Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

ΜΑΝΘΟΣ ΣΚΑΡΓΙΩΤΗΣ (1952):

Κι επειδή το χρέος μας σ' εκείνες τις γυναίκες δεν ξεπληρώνεται, τουλάχιστο - μέρες που έρχονται - ένα κερί στη μνήμη τους. 


ΗΠΕΙΡΩΤΙΣΣΑ ΤΟΥ `40
(Διαδρομή ως το γύρισμα του αιώνα)


Κούπωσες σβέλτα το ψωμί στη γάστρα, πέταξες δυο κουβέντες στα μεγαλύτερα παιδιά, άφησες και το μωρό στην ποδιά της μάνας σου. Και φορτώθηκες το κιβώτιο με τα μπαρουτόσκαγα. Η ανηφόρα χάρος και μαχαίρι, το μολύβι του Ιταλού να σφυρίζει πάνω απ' το κεφάλι σου, ο χιονιάς να πιρουνιάζει το κόκαλο. Καταπόδι ερχόταν κι η Ρίνα με τις οβίδες, κι η Αγγέλω μ' ένα σακί φανέλες και τσουρέπια. Δεν είχες καιρό για καρτέρεμα. Πέρασες τη μια μετά την άλλη ράχη, έκαμες καρδιά στο φαντάρο, παιχνίδισες το θάνατο.
Κι όταν γύρισες στο σπίτι, προτού καλά-καλά ανασάνεις, πλάκωσαν οι Γερμανοί. Κι εσύ αλεύρωνες τα τσουκνίδια για να αναστήσεις τα παιδιά. Έκρυψες και τον αδερφό σου στο ταβάνι, για να τον ξεπροβοδίσεις, δυο μήνες μετά, στο βουνό, μαζί με τους άλλους. "Καλή αντάμωση" του `πες. Μα κάποτε σου `φτασε το μαντάτο. Τον έθαψαν - έμαθες - σε μια χαράδρα κοντά στον Άγιο-Σώστη. Τον μαυροφόρεσες κι έστειλες πίσω τον αρραβώνα στην Ελένη, λίγο προτού παραλοΐσει η μαύρη απ' το χαμό του και γκρεμιστεί στο βράχο.
Ύστερα ήρθαν χρόνια φαρμάκι. Ο πρώτος γιος στη Γερμανία, μετανάστης. Κι εσύ ν' ανάβεις λαμπάδες ίσαμε το μπόι του, να γυρίσει γρήγορα. Την κόρη σου την πάντρεψες με τον Νικήτα. "Φάτε ψωμί να ζήσετε" τους είπες. Νοικοκυρόπαιδο ο Νικήτας, αλλά η φτώχεια τούς μαύρισε το μάτι. Το τρίτο σου παιδί βολεύτηκε στο εργοστάσιο - καλή δουλειά, τα `φερνε γύρα. Μα δεν είχε μάθει να κλείνει το στόμα, κι αργότερα βρέθηκε στο δρόμο μαζί με τους πολλούς. Το `67, τον έπιασαν οι χωροφυλάκοι και τον έριξαν στα υπόγεια της Μπουμπουλίνας. Κι από κει στη Μακρόνησο. Τον είδες εφτά χρόνια μετά και δεν τον γνώρισες. Τα μάτια του λίμνες ελονοσίας, το κατωσάγονο παραριγμένο, τα πόδια του ξένα. Σου τον έφεραν πάνω σε καροτσάκι κι έφυγαν χωρίς να σου μιλήσουν. Ούτε κι αυτός μπορούσε να συλλαβίσει μια λέξη. Έβγαζε μόνο κάτι κραυγές που σ' έσφαζαν. Σε λίγο καιρό, τον μαυροφόρεσες κι αυτόν.
Πήγες τότε κι ως εκείνη τη χαράδρα και μάζεψες τα κόκαλα του αδερφού σου. Δε χρειάστηκε να τα πλύνεις με κρασί, τα `χε πλύνει ο Θεός με τις βροχές του. Τα `βαλες στο κασόνι και τα πήγες στο κοιμητήρι. "Γράψτε" είχες πει, γράμματα δεν ήξερες: "Σκοτώθηκε το `49 στο βουνό απ' τους άλλους". Ποιους άλλους; Με ποιους ήταν; Ποτέ δεν το φανέρωσες. Μια μέρα σου `στειλαν και κάτι σαν παλιό δεκάρικο δεμένο με γαλάζια κορδέλα. "Μετάλλιο" το `παν, αν άκουσες καλά. Σου το χρωστούσε η πατρίδα. Εσύ δεν ήξερες τι νταραβέρια είχες με την πατρίδα. Το `βαλες κάπου. Το ξέχασες.
Κι ύστερα ήρθαν τ' άλλα χρόνια, διπλό φαρμάκι αυτά, της μοναξιάς. Τη μέρα, έβγαινες στο σταυροδρόμι και πετροβολούσες τις στράτες που πήραν τα παιδιά σου. Τις νύχτες, κουβέντιαζες ώρες ολόκληρες με το γέροντά σου που κατέβαινε απ' την ασπρόμαυρη φωτογραφία του τοίχου. Τώρα, ογδόντα εφτά χρονών, σκάβεις ακόμα το χωράφι σου το Μάρτη και σπέρνεις φασολάκια για το καλοκαίρι. "Έλα, μάνα, να μείνεις σε μας" σου παραγγέλνει η κόρη σου απ' την πόλη. Μα πώς να παρατήσεις το σπίτι σου μονάχο; Πού ν' αφήσεις τους πεθαμένους σου;
Θα μείνεις εκεί. Να παίρνεις κάθε 20 του μηνός τη σύνταξη του ΟΓΑ, για να ξοφλάς τους λογαριασμούς με τη ζωή. Κι άμα σωθούν οι μέρες σου, "καλώς να ρθει ο χάροντας", λες. Γιατί εσύ τα έχεις όλα καμωμένα, κι αναπιασμένα τα προζύμια με το θάνατο. Κρατάς και στην κασέλα τα νεκρόρουχα, αφόρετα, ολοκαίνουργια. Και μετρημένα στην πρώτη δίπλα του φουστανιού σου τα λεπτά για τον παπά και την κάσα. Βάρος μη γίνεις κανενός. Ούτε της γης, έτσι λιπόσαρκη που είσαι...
Α, ρε μάνα, βάβω, Παναγιά, της βροχής και των ανέμων θυγατέρα. Αν ήσουν απ' την Κρήτη, ο Ψηλορείτης δε θα `φτανε ούτε στο γόνατό σου. Αν είχες γεννηθεί στη Μακεδονία, θα `σουν των θεών η οικοδέσποινα στα πάνω-πάνω πατώματα του Ολύμπου. Αν ήσουν απ' την Κύπρο, θα σκέπαζες με το τσεμπέρι σου τα σκοτωμένα παιδιά του `74. Αλλά εσύ είσαι απ' το Ζαγόρι, είσαι απ' την Κόνιτσα, είσαι απ' τα Τζουμέρκα και τον Καλαμά. Και είσαι απ' την πέτρα που δεν μπόρεσε να τη στρογγυλέψει μήτε άγιος μήτε διάβολος. Δεν ήξερες από θεούς και Ψηλορείτη, δεν είχες ακούσει για Άξονα και φασισμό. Εσένα σ' είχαν μάθει να σφίγγεις το τσαπί και να ζαλικώνεσαι το λόγκο, εσένα σου `δειξαν πώς να μετράς στα δάχτυλα τα βάσανα και να τα κάνεις τραγούδι. Εσύ δεν είσαι. Γιατί εσύ έζησες τυλίγοντας παραμύθια στην ανέμη, για να υφάνεις την ιστορία του κόσμου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου