρχες. Όταν έκανα την Οκτωβριανή μου Επανάσταση, δεν τις εξόρισ’ απ’ τη ζωή μου. Τις αποκεφάλισα. Και από τότε ζω μόνο και μόνο για νάχω τύψεις.

   Οι δύο-τρεις άντρες, πούχουν κάποια θέση στις αναμνήσεις μου – εκτός απ’ τον πατέρα μου, που αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση – ήταν όλοι τους κομπάρσοι στην ιλαροτραγωδία που είναι σχεδόν κάθε ελληνική οικογένεια: άβουλα, κωμικοτραγικά θύματα της κανιβαλιστικής αγάπης των γυναικών, ή του διαβρωτικού μίσους των.

   Ίσως από κει ν’ άρχισε η σύγκρουση, που αργότερα κατέληξε στη διακοπή των σχέσεών μου με τη χριστιανική θρησκεία και με κάθε θρησκεία. Έν’ απ’ τα πρώτα πράματα πούμαθα στο σχολείο ήταν ότι η Εύα είχε βγει απ’ το πλευρό του Αδάμ. Μα οι ως τότε εμπειρίες μου με βεβαίωναν για το αντίθετο. Ο μύθος της Δημιουργίας, πρέπει να σκέφτηκα από τότε, είναι σαχλαμάρες. Οι γυναίκες δε βγαίνουν απ’ τα πλευρά των αντρών. Οι άντρες βγαίνουν από κάποιο μέρος του σώματος των γυναικών – ακόμα δεν ήξερα ποιο. Όλη μέρα στο σπίτι έβλεπα κι άκουγα πως οι άντρες χρωστούσαν τα πάντα στις γυναίκες, την ίδια τη ζωή τους, και, συχνά, εκαλούντο να εξοφλήσουν το χρέος τους.

   Οι άντρες, όχι μόνο είχαν βγει από τις γυναίκες, αλλ’ αντλούσαν κι όλες τους τις εξουσίες – δηλαδή το δικαίωμα να με δείρουν – απ’ αυτές. Σα να γεννήθηκα, όχι στη Θεσσαλονίκη, μα στο νησί των Τρωβριάνδων, δε γνώρισα ποτέ πατρική εξουσία, ούτ’ αγαθή, που να γεννήσει στην ψυχή μου αισθήματα ομαλής στοργής γιου προς τον πατέρα του, ούτε τυραννική, που να με κάνει να τον δω σαν αντίπαλο και να τον μισήσω. Ίσως επειδή τον έχασα από πολύ νωρίς. Πάντως, η μόνη εξουσία που γνώρισα, ακόμα κι αν ησκείτο απ’ τους θείους μου (τους εκ μητρός θείους), ήταν μητρική. Η Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ πατρίδα μου, αλλά ματρίδα μου: μια Ελλάδα πολύ πριν το Δωδεκάθεο του Ολύμπου, μια βάρβαρη, πρωτόγονη μητριαρχία, γεμάτη μαύρη άγνοια, μαύρη μαγεία, μυστηριώδεις λατρείες φιδιών, κι ανθρωπο- ή μάλλον ανδροθυσίες. Κέντρο του κόσμου αυτού, πηγή απ' όπου ξεκινούσαν και κατέληγαν όλα, καλά και κακά - μου το επιβεβαίωσε αργότερα η Κασσιανή -  ήταν το γυναικείο αιδοίο. 

   Τυπικά, βέβαια, η κοινωνία μεσ' την οποία γεννήθηκα ήταν πατριαρχική. Αλλά μόνον τυπικά. Οι άντρες είχαν παντού την πρωτοκαθεδρία, αλλά μόνον όπως οι συνταγματικοί μονάρχες, πούναι απλά ξόανα. Καθόντουσαν πρώτοι στο τραπέζι, αλλά μόνο για να δώσουν τον καιρό στις γυναίκες τους ν' αποτελειώσουν τις συνωμοσίες τους: "Πρόσεξε καλά τώρα που θα καθήσουμε στο τραπέζι, μην σου ξεφύγει και ξεφουρνίσεις στο μπαμπά σου ποιος ήρθε σήμερα..." Οι άντρες εδικαιούντο τη μεγαλύτερη και την καλύτερη μερίδα κρέατος, αλλ' όπως περίπου οι χοίροι, που προορίζονται για σφάξιμο. Τους επιτρεπόντουσαν πράματα που απαγορευόντουσαν στις γυναίκες - που οι γυναίκες θεληματικά αρνιόντουσαν στον εαυτό τους - αλλά για να τους δημιουργηθούν αισθήματα ενοχής που θα τους έκαναν πιο πειθήνια όργανα των γυναικών, για να τους γεννηθεί η ψευδαίσθηση της ανωτερότητας και της ασφάλειας, που θα καθιστούσε πιο εύκολη την πτώση τους. 

   Ομολογώ πως η δική μου οικογένεια δεν ήταν εντελώς κοινή περίπτωση. Μ' αν υπάρχουν διαφορές ανάμεσα σ' αυτήν και σ' άλλες ελληνικές οικογένειες, πρέπει νάναι μόνον ζήτημα βαθμού. Στη δική μου πάντως, οι γυναίκες καθόντουσαν στο σπίτι σαν τις αράχνες πίσω απ' τα δίχτυα τους, και περίμεναν νάρθουν τα ελαφρόμυαλα αρσενικά για να τα καταβροχθίσουν, κι η ηδονή τους δεν συνίστατο στο καταβρόχθισμα, αλλά στην ευκαιρία που τους έδινε να φορέσουν ύστερα μαύρα και να θρηνήσουν.

   Μα μακάρι το πράμα νάταν τόσο απλό και ειλικρινές όσο με τις αράχνες. Επειδή ήταν άνθρωποι, ο κανιβαλισμός αυτός έπρεπε αναγκαστικά να εξιδανικευτεί, το θύμα να διατηρηθεί πάση θυσία εν ζωή, για την προσεχή ιεροτελεστία ανδροφαγίας. Το αποτέλεσμα ήταν πως η σχέση τους έπαιρνε έναν οξύ σαδομαζοχιστικό χαρακτήρα, δημιουργούσε έναν φαύλο κύκλο, που μόνον ο τελειωτικός, φυσικός θάνατος μπορούσε να κλείσει. Κι επειδή, ουσιαστικά, τα θύματα ήταν οι άντρες - μολονότι από μια άλλη άποψη ήταν βέβαια και θύτες - εκείνες που ενδιαφερόντουσαν για την όσο το δυνατόν μακρότερη παράταση της φυσικής ζωής των αντρών ήταν οι γυναίκες, που έτρεμαν και λαχταρούσαν μη πάθουν τίποτα τα ζωντανά και πολύτιμα αυτά σκεύη της ηδονής τους. 
  
   Οι γυναίκες άφηναν τους άντρες να παίζουν το ρόλο του αφέντη. Αλλά πάντα μ' ένα κρυφό, ειρωνικό χαμόγελο. Τα σκήπτρα της εξουσίας τα κρατούσαν εκείνες. Κι η εξουσία αυτή ήταν ακριβώς ισχυρότερη, επειδή ήταν καμουφλαρισμένη υποταγή στους άντρες, που γι' αυτές δεν έπαυαν ποτέ νάναι παιδιά, και μάλιστα άτακτα παιδιά. Στην περίπτωση μάλιστα ενός άντρα, που ήταν παιδί και στα χρόνια, όπως ήμουν εγώ, η εξουσία αυτή ήταν τυραννικότερη, όχι μόνο επειδή οι γυναίκες είναι κατά βάθος ικανές για τις μεγαλύτερες θηριωδίες απ' τους άντρες - οι γυναίκες δεν χαρίζουν ποτέ κάστανα, και ποτέ δεν παίζουν - μα κι επειδή, στις τυπικά πατριαρχικές κοινωνίες έχουν μοιραία  την ψυχολογία του σκλάβου, και κανείς δεν είναι πιο αδυσώπητος τύραννος απ' το σκλάβο πάνω στον οποίο δίνεται η εξουσία ζωής και θανάτου πάνω σ' άλλους σκλάβους.

   Αλλ' όσο κι αν πρωτόδα τη ζωή και τους άντρες σα γυναίκα, δεν έπαψα βέβαια νάμαι και άντρας. Σα γυναίκα, χαιρόμουνα την κάθε ήττα των αντρών. Σαν άντρας ένιωθα γι' αυτούς περιφρόνηση, που αργότερα έγινε οίκτος - για να ξαναγίνει ακόμα αργότερα περιφρόνηση - και μ' έκανε συχνά να θέλω να τους ελευθερώσω από τα νύχια των δημίων τους. Η κατάσταση αυτή δημιούργησε μέσα μου μια διχοτόμηση, με τα ολέθρια, και μοιραία σ' αυτές τις περιπτώσεις, αποτελέσματα. Στην ψυχή μου άρχισαν από νωρίς να παλεύουν δυο αντίθετες δυνάμεις, που, επειδή έτειναν να ισορροπήσουν - ή ν' αλληλοεξουδετερωθούν - προσδιόριζαν η μια την άλλη. Δηλαδή, όσο περισσότερο αναπτυσσόταν μέσα μου το εμβολιασθέν θηλυκό στοιχείο τόσο περισσότερο αναγκαζόταν ν' αναπτυχθεί το αρσενικό. Κι επειδή το αρσενικό μέσα μου ήταν απ' τη φύση και την ιδιοσυγκρασία μου πολύ ισχυρό, η εκθήλυνσή μου έπρεπε αναγκαστικά νάναι βαθύτερη. Εν τέλει, κανένας απ' τους αντίπαλους δε νίκησε. Ο πόλεμός τους μέσα μου ήταν Πελοποννησιακός. Ο μόνος πούχασε - ή ίσως κέρδισε - ήμουνα εγώ.

   Μα πόσο αρρενωπότερος μπορούσα να γίνω, και πόσο θηλυκότερος; Η ανάπτυξη του αρσενικού στοιχείου δε μπορούσε να ξεπεράσει ωρισμένα όρια - φυσική διάπλαση, κληρονομικότητα κτλ. Έτσι, αντί να εκφραστεί με την υπερβολική ανάπτυξη τριχών, πέους κ.ο.κ. μετουσιώθηκε σ' οξύνοια, αντρίκιο θάρρος - τόσο κωμικοτραγικό όταν βρίσκεται σ' έν' αδύναμο κορμί - σ' αγάπη για την περιπέτεια, σε δημιουργικότητα. Το θηλυκό πάλι, μη μπορώντας να τελειωθεί, δηλαδή να μου αλλάξει το φύλο μου, ξίνιζε, γινόταν, έγινε νοσηρή ευαισθησία, οξύτατη διαίσθηση, έλξη για το "αντίθετο" φύλο - που φυσικά σ' αυτή την περίπτωση ήταν το αντρικό. 

   Γεγονός είναι πως, όσο περισσότερο αναπτυσσόταν μέσα μου το θηλυκό στοιχείο, τόσο περισσότερο αναγκαζόταν ν' αναπτυχθεί το αρσενικό, που δεν εννοούσε να το βάλει κάτω, σε τρόπο που, αργότερα, όταν ο εσωτερικός μου κόσμος έπρεπε να εξωτερικευτεί, να μεταφραστεί σε δράση, δεν ήμουνα ποτέ πιο γυναίκα απ' ό,τι όταν παρίστανα τον άντρα, και ποτέ πιο άντρας απ' ό,τι όταν παρίστανα τη γυναίκα. Επειδή μάλιστα οι δυο αυτές τάσεις έπαιρναν, όπως είπα, λόγω ιδιοσυγκρασίας, οξύτατη μορφή, ενστικτωδώς ανέπτυξα τεχνικές τέτοιες χάρη στις οποίες όταν παρίστανα τη γυναίκα φαινόμουνα τέλεια γυναίκα, όταν παρίστανα τον άντρα φαινόμουνα τέλειος άντρας. Δε μ' άρεσαν ποτέ οι ερμαφρόδιτες καταστάσεις, ούτ' οι αισθητικές, θεατρικές σαχλαμάρες.

   Αυτή η διφορούμενη θέση που πήραν από νωρίς οι γυναίκες στη ζωή μου, τ' ότι δηλαδή ήταν διώκτες μου και κρησφύγετο, δήμιοι και συγχρόνως άγγελοι παρηγοριάς, μ' έκανε από βρεφικής ακόμα ηλικίας - κι ήμουνα, φαίνεται, ένα εξαιρετικά οξυδερκές βρέφος - να στραφώ, για την ικανοποίηση της σεξουαλικής μου περιέργειας, κι αργότερα του σεξουαλικού μου ενστίκτου, προς τον Άντρα, - αν κι όχι χωρίς να κάνω προηγουμένως μερικές ύστατες προσπάθειες, που όμως απέτυχαν, ίσως από απλή ατυχία. Μπορεί στη στροφή μου αυτή προς τον άντρα να συνέτειναν κι άλλοι, δευτερεύουσας σημασίας παράγοντες, όπως λ.χ. τ' ότι απ' τον τρίτο κιόλας μήνα με ξέκοψ' η μάνα μου απ' το βυζί με κινίνο, και δεν πρόλαβα να γνωρίσω το γυναικείο κόρφο σαν πηγή ηδονής (πράμα που εξηγεί ίσως τη βαθειά περιφρόνηση που αισθάνομαι για τους άντρες πούχουν ιδιαίτερη αδυναμία κι εξάρτηση απ' τα γυναικεία βυζιά, που δε μπορούν να ικανοποιηθούν σεξουαλικά αν δεν τα πασπατέψουν). Γεγονός είναι πως από πολύ μικρός στράφηκα προς τους άντρες.

   Αλλ' όχι βέβαια προς όλους τους άντρες. Όχι προς τους εκ μητρός μου θείους μου, που όχι μόνο  μετείχαν της μητρικής ουσίας και καθίσταντο έτσι ύποπτοι στα μάτια μου, και που, άλλωστε, την εποχή εκείνη δεν έμεναν ακόμα μαζί μας, αλλά προς το μόνο άντρα που ήταν πρόχειρος και προσιτός την εποχή εκείνη, και που συγχρόνως μου φάνηκε άτρωτος απ' τα βέλη των γυναικών, κι αμέτοχος στις διάφορες τιμωρίες που μου επέβαλλαν: τον πατέρα μου. 

   Έτσι, η πρώτη ερωτική εικόνα, που αποτυπώθηκε στη μνήμη μου, ανάγεται στον πατέρα μου. Ήταν μια εκδίκηση του βρέφους-άντρα για τις αδικίες πουβλεπα, από τότε κιόλας, να γίνονται εις βάρος του φύλου μου απ' τις γυναίκες - και συγχρόνως η υπέρτατη τιμωρία μου. Ήταν μια πράξη αφάνταστης γενναιότητας, που, αλίμονο, δεν εξετίμησαν ποτέ οι άντρες ούτε οι γυναίκες, οι οποίοι δεν κατάλαβαν ποτέ - στην μακάρια άγνοιά τους - τι δουλειά είχα να σηκώσω στους αδύνατους ώμους μου έναν τόσο φονικό πόλεμο, που, έτσι κι αλλιώς, ήταν η μόνη διασκέδαση, σ' αυτή την πληκτική ζωή, και των μεν και των δε. Από υπερβολική αγάπη, έκανα τον εαυτό μου έναν άνθρωπο-τορπίλα. Διέσχισα με μεγάλη ταχύτητα το νερό, λίγο κάτω απ' την επιφάνεια, για να τορπιλίσω το θωρηκτό του εχθρού, το τορπίλισα, κι έγινα χίλια κομμάτια. Το θωρηκτό το επισκεύασαν, και σχίζει πάντα περήφανα κι απειλητικά τις θάλασσες. Μ' ας μιλήσω για κείνη την πρώτη ερωτική εικόνα.

   Ήταν χειμώνας. Πρωί. Έξω θα χιόνιζε. Η μητέρα μου σηκώθηκε απ' το κρεβάτι, και, πριν πάει στην κουζίνα να ψήσει καφέ και να βράσει το γάλα, ήρθε στην κούνια μου - ήμουνα δυο χρονώ - με σήκωσε στα χέρια της, και πήγε και με πέταξε στον πατέρα μου, που χουχούλιαζε ακόμα τεμπέλικα κάτω απ' το ζεστό πάπλωμα. - "Πάρ' το χαριτόβρυτο το γιο σου να τον κάνεις σαν τα μούτρα σου..."Ο πατέρας μου δεν της απάντησε - δεν την έπαιρνε ποτέ στα σοβαρά. Με πήρε και με κάθισε στο στήθος του καβάλα, κρατώντας με με τις δυο πελώριες παλάμες του για να μην πέσω, με χόρεψε λιγάκι, ύστερ' ανασηκώθηκε στα μαξιλάρια, με ξάπλωσ' ανάσκελα, κι άρχισε να μου παίζει το "Πάει λαγός να πιει νερό, στου Κωστάκη το λαιμό...", κι όταν τα δάχτυλά του - τα πόδια του λαγού - έφταναν στο λαιμό μου, με γαργαλούσε, κι εγώ λυνόμουνα στα γέλια. Πολλές φορές μάλιστα - ναι, η σκηνή αυτή πρέπει νάλαβε χώρα πολλές φορές - ξεκαρδιζόμουνα στα γέλια πριν τα πόδια του λαγού φτάσουν στο λαιμό μου, στ' άκουσμα και μόνο της λέξης λαγός, όπως τα σκυλιά του Παυλώφ.

   Μα την ημέρα εκείνη, ίσως επειδή χιόνιζε, κι η μάνα μου δεν είχε ανάψει ακόμα τη σόμπα, κι έκανε φοβερό κρύο, ύστερα από κάνα-δυο γαργαλητά, μ' έχωσε κάτω απ' το ζεστό πάπλωμα, κι εγώ γυρίζοντας μπρούμυτα, σαν τα γατάκια που αρνούνται να ξαπλώσουν ανάσκελα σαν άνθρωποι, έφερα μια στροφή περί τον άξονά μου, και, ωθούμενος από μια μυστηριώδη, ακατανίκητη έλξη, χώθηκα ολόκληρος, με το κεφάλι, κάτω από το πάπλωμα, και, μπουσουλώντας, στα τυφλά, τράβηξα ίσα για την εστία θερμότητος, τα σκέλια του, και πριν προλάβει να με τραβήξει έξω γελώντας απ' το γαργάλημά μου και την αμηχανία του, και να μου δώσει μια χαϊδευτική ξυλιά στον ολόγυμνο πισινό, πρόλαβα κι έπαιξα λίγο με τ' αχαμνά του, όπως έπαιζα με την κουδουνίστρα μου.

   Παρά την επίπληξη, ήμουνα έτοιμος να επαναλάβω το γλυκό παιχνίδι, μα εκείνη τη στιγμή ήρθ' η μάνα μου απ' την κουζίνα κουβαλώντας έναν κουβά ανθρακίτη και μερικά κομμάτια δαδί, τον άφησε πλάι στη σόμπα, ήρθε στο κρεβάτι, μ' απόσπασ' απ' τα χέρια του, και τούπε: "Άσε σε παρακαλώ τα σαλιαρίσματα με το γιο σου, και σήκω ν' ανάψεις τη σόμπα, μην τα περιμένεις όλα από μένα...", και μ' έριξε στην κούνια μου.

   Ο πατέρας μου σηκώθηκε τότε, φτιάχνοντας τα μακρυά του σώβρακα, ήρθε από πάνω μου, με γαργάλησε ακόμα σα να μουλεγε πως δεν έφταιγι' εκείνος για τη διακοπή του ερωτικού μας παιχνιδιού, πως ο χωρισμός μας ήταν προσωρινός, πως θα με ξανάπαιρνε μαζί του στο κρεβάτι μόλις μαλάκωνε την καρδιά της στρίγγλας, και - δε θυμάμαι τίποτ' άλλο, εδώ σβήνει η εικόνα.

   Αλίμονο, λίγο αργότερα, ο χωρισμός μας έγινε παντοτινός. Όταν πήραν το διαζύγιο, και δόθηκε η κηδεμονία των παιδιών στη μάνα μου, έχασα για πάντα τον πρώτο μου εραστή. Κι η απώλειά του πριν επέλθει ο κόρος τον εξιδανίκευσε στα μάτια μου. Έτσι  που η σύντομη, για μια βδομάδα μόνον, επανάληψη των σχέσεών μας, όταν τον ξανάδα ύστερ' από δεκαπέντε ολόκληρα λίγο πριν πεθάνει, με τη συνεπακόλουθη απογοήτευση που φέρνει στις ρομαντικές φύσεις η επαφή με την ωμή πραγματικότητα, δε στάθηκε ικανή να με κάνει να μεταβάλω τάσεις. Ήταν πια πολύ αργά.

   Όχι πως ξανάδα τον πατέρα μου σαν εραστή - θεός φυλάξοι. Μα στα χρόνια που είχαν μεσολαβήσει, τον είχ' αναζητήσει, και βρει, σ' άλλους άντρες. Και το μόνο πούνιωσα όταν τον ξανάδα γέρο κι άρρωστο, δεν ήταν υιική στοργή, μα οίκτος κι απελπισία στη σκέψη πως κι όλοι οι άλλοι, και φυσικά κι εγώ ο ίδιος, θα καταντούσαμε μια μέρα γέροι κι ανεπιθύμητοι όπως εκείνος.

Από τη συλλογή διηγημάτων «Τα ρέστα» (εκδ. Ερμής, 1977, ε’ έκδοση)


Πηγή: ''Είμαι στα Χάη μου''