Σάββατο 21 Μαρτίου 2020

Κώστας Περδίκης:



Τέρμα Φραγκοκλησιάς

Θα ’μουν, τότε, επτά το πολύ οκτώ χρονών. Τρεις, τέσσερις χρονιές, δηλαδή, πριν το ’60.
Με το που έκλειναν τα σχολεία για τις καλοκαιρινές διακο­πές, οι γονείς μας έβαζαν εμένα  και την αδελφή μου  στο τραίνο και μας έστελναν στους θειους μας, στην Ελευσίνα. Εκεί είχαμε τη χαρά να κάνουμε παρέα με τον γιο τους, που ήταν πιο μεγάλος από μας και να απολαμβάνουμε ένα σωρό ευχάριστα πράγματα, μπάνια, κινηματογράφο, κατασκή­νωση, παρέες.
 Ένας άλλος θειος μου, ο Νίκος, πέρ­ναγε τα καλοκαίρια με τη φαμίλια του στο εξοχικό του κυρ Θύ­μιου, του πεθερού του, κάπου έξω από την Αθήνα. Από αγάπη και έγνοια για μένα, ήθελε και επέμενε να με φιλοξενήσει για λίγες μέρες στο εξο­χικό, όταν η αδελφή μου θα έλλειπε στη κατασκήνωση.
Ήξερε, άλλωστε, ότι αυτή του η χειρονομία θα ευχαρι­στούσε πολύ τη μητέρα μου, την αγαπημένη του αδελφή. Αν μάλι­στα κατόρ­θωνε με την περιποίησή του να προσθέσει λίγα δρά­μια στο μί­ζερο βάρος μου θα ένοιωθε μεγάλη ικανοποίηση που η προ­σπάθειά του έπιασε τόπο.
Με παρέλαβε λοιπόν μια Κυριακή, που δεν είχε υπηρεσία, από το σπίτι των άλλων θειων μου που με φιλοξενούσαν, με την υπόσχεση ότι σε πέντε, έξι μέρες το πολύ  θα με γύριζε πάλι πίσω.
Από μια αφετηρία λεωφορείων μπήκαμε σ’ ένα, που έκανε δρομολόγιο  προς τα κει. Ήταν από κείνα τα παλιά, που ’χαν τη μηχανή σαν τεράστιο καρούμπαλο δίπλα από τον οδηγό και έβγαζαν ξεκι­νώντας ένα δυνατό μουγκρητό. Η διαδρομή ήταν αρκετά με­γάλη κι εγώ πέρναγα την ώρα μου χαζεύοντας από το παράθυρο έξω, τα κτίρια και τα αυτοκίνητα. Κάποια στιγμή ο εισπράκτο­ρας, από τη θεσούλα του πλάι  στην πίσω πόρτα, φώ­ναξε «τέρμα Φρα­γκοκλησιάς», σήμα ότι φθάσαμε και έπρεπε να κα­τεβούμε.
Βρεθήκαμε σε μια ερημιά με μοναδικό ίσως κτίσμα ένα ισόγειο μαγαζάκι, κάτι σαν πέτρινο περίπτερο, κάτω από πελώ­ριους ευκαλύπτους. Ο θειος μου μπαίνοντας χαιρετίστηκε με τον μαγαζά­τορα, που φαινόταν γνωστός του και αγόρασε από κει μια φρα­τζόλα ψωμί. «Μήτσο, αν με ζητήσει κανείς στο τηλέ­φωνο σε παρακαλώ φώναξέ με», άκουσα φεύγοντας να του λέει.
Πήραμε ένα στενό χωματένιο δρομάκι, που πέρναγε ανά­μεσα από αμπέλια και συκιές και περπατώντας για δεκαπέντε περί­που λεπτά φθάσαμε στην αυλόπορτα του εξοχικού. Στη διαδρομή μας το μόνο που συναντήσαμε ήταν ένα φτωχικό αγροτό­σπιτο με μια αγελάδα και δυο κατσίκες να βόσκουν αμέριμνες .
Από την αυλόπορτα το πλακόστρωτο μονοπάτι έφθανε ύστερα από καμιά τριανταριά μέτρα  στο σπιτάκι, που βρισκό­ταν στο κέντρο περίπου του κτήματος. Ήταν ένα απλό ορθογω­νικό κτί­σμα, πέντε, έξι σκαλιά πάνω από το χώμα. Προς τον νοτιά  ήταν η μεγάλη βεράντα με μια στρογγυλή κολώνα στην γωνία της. Για σκεπή είχε, όπως τα περισσότερα τότε, τσιμε­ντένια πλάκα.
Γύρω από το σπίτι έριχναν τον ίσκιο τους δυο τρία πανύ­ψηλα πεύκα ενώ  στο υπόλοιπο κτήμα διάσπαρτα ήσαν διάφορα καρποφόρα, αμυγδαλιές, μηλιές, λεμονιές και αχλαδιές. Δυτικά, εκεί που τέλειωνε το κτήμα, στη μια του άκρη πλάι στον φρά­κτη, ήταν μια μεγάλη συκιά.
Η ξαδέλφη μου η Ζωή, το πρώτο παιδί των θειων μου, τότε ήταν μωρό ακόμα και έτσι μην έχοντας άλλο παιδάκι να μου κάνει παρέα πάσχιζα να βρω τρόπους να περνάω τη μέρα μου, όσο το δυνατόν πιο ευχάριστα. Μου άρεσε να περιδιαβαίνω πολλή ώρα στο κτήμα και παριστάνοντας τον εξερευνητή να ανακαλύπτω διάφορα, που μου έκαναν μεγάλη εντύπωση:
Τη μικρή αποθήκη, πίσω από το σπίτι,  γεμάτη με ένα σωρό  σκόρπια πράγματα, ερ­γαλεία, παλιά έπιπλα και άδεια τελάρα.      
Το βαθύ πηγάδι με τη σιδε­ρέ­νια ανέμη και παραδίπλα τον ψηλό ανεμόμυλο με την όμορφη φτερωτή του να γυρίζει ασταμάτητα με το φύσημα του αέρα.
Στη βεράντα το βράδυ, μετά το φαγητό έπαιρναν θέση, σε πα­ράταξη, κρεβάτια και ράντζα για τον ύπνο μας. Η βραδινή δροσιά έκανε υποφερτή την καλοκαιρινή κάψα και κοιμόμαστε πιο ευχάριστα. Η θεια μου αγχωμένη μπας και τη νύχτα ξεσκε­παστώ και συναχωθώ έπιανε τα σκεπάσματά μου γύρω, γύρω με παραμάνες, και ήταν σαν να κοιμάμαι μέσα σε υπνόσακο.
Μια μέρα περιδιαβαίνοντας έφτασα χαζεύοντας μέχρι τη με­γάλη συκιά, μπας και βρω κανένα γινομένο σύκο. Με έκ­πληξη αντίκρισα τότε μπροστά μου, λίγα μέτρα από τον φρά­κτη, δύο σκουριασμένες γραμμές του τραίνου που σε κείνο το ση­μείο έστριβαν λίγο και μετά χάνονταν στο βάθος. Έτρεξα αμέ­σως με λαχτάρα στον θειο μου για να τον ρωτήσω τι ώρα περ­νάει από κει το τραίνο. Εκείνος κατανοώντας με ένα αμυδρό χαμόγελο την παιδική μου περιέργεια, μου ’κοψε τη φόρα λέγο­ντας. «Το τραίνο που πέρναγε κάποτε από δω και πήγαινε στο Λαύριο, δεν περνάει πια» και συνέχισε «όλοι τώρα πάνε με τα αυτοκίνητα και το τραίνο σταμάτησε γιατί ήταν άχρη­στο. Μεί­νανε μονάχα οι γραμμές του να σκουριάζουν μέσα στα αγριό­χορτα, για να μας το θυμίζουν».
Οι  Ολυμπιακοί  Αγώνες της Αθήνας το 2004 είχαν σαν προϋ­πόθεση, μεταξύ των άλλων έργων και  τη διάνοιξη της Ατ­τικής Οδού. Ο νέος αυτοκινητόδρομος περνώντας από κει, έκοψε κα­ταμεσής και το κτήμα του κυρ Θύμιου. Ευτυχώς για κείνον που πρόλαβε να πεθάνει και δεν είδε τον αφανισμό του.
 Οι κληρονόμοι του πάντως αποζημιώθηκαν γρήγορα και πλουσιο­πάροχα από την απαλλοτρίωση του ακινήτου. Στη θέση του κάποτε γαλήνιου και όμορφου κτήματος και των άλλων  γειτο­νικών του φύτρωσε ο σημερινός δαιδαλώ­δης κόμβος της  Δουκίσσης  Πλακεντίας, με τον σταθμό του μετρό και του Προαστιακού Σιδηρόδρομου.


Ένα απόγευμα βρέθηκα εκεί να διασχίζω πεζός τη γέφυρα και στάθηκα για λίγο στο πιο ψηλό της σημείο, πλάι στο πεζο­δρόμιο. Προσπάθησα τότε να εντοπίσω, μέσα σε κείνο  το χάος, τη θέση που κάποτε βρισκόταν το κτήμα ρίχνοντας τη ματιά μου προς τη σωστή κατεύθυνση.
Μου συνέβηκε τότε κάτι πολύ παράξενο.
Από την  εικόνα, που είχα μπροστά μου,  της σημερινής Βαβέλ, άρχισαν να χάνονται ένα, ένα τα κτίρια, οι δρόμοι, τα αυτοκί­νητα και τη θέση τους να παίρνουν τα παλιά λιγοστά σπιτάκια, οι λαχανόκηποι και  τα περιβόλια.
Από τον τερατώδη κόμβο απόμειναν μονάχα οι διπλές γραμμές του μετρό με κατεύθυνση το αεροδρόμιο. Αλλά κι αυ­τές όλο και μί­κραιναν  για να καταλήξουν στο τέλος να γίνουν δυο στενές σκουρια­σμένες γραμμές. Ανάμεσα από τα αγριό­χορτα, τις είδα να  προσπερνάνε τη μεγάλη συκιά στην άκρη του κτή­ματος και στρίβοντας να χάνονται στο βά­θος, τραβώ­ντας για το Λαύριο…


Υ.Γ. Ο πίνακας είναι του Νίκου Παπασταματίου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου