Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

ΜΑΝΘΟΣ ΣΚΑΡΓΙΩΤΗΣ (1952):

Κι επειδή το χρέος μας σ' εκείνες τις γυναίκες δεν ξεπληρώνεται, τουλάχιστο - μέρες που έρχονται - ένα κερί στη μνήμη τους. 


ΗΠΕΙΡΩΤΙΣΣΑ ΤΟΥ `40
(Διαδρομή ως το γύρισμα του αιώνα)


Κούπωσες σβέλτα το ψωμί στη γάστρα, πέταξες δυο κουβέντες στα μεγαλύτερα παιδιά, άφησες και το μωρό στην ποδιά της μάνας σου. Και φορτώθηκες το κιβώτιο με τα μπαρουτόσκαγα. Η ανηφόρα χάρος και μαχαίρι, το μολύβι του Ιταλού να σφυρίζει πάνω απ' το κεφάλι σου, ο χιονιάς να πιρουνιάζει το κόκαλο. Καταπόδι ερχόταν κι η Ρίνα με τις οβίδες, κι η Αγγέλω μ' ένα σακί φανέλες και τσουρέπια. Δεν είχες καιρό για καρτέρεμα. Πέρασες τη μια μετά την άλλη ράχη, έκαμες καρδιά στο φαντάρο, παιχνίδισες το θάνατο.
Κι όταν γύρισες στο σπίτι, προτού καλά-καλά ανασάνεις, πλάκωσαν οι Γερμανοί. Κι εσύ αλεύρωνες τα τσουκνίδια για να αναστήσεις τα παιδιά. Έκρυψες και τον αδερφό σου στο ταβάνι, για να τον ξεπροβοδίσεις, δυο μήνες μετά, στο βουνό, μαζί με τους άλλους. "Καλή αντάμωση" του `πες. Μα κάποτε σου `φτασε το μαντάτο. Τον έθαψαν - έμαθες - σε μια χαράδρα κοντά στον Άγιο-Σώστη. Τον μαυροφόρεσες κι έστειλες πίσω τον αρραβώνα στην Ελένη, λίγο προτού παραλοΐσει η μαύρη απ' το χαμό του και γκρεμιστεί στο βράχο.
Ύστερα ήρθαν χρόνια φαρμάκι. Ο πρώτος γιος στη Γερμανία, μετανάστης. Κι εσύ ν' ανάβεις λαμπάδες ίσαμε το μπόι του, να γυρίσει γρήγορα. Την κόρη σου την πάντρεψες με τον Νικήτα. "Φάτε ψωμί να ζήσετε" τους είπες. Νοικοκυρόπαιδο ο Νικήτας, αλλά η φτώχεια τούς μαύρισε το μάτι. Το τρίτο σου παιδί βολεύτηκε στο εργοστάσιο - καλή δουλειά, τα `φερνε γύρα. Μα δεν είχε μάθει να κλείνει το στόμα, κι αργότερα βρέθηκε στο δρόμο μαζί με τους πολλούς. Το `67, τον έπιασαν οι χωροφυλάκοι και τον έριξαν στα υπόγεια της Μπουμπουλίνας. Κι από κει στη Μακρόνησο. Τον είδες εφτά χρόνια μετά και δεν τον γνώρισες. Τα μάτια του λίμνες ελονοσίας, το κατωσάγονο παραριγμένο, τα πόδια του ξένα. Σου τον έφεραν πάνω σε καροτσάκι κι έφυγαν χωρίς να σου μιλήσουν. Ούτε κι αυτός μπορούσε να συλλαβίσει μια λέξη. Έβγαζε μόνο κάτι κραυγές που σ' έσφαζαν. Σε λίγο καιρό, τον μαυροφόρεσες κι αυτόν.
Πήγες τότε κι ως εκείνη τη χαράδρα και μάζεψες τα κόκαλα του αδερφού σου. Δε χρειάστηκε να τα πλύνεις με κρασί, τα `χε πλύνει ο Θεός με τις βροχές του. Τα `βαλες στο κασόνι και τα πήγες στο κοιμητήρι. "Γράψτε" είχες πει, γράμματα δεν ήξερες: "Σκοτώθηκε το `49 στο βουνό απ' τους άλλους". Ποιους άλλους; Με ποιους ήταν; Ποτέ δεν το φανέρωσες. Μια μέρα σου `στειλαν και κάτι σαν παλιό δεκάρικο δεμένο με γαλάζια κορδέλα. "Μετάλλιο" το `παν, αν άκουσες καλά. Σου το χρωστούσε η πατρίδα. Εσύ δεν ήξερες τι νταραβέρια είχες με την πατρίδα. Το `βαλες κάπου. Το ξέχασες.
Κι ύστερα ήρθαν τ' άλλα χρόνια, διπλό φαρμάκι αυτά, της μοναξιάς. Τη μέρα, έβγαινες στο σταυροδρόμι και πετροβολούσες τις στράτες που πήραν τα παιδιά σου. Τις νύχτες, κουβέντιαζες ώρες ολόκληρες με το γέροντά σου που κατέβαινε απ' την ασπρόμαυρη φωτογραφία του τοίχου. Τώρα, ογδόντα εφτά χρονών, σκάβεις ακόμα το χωράφι σου το Μάρτη και σπέρνεις φασολάκια για το καλοκαίρι. "Έλα, μάνα, να μείνεις σε μας" σου παραγγέλνει η κόρη σου απ' την πόλη. Μα πώς να παρατήσεις το σπίτι σου μονάχο; Πού ν' αφήσεις τους πεθαμένους σου;
Θα μείνεις εκεί. Να παίρνεις κάθε 20 του μηνός τη σύνταξη του ΟΓΑ, για να ξοφλάς τους λογαριασμούς με τη ζωή. Κι άμα σωθούν οι μέρες σου, "καλώς να ρθει ο χάροντας", λες. Γιατί εσύ τα έχεις όλα καμωμένα, κι αναπιασμένα τα προζύμια με το θάνατο. Κρατάς και στην κασέλα τα νεκρόρουχα, αφόρετα, ολοκαίνουργια. Και μετρημένα στην πρώτη δίπλα του φουστανιού σου τα λεπτά για τον παπά και την κάσα. Βάρος μη γίνεις κανενός. Ούτε της γης, έτσι λιπόσαρκη που είσαι...
Α, ρε μάνα, βάβω, Παναγιά, της βροχής και των ανέμων θυγατέρα. Αν ήσουν απ' την Κρήτη, ο Ψηλορείτης δε θα `φτανε ούτε στο γόνατό σου. Αν είχες γεννηθεί στη Μακεδονία, θα `σουν των θεών η οικοδέσποινα στα πάνω-πάνω πατώματα του Ολύμπου. Αν ήσουν απ' την Κύπρο, θα σκέπαζες με το τσεμπέρι σου τα σκοτωμένα παιδιά του `74. Αλλά εσύ είσαι απ' το Ζαγόρι, είσαι απ' την Κόνιτσα, είσαι απ' τα Τζουμέρκα και τον Καλαμά. Και είσαι απ' την πέτρα που δεν μπόρεσε να τη στρογγυλέψει μήτε άγιος μήτε διάβολος. Δεν ήξερες από θεούς και Ψηλορείτη, δεν είχες ακούσει για Άξονα και φασισμό. Εσένα σ' είχαν μάθει να σφίγγεις το τσαπί και να ζαλικώνεσαι το λόγκο, εσένα σου `δειξαν πώς να μετράς στα δάχτυλα τα βάσανα και να τα κάνεις τραγούδι. Εσύ δεν είσαι. Γιατί εσύ έζησες τυλίγοντας παραμύθια στην ανέμη, για να υφάνεις την ιστορία του κόσμου.

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2016

Κώστας Περδίκης: ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΦΟΥΡΛΗ - ΤΣΙΚΟΓΙΑΝΝΗ (1924-2016)

Στην δασκάλα μου σαν αποχαιρετισμό!



η συγγνώμη


Τότε κάναμε σχολείο και το Σάββατο.
Το απόγευμα όμως του Σαββάτου είχαμε και Κατηχητικό.
Ο παπα-Μήτσος μας μάζευε στον Άγιο Σπυρίδωνα και μας έλεγε ιστορίες θρησκευτικού περιεχομένου, από τη ζωή του Χριστού και των Αγίων.
Παίζαμε διάφορα παιχνίδια και στο τέλος, αφού πρώτα τραγουδούσαμε με χαρά και ενθουσιασμό «τα Χριστιανόπουλα», σκορπούσαμε για τα σπίτια μας.
Ήταν η ώρα που βασίλευε ο ήλιος.
Τη χρονιά εκείνη πήγαινα στην τετάρτη τάξη.
Τελευταία ώρα μαθήματος και τελευταία σχολική μέρα.
Σάββατο.
Με τον διπλανό μου, τον Γιώρη, έχουμε πιάσει κουβεντούλα και αγνοούμε την κυρία Καλλιόπη.
Αυτή μας βλέπει και για τιμωρία μας απαγορεύει να πάμε το απόγευμα στο Κατηχητικό.
Εγώ το πήρα βαριά. Έπεσα σε μαύρη στενοχώρια.
Γυρίζω στο σπίτι και μπήγω τα κλάματα.
Βλέποντάς με η μητέρα μου, με βουτάει από το χέρι και μια και δυο ξεκινάμε για το σπίτι της δασκάλας.
Έμενε αρκετά έξω από την πόλη, στα Πέρα Καλύβια.
Η κυρία Καλλιόπη μας βλέπει από μακριά και δαγκώνεται.
«Bρε Γιωργία, γιατί κουβαληθήκατε μεσημεριάτικα;» λέει της μάνας μου γελώντας.
Μας υποδέχεται κάτω στην εξώπορτα, με αγκαλιάζει και ανεβαίνουμε στο σπίτι.
Της ζητάω επισήμως συγγνώμη.
 Εκείνη, χαμογελώντας, μου δίνει άφεση αμαρτιών και την άδεια για να πάω στο απογευματινό Κατηχητικό.

Τα χρόνια δεν κατάλαβα πώς πέρασαν.
Η κυρία Καλλιόπη, στα ενενήντα της σήμερα, θυμάται τα πάντα.
Όταν τη συναντάω, θα αναφερθεί με αγάπη στη δική μου συγγνώμη, αλλά και στη δική της συγχώρεση.

Από το βιβλίο μου Σινική Μελάνη (2014)

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2016

ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΜΑΡΑΚΗΣ (1919-2003):



Ξανθός ιππότης 


Ενα βράδυ, τον περασμένο Ιανουάριο, μπήκε σ’ ένα διανυκτερεύον φαρμακείο και πήρε ένα κουτάκι καθαρτικές παστίλιες. Υπέφερε από επίμονη δυσκοιλιότητα τα τε- λευταία χρόνια. Ύστερα πήγε να πάρει το λεωφορείο για το σπίτι του. Είχε μεγάλη ουρά στη στάση. Περίμενε υπομονετικά. Τέλος μπήκε. Ήτανε όρθιος. Κοντούλης, παχουλός, με κοιλίτσα. Τον περασμένο Νοέμβριο είχε πατήσει τα σαράντα εφτά. Δίπλα του ένας τον ζούλαγε. Σε λίγο σηκώθηκε μια γυναίκα, κατέβηκε, και κάθισε αυτός. Τότε βρήκε στο κάθισμα το περιοδικό ο κόσμος των παιδιών. Ένα περιοδικό για παιδιά. Πρώτη φορά το ’βλεπε. Δεν είχε δοσοληψίες με περιοδικά για παιδιά. Έριξε μια ματιά στο πολύχρωμο εξώφυλλο. Παρίστανε έναν καουμπόι να καλπάζει πάνω σ’ ένα άσπρο άλογο. Από κάτω έγραφε: «Παρακολουθήστε το καινούργιο μας μυθιστόρημα “Περιπέτεια στο Φαρ Ουέστ”, που αρχίζει σ’ αυτό το τεύχος».

Έβγαινε κάθε Σάββατο, έγραφε στο εξώφυλλο. Ήτανε το τελευταίο τεύχος, τα φύλλα άκοπα. Δεν ήξερε τι να το κάνει. Δεν είχε παιδιά, δεκατέσσερα χρόνια παντρεμένος, αιτία μια «ανεπάρκεια» της γυναίκας του. Στο υπουργείο, που ήτανε κατώτερος υπάλληλος δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια, οι συνάδελφοί του τον δουλεύανε που δεν είχε καταφέρει να κάνει παιδί. Κοίταξε γύρω του μην ήτανε κανένα παιδί να του το δώσει. Μα είδε μονάχα μεγάλους. Θα το ’δινε, σκέφτηκε, στο ανιψάκι του, της πρώτης του ξαδέρφης παιδί, ένα αγοράκι έντεκα χρονών, αγρίμι. Μένανε κοντά στο σπίτι τους. Στο λεωφορείο μύριζε άσχημα.

Φτάνοντας στο σπίτι του, πήγε στο δωματιάκι που το ’χε αποκλειστικά δικό του, δίπλα στην τραπεζαρία. Είχε ένα μικρό γραφείο εκεί, τη βιβλιοθήκη του, δύο εταζέρες με βιβλία. Το φαΐ δεν ήταν ακόμη έτοιμο, η γυναίκα του ήτανε στην κουζίνα, μακαρόνια με κιμά έφτιαχνε. Πήγε στο δωματιάκι ώσπου να γίνει το φαΐ. Το περιοδικό το άφησε σε μια εταζέρα. Άνοιξε την εφημερίδα του. Του πόναγε το αριστερό του πόδι. Είχε ρευματισμούς. Θα έβαζε τη γυναίκα του να τον τρίψει. Όταν ο καιρός ήταν υγρός, όταν ανέβαινε σκάλες, υπέφερε. Θα είχε περάσει καμιά βδομάδα από τότε. Βράδυ· ύστερ’ από το φαΐ, δεν είχε όρεξη για ύπνο. Κλείστηκε στο δωματιάκι κι άνοιξε έναν τόμο της Εγκυκλοπαίδειας.

Η γυναίκα του είχε ψήσει καφέ. Ύστερα ξάπλωσε. Διάβασε καμιά δεκαριά λεπτά. Βαρέθηκε. Σηκώθηκε, έκοψε βόλτες στο δωμάτιο, άναψε τσιγάρο. Στο τέλος, είπε να πάει για ύπνο. Τότε πήρε το μάτι του τον Κόσμο των παιδιών που τον είχε ξεχάσει στην εταζέρα. Σκέφτηκε να σκοτώσει λίγο την ώρα του. Ήταν έντεκα παρά είκοσι περίπου όταν το πήρε το περιοδικό. Ήτανε μιάμιση όταν το άφησε. Το ξεκοκάλιασε ολόκληρο. Διάβασε τα δυο μυθιστορήματα: «Περιπέτεια στο Φαρ Ουέστ» και «Δυο χρόνια στη ζούγκλα», που συνεχίζονταν από προηγούμενα τεύχη. Τα διηγήματα. Το παραμύθι για τα μικρότερα παιδιά: «Η νεράιδα του φθινοπώρου». Τη σελίδα «Πνευματικές Ασκήσεις», έλυσε το σταυρόλεξο, έλυσε αινίγματα, βρήκε και τη «Μαγική Εικόνα», που τον παίδεψε κάμποση ώρα, πείσμωσε και τα κατάφερε στο τέλος· ένα κουνελάκι ήτανε το ζητούμενο που το γύρευε η μητέρα του. Διάβασε και τη σελίδα «Οι μικροί μας φίλοι γράφουν», όπου δημοσιεύονταν λογοτεχνικά κομμάτια των μικρών αναγνωστών. Διάβασε και τη σελίδα «Οι μικροί μας φίλοι μεταξύ τους», όπου τα παιδιά, με διάφορα ψευδώνυμα, αλληλογραφούσαν, πειράζονταν.

Τέλος έβαλε το περιοδικό σ’ ένα συρτάρι του γραφείου του και πήγε για ύπνο. Ξάπλωσε δίπλα στη γυναίκα του, που κοιμόταν ανάσκελα με το στόμα μισάνοιχτο. Είδε ένα όνειρο εκείνη τη νύχτα. Ήτανε καουμπόι και κάλπαζε σε μια κοιλάδα του Φαρ Ουέστ, πάνω στο άσπρο του άλογο. Καλπάζοντας έτσι, γύρισε από τ’ άλλο πλευρό κι έπεσε πάνω στη γυναίκα του, δίχως να ξυπνήσει. Ξύπνησε όμως η γυναίκα του, νόμισε στην αρχή πως ο άντρας της είχε επιθυμήσει τρυφερότητες που τις είχανε κόψει τελευταία. Βλέποντάς τον να κοιμάται, γύρισε στο άλλο πλευρό και ξανακοιμήθηκε. 

Κάτι είχε συμβεί μέσα του από κείνη τη νύχτα. Κάτι είχε αλλάξει. Κάθε Σάββατο έπαιρνε τον Κόσμο των παιδιών. Την ώρα που τον έπαιρνε, στο κιόσκι, έριχνε κλεφτές ματιές γύρω του. Είχε την αίσθηση πως έκανε κάτι παράνομο. Το ίδιο βράδυ, ύστερ’ από το φαΐ, κλεινότανε στο δωματιάκι και διάβαζε το περιοδικό. Δεν είχε πει σε κανέναν τίποτα. Ποιος θα μπορούσε να τον νιώσει! Τα τεύχη τα κλείδωνε σ’ ένα συρτάρι του γραφείου του. Κάτι είχε συμβεί μέσα του. Διαβάζοντας τον Κόσμο των παιδιών είχε ξαναβρεί τον κόσμο των παιδιών. Έναν κόσμο που ήταν τόσο αλλιώτικος από τον κόσμο των μεγάλων! 

Στο υπουργείο, έπαψε πια να σκύβει το κεφάλι. Άλλοτε, βλέποντας κάτι στραβό, δε μίλαγε, από φόβο, από συνήθεια να τα δέχεται όλα αδιαμαρτύρητα. Τώρα ήτανε διαφορετικός. Μια μέρα μάλιστα που τον κάλεσε στο γραφείο του μια από τις «προσωπικότητες» του υπουργείου, ένας διευθυντής, και τον επίεσε να κάνει κάτι παράνομο που του πέρναγε από το χέρι, να πρωτοκολλήσει μιαν αίτηση με παλιά ημερομηνία, αυτός όχι μονάχα αρνήθηκε, χτύπησε και τη γροθιά του στο γραφείο του διευθυντή με τόση δύναμη που χύθηκε ο καφές και λέρωσε κάτι έγγραφα. Ο διευθυντής τα είχε χαμένα. Ποτέ δεν το περίμενε αυτό.

 Η γυναίκα του είδε την αλλαγή του. Τον είδε να περι- ποιείται τον εαυτό του, αγόρασε δυο γραβάτες, συμμορφώθηκε. Ανησύχησε. Υποψιάστηκε πως μια άλλη γυναίκα μπήκε στη ζωή του. Ησύχασε όμως βλέποντάς τον να ’ναι πολύ τρυφερός μαζί της. Συλλογίστηκε πως ο παλιός έρωτάς του γι’ αυτήν είχε ξαναφουντώσει. Συν τοις άλλοις, του πέρασε και η δυσκοιλιότητα. 

Έστειλε μια μέρα στο περιοδικό ένα πεζοτράγουδο που είχε γράψει. «Φθινοπωρινός ρεμβασμός» το ’λεγε. Το έστειλε για τη σελίδα «Οι μικροί μας φίλοι γράφουν». Χρειάστηκε βέβαια να πάρει ψευδώνυμο. Σκέφτηκε διάφορα, τέλος διάλεξε «Ξανθός Ιππότης». Ήτανε μελαχρινός, ωστόσο από παιδί ζήλευε τους ξανθούς, ήθελε να ήτανε ξανθός. Του το δημοσιέψανε το πεζοτράγουδο. Τι χαρά που ένιωσε! Του δημοσιέψανε κι άλλο ένα. Ένα τρίτο το απορρίψανε. Του απαντήσανε: «Το θέμα που διάλεξες, μικρέ μας φίλε, ανώτερο από την ηλικία σου. Περίμενε να μεγαλώσεις λιγάκι και ξαναδοκιμάζεις». Έτσι ήτανε τα πράγματα, όταν, δυόμισι μήνες περίπου ύστερ’ από την πρώτη νύχτα που είχε περάσει με τον Κόσμο των παιδιών, είδε στο τελευταίο τεύχος, στη σελίδα «Οι μικροί μας φίλοι μεταξύ τους», τα εξής:

«Αποφασίσαμε να οργανώσουμε ένα μουσικοφιλολογικό βραδινό. Προσκαλούμε λοιπόν τους παρακάτω, γνωστούς και αγνώστους φίλους μας, να μας χαρίσουνε τη χαρά της παρουσίας τους: Κάρμεν, Μαρία Στούαρτ, Αγράμπελη, Σιδηρούν Προσωπείον, Μέγαν Ναπολέοντα, Μελαγχολικόν Ιππότην, Ξανθόν Ιππότην…» Ακολουθούσανε μερικά ψευδώνυμα ακόμα. Και παρακάτω: «Τους περιμένουμε, όλους εξάπαντος, την Παρασκευή 2 Απριλίου, ώρα 7 μ.μ., οδός Νίκης 145, γ΄ όροφος. Βερενίκη – Βασίλισσα του Σαβά – Μαύρος Πειρατής – Ποσειδών – Δαίμων των Κυμάτων» Βέβαια, θα στενοχωρούνταν τα παιδιά, σκέφτηκε, που θα έλειπε από τη συντροφιά τους ο «Ξανθός Ιππότης», όμως δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά.

 «Νίκης 145!» φώναξε του σοφέρ. «Όσο μπορείς πιο γρήγορα! Θα ’χεις το διπλό απ’ ό,τι γράψει το ρολόι». Δυο φορές παραλίγο να τρακάρουνε έτσι που τρέχανε. Το μόνο που τον ένοιαζε ήτανε να φτάσει το ταχύτερο εκεί. Είχε αργήσει. Ήταν επτά και είκοσι, και η πρόσκληση ήτανε για τις επτά. Πώς έφυγε από το υπουργείο! Πώς τα παράτησε όλα, τα έγγραφα, το καλαμάρι, την πένα, τα συρτάρια του γραφείου του ανοιχτά, σύξυλα όλα, και κατέβηκε τη σκάλα, πηδώντας δυο δυο τα σκαλοπάτια! Τον συνάντησε ο προσωπάρχης την ώρα που έφευγε. Κάτι του είπε, πώς έβγαινε έτσι χωρίς άδεια εξόδου, δεν του έδωσε σημασία. Τον είχε αρπάξει ένα χέρι δυνατό, πολύ δυνατό, μια δύναμη που φούντωσε άξαφνα μέσα του, εκεί που ήτανε στο γραφείο του, Παρασκευή απόγευμα ήτανε και είχανε απογευματινή εργασία 5-8, και τον έκανε να τα παρατήσει όλα σύξυλα.           

Πλησιάζανε. Έπρεπε να πάρει κάτι. Δεν μπορούσε να πάει με άδεια χέρια. Έπρεπε να πάει κάτι. Γλυκά, λουλούδια… Ένα ανθοπωλείο ήταν εκεί, δεξιά, στο δρόμο τους. Κατέβηκε από το ταξί, πήρε ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα. Κόκκινα τριαντάφυλλα. Φτάσανε. Βαστώντας τα λουλούδια, χτύπησε το κουδούνι. Η καρδιά του χτύπαγε πολύ γρήγορα και πολύ δυνατά. Ψηλά, στο τρίτο πάτωμα, φωτισμένα παράθυρα. Ακουγότανε ακορντεόν να παίζει. Η πόρτα άνοιξε. Μπήκε. Μια ξύλινη στριφτή σκάλα. Ανέβηκε γρήγορα, οι ρευματισμοί του είχανε πάει περίπατο. Στο κεφαλόσκαλο, δυο αγόρια, ένα κορίτσι. Γύρω στα δεκατέσσερα, δεκαπέντε χρόνια. Στάθηκε στο προτελευταίο σκαλοπάτι. «Ο “Ξανθός Ιππότης”», είπε. Το είπε έτσι όπως θα ’λεγε τ’ όνομά του για να συστηθεί. «Δε θα ’ρθει;» ρώτησε το ένα αγόρι, το ψηλότερο. «Τι; Δε θα ’ρθει;» ρώτησε τ’ άλλο. «Είναι άρρωστος;» ρώτησε ξανά το πρώτο. «Τι κρίμα!» είπε το κορίτσι. «Ήθελα πολύ να τον γνωρίσω».

Αυτός κοίταξε και τα τρία παιδιά, αμίλητος. Δεν μπορούσε να πει λέξη. Άξαφνα, με μιαν απότομη κίνηση, έβαλε τα λουλούδια, τα κόκκινα τριαντάφυλλα, στα χέρια του κοριτσιού, έκανε στροφή, κατέβηκε τη σκάλα γρήγορα γρήγορα, βγήκε έξω, από ψηλά, στο τρίτο πάτωμα, ακουγότανε το ακορντεόν να παίζει ένα χαρούμενο σκοπό, τράβηξε μες στη σκοτεινή νύχτα, τα χέρια του ήτανε άδεια τώρα, το στήθος του άδειο τώρα.

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2016

Κώστας Περδίκης: Με αφορμή μια φωτογραφία (1)


Τότε...

Είχαμε τους γονείς μας,
τους θείους μας, 
τον ξάδελφό μας, τον αγαπημένο.
Τον γάιδαρό μας.
Χαρά και σιγουριά.
Τη ζωή, όλη, μπροστά μας
Όλα.
Τίποτα δεν μας έλλειπε, τότε...

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2016

Κώστας Περδίκης: ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

                         
                                                                                             Από μια εκδρομή



Ο Γιώργος Αθανασούλιας  (1949-2016), ο Γιώρης, ο συμμαθητής μου, ο αχώριστος παρτενέρ των παιδικών και εφηβικών μου χρόνων έφυγε, χθες, από κοντά μας, ανεπιστρεπτί.
Όσα ζήσαμε μαζί, παιχνίδια, βόλτες, καλαμπούρια, στα ανέμελα εκείνα χρόνια, αλλά και όσες κουβέντες ανταλλάξαμε μεγάλοι πια, πολύ αργότερα, δεν πρόκειται να ξεχαστούν.
Η μορφή του, ο ''έξω καρδιά'' χαρακτήρας του θα συνεχίζουν να ζουν στη σκέψη μου.

Γιώρη, παλιέ μου φίλε, καλό σου ταξίδι.



Στο Δημοτικό



Στο Λύκειο






Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2016

ΟΛΥΜΠΙΑ: Ο θερινός κινηματογράφος της Ζαχάρως


Οι πρώτες μας ευτυχισμένες κινηματογραφικές βραδιές...
Και τι δεν είδαμε εδώ...

Μπεν Χουρ
Λόρενς της Αραβίας
Σπάρτακος
Η γέφυρα του ποταμού Κβάι
Το γεράκι της Μάλτας
Τα κανόνια του Ναβαρόνε
Πράκτωρ 007 εναντίον Δρος Νο
Σαγιονάρα
Και οι 7 ήσαν υπέροχοι
Το παιδί και το δελφίνι
...............................................


Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο
Η Αλίκη στο ναυτικό
Μανταλένα
Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας
Έγκλημα στα παρασκήνια
Της κακομοίρας 
Τα κόκκινα φανάρια
Οι Γερμανοί ξανάρχονται
Λατέρνα φτώχεια και γαρύφαλλο
Κάλπικη λίρα
................................................