Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

Jojef Kudelka (1938):

 






Ο Josef Koudelka είναι Τσέχος-Γάλλος φωτογράφος. Είναι μέλος του Magnum Photos και έχει κερδίσει βραβεία όπως το Prix Nadar, ένα Grand Prix National de la Photographie, ένα Grand Prix Henri Cartier-Bresson και το διεθνές βραβείο του Ιδρύματος Hasselblad στη Φωτογραφία.

Πηγή: ''Καθημερινή''

Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2020

Κώστας Περδίκης:

 Η πρώτη απόπειρα για ένα ποίημα...

(1962, μαθητής Α' Γυμνασίου)

Δημοσιεύτηκε την ίδια χρονιά στο περιοδικό
''Η ΔΙΑΠΛΑΣΙΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΩΝ''


Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2020

''ΦΑΝΟΣΤΑΤΗΣ'': Πέμπτα γενέθλια

 Σήμερα συμπληρώνονται πέντε (5) χρόνια ζωής του ''Φανοστάτη''.

Ευχαριστούμε τις φίλες και τους φίλους του!

Συνεχίζουμε...



Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2020

Χρήστος Χρηστοβασίλης (1861-1937):

 



Το καημένο το Τζιαμί μας

 Ήμουν μικρό παιδί και μ’ έφερνε η μάννα μου για πρώτη φορά στα Γιάννινα από το χωριό μας, εξ ώρες μακριά με μουλάρι, γιατί της είχα παραφορτωθεί εκείνη την φορά, φοβερίζοντας την, ότι θ’ αρρωστούσα, αν δεν μ’ έπαιρνε-το μόνο πράγμα, που φοβώνταν- και έτσι, για να μην αρρωστήσω αναγκάστηκε να με πάρει κι’ είδα για πρώτη φορά τζιαμί, που δεν ήξερα ακόμα ως τότε ούτε και πώς τώλεγαν.

Απόρεσα στην θέα του και ρώτησα τότε την μάννα μου, που την θεωρούσα, ως παντογνώστρα, κι’ ας μην ήξερε ούτε την άλφα από γράμματα.

– Τ’ είναι αυτό, μάννα το ψηλό και στρόγγυλο χτίριο, που ξεπερνάει στο ψήλος και στο χόντρος όλα τα δέντρα του χωριού μας;

– Αυτό (μου είπε η μάννα μου, η «παντογνώστρα») είναι τζιαμί…

– Και τ’ είναι το τζιαμί, μάννα; Την ξαναρώτησα.

– Το τζιαμί, (μου είπε εκείνη αξιωματικά) είναι τουρκοκλησσιά… Εκκλησιά των Τούρκων…

Και πριν να χωνέψω καλά καλά την έννοια του τζιαμιού – ως τουρκοκλησιάς, φανίστηκε από επάνω στον ολοστρόγγυλον εξώστη, πούναι γύρα-γύρα στο τζιαμί και μοιάζει σαν θεώρατο δαχτυλίδι σε δάχτυλο υπεργίγαντα, ένας ασπροσαρικοφόρος, μπαγλατώντας.

– Τ’ είν’ αυτός μάννα (την ξαναρώτησα πάλε) που φανίστηκε εκεί ψηλά, στον εξώστη του τζιαμιού; Πώς ανέβηκε, χωρίς σκάλα επάνω εκεί;

– Αυτός (μου ξαναπάντησε εκείνη) είναι χότζας, τουρκο-παππάς… Το τζιαμί είναι κούφιο κι’ έχει από μέσα κυκλωτή σκάλα, που ανεβαίνει ο χότζιας, χωρίς να τον βλέπουν απ’ έξω.

Αυτή είναι η πρώτη μου γνωριμία με το τζιαμί, αλλά θα εξομολογηθώ την αμαρτία μου… Ζήλεψα νάχουν οι παλιότουρκοι τέτοια εκκλησιά, μ’ όλο, που τους μισούσα και τους φοβώμουν.

Να τους μισώ τους Τούρκους μ’ είχε διδάξει η αγράμματη «παντογνώστρα» μάννα μου, επαναλαβαίνοντάς μου κάθε φορά, που φανίζονταν Τούρκοι στο χωριό μας, είτε για να εισπράξουν φόρους, είτε για να καταδιώξουν κλέφτες και φυγόδικους, ότι οι Τούρκοι είχαν σκοτώσει τον Βασίλεια μας, τον Κωνσταντίνο, που μαρμαρώθηκε κατόπι κι’ ύστερα απ’ αυτό μας πήραν την Πόλη κι’ έκαναν τζιαμί τους την Αγια Σοφιά μας και ζήλευα νάχουν οι Τούρκοι, οι αντίχριστοι, τζιαμί.

Να τους φοβούμαι μ’ έχει μάθει ένα θλιβερό τραγούδι της Δυροπολίτισσας, που το τραγουδούσαν στο χωριό μου και τάκουγα συχνά, γιατί, όπως έλεγε αυτό το τραγούδι, οι Τούρκοι έσφαξαν χριστιανούς, «σαν τ’ αρνιά την Πασχαλιά, τα κατσίκια τ’ Αϊ-Γεωργίου».

Αλλά τι τα θέλετε. Και μ’ όλα ταύτα, εμένα μου άρεγε το τζιαμί, και λυπώμουν, που δεν είχαμε κι’ εμείς δίπλα στην εκκλησιά μας ένα χτίριο ψηλό και στρόγγυλο, σαν κι’ αυτό, αργότερα όμως ικανοποιήθηκε ο χριστιανός εγωισμός μου, όταν πήγα στη Σμύρνη, (Αχ χιλιόκαλη πεθαμένη μας χώρα Σμύρνη!) κι’ είδα για πρώτη φορά καμπαναρειά, το υπέρψηλο καμπαναρειό της Άγιας Φωτεινής και των άλλων Σμυρναίικων εκκλησιών, που και γι’ αυτό την έλεγαν την Σμύρνη μας οι Τούρκοι «Κιαούρ Ισμύρ», ενώ στα Γιάννινα και σ’ όλην την Ήπειρο δεν επέτρεπεν η Τουρκική Κυβέρνηση τα καμπαναρειά, που είχε γκρεμίσει την καταραμένη χρονιά του 1612 γιατί είχε σηκώσει επανάσταση ο Δεσπότης Διονύσιος ο Σκυλόσοφος… κι’ όμως, όταν έβλεπα τζιαμί και μάλιστα ψηλό κι’ ωμορφοχτισμένο, σαν τα μεγάλα τζιαμιά της Πόλης, ζήλευε η καρδιά μου.

Πέρασαν από τότε, που είχα πρωτώρθει στα σκλαβωμένα Γιάννινα, χρόνια πολλά, όταν γύρισα λεύτερος στην λευτερωμένη Ήπειρο, αρχές Μάρτη 1913 και μην μπορώντας πλεια να εγκατασταθώ στ’ αγαπημένο χωριό μου, που το είχαν χτίσει με το αίμα τους και με το αίμα των Τούρκων, πώσφαζαν, οι τουρκοφάγοι παππούδες μου, γιατί δεν είχε το καημένο, όπως και δεν έχει ακόμα κι’ ως τα σήμερα, ούτε καν γραμματοδιδασκαλείο για τα ξενιτογεννημένα παιδιά μου, που ένα μικρότερο πήγαινε στο Νηπιαγωγείο, ένα στο Δημοτικό, ένα στην πρώτη Ελληνικού, κι’ άλλο στο Σχολαρχείο, τώφερε η Μοίρα μου να εγκατασταθώ στα Γιάννινα, σ’ ένα τουρκόσπιτο, που είχαν φύγει οι κάτοικοι του στην Τουρκία, στην νότια, και την ψηλότερη συνοικία, Μεϊντάνι, πώχει το μεγαλύτερο πηγάδι σε βάθος και σε πλάτος, με το γευστικώτατο νερό του, πώπιναν απ’ αυτό και πίνουν όλοι οι άρρωστοι, και το σπουδαιότερο για μένα, γιατί είχε δίπλα στην αυλή του, ανάμεσα από δυο κυπαρίσσια, ένα από τα ψηλότερα, τα ωμορφότερα και τα ιστορικώτερα από τα δεκοχτώ τζιαμιά, που είχαν τότε τα Γιάννινα, το περίφημο τζιαμί του Σιεμσιεντίν (Shemsheddin) μ’ εκτεταμένον περίβολον γύρα του, που χρησίμευε ως νεκροταφείο της συνοικίας, τουρκικής αποκλειστικώς. Άλλοτε επί τουρκοκρατίας το τζιαμί αυτό, για να κάνωμε και λίγη ιστορία, ήταν το πρώτο τζαμί, πούχε χτιστή στα Γιάννινα και σ’ όλην την Ήπειρο, γιατί έφερε -χρονολογία 1432, ακριβώς του έτους που είχαν παραδοθεί, με συνθήκη τα Γιάννινα κι’ όλη η Ήπειρο στον Σουλτάνο-Μουράτ Β’, στρατοπεδευόμενον στη Μακεδονία κι’ ο χτίτοράς του Σιεμσεντίν θα ήταν κανένας από τους πρώτους Εφτά Τούρκους, τους λεγόμενους «Φατήχηδες», πούχε στείλει ο Σουλτάνος για να εξουσιάσει την Χώρα, των οποίων τα μνήματα σώζονταν ακόμα δίπλα στην ανατολική αυλή της Ζωσιμαίας Σχολής, ως τα 1914, τότε, τα κατέστρεψε η αμάθεια, συνδυασμένη ίσως και με τον φανατισμόν των μωρών αρμοδίων, για να εκτείνουν την αυλήν της Σχολής, παίρνοντας μέσα και το μικρό νεκροταφείο των Φατήχηδων και των Εφτάμπουλων.

Κι’ ενώ εγώ αιστάνομουν μέσα μου όλην την ξυπνημένην παιδικήν μου αγαλλίαση, γιατί το είχα σχεδόν μέσα στην αυλή μου, κι’ ανέβαινα συχνά τα εκατόν εβδομήντα εφτά σκαλοπάτια του κι’ έβγαινα στο σιεριφέ, εκεί δηλαδή, που ανέβαινε ο χότζας και μπαγλατούσε κι’ αγνάντευα απ’ εκεί πανοραμικά όλα τα Γιάννινα: τα ωραία τζιαμιά τους, τες τέσσαρες μεγάλες μας εκκλησσιές: Αρχιμαντρειό, Άι-Νικόλα, Μητρόπολη κι’ Αγια Μαρίνα, το μέγα παραλίμνιο Κάστρο, τα Λιθαρίτσια με τον μεγάλον τούρκικον Στρατώνα και την απέραντη πλατεία του, το Σεράι κι’ όλα τα ψηλά και μεγάλα σπίτια, τούρκικα κι’ ελληνικά και προπάντων την πανώρια Λίμνη με το νησάκι της, και με τ’ άλλοτε καταγάλανα, άλλοτε κατάργυρα κι’ άλλοτε κατάχρυσα νερά της, που καθρεφτίζονται μέσα τους, ο ουρανός, η θρυλική πολιτεία, κι’ όλα τα βουνά της Πίνδου με το χαμηλότερο κι’ άδενδρο παραλίμνιο Μιτσικέλι. Η γυναίκα μου όμως, σουλιώτικης καταγωγής, όπως κι’ εγώ και σαν να ειπούμε, «τουρκοφάγα» στα αισθήματα, ξυνίζονταν από την παρουσία του τζιαμιου και μώλεγε συχνά:

– Πού βρέθηκε αυτός ο Διάολος, τα τζιαμί σου, μπρος στην αυλή μας!

Κάθε πρωί με την χρυσήν ανατολή, κάθε μεσημέρι με το ηλιοστάλαμμα και κάθε βράδυ με βασίλεμα ήλιου με τα χρυσαφένια σύννεφα του παρουσιάζονταν απάνω στο σιεριφέ του τζιαμιου μας— το θεωρούσαμε πλειά δικό μας και κατάδικο μας — ένας καλόφωνος χότζας και μπαγλατούσε κατανυχτικώτατα το: «Λαϊλαχέ Ιλλαλάχ Μουχαμεντούν Ρεσούλλαχ. Αλλάχ ηκμπέρ: ήτοι: «Κανένας (άλλος) θεός (δεν υπάρχει) απόστολος του Θεού. Ο Θεός (είναι) μεγαλώτατος», το οποίον είναι το άπαντον της μωαμεθανικής θεολογίας.

Τα παιδιά μου είχαν συνειθίσει τόσο πολύ τον κράχτην-ψάλτην χότζαν του τζιαμιου μας, ώστε, όταν κοντοζύγονε η ώρα του να φανισθή επάνω στο σιεριφέ, τον περίμεναν αδημονώντας και φωνάζοντας όλα μαζί:

– Που είσαι, χότζα, που σε περιμένομε τόση ώρα; – Τ’ έγεινες και μας άργησες τόσο..- Έλα κι’ αναίβα γλίγωρα απάνω να σ’ ακούσωμε! Πέρασε η ώρα!

Κι’ όταν τέλος, φανίζονταν ο χότζας κι’ άρχιζε τ’ ωραίο του και μελαγχολικό του μπαγλάτισμα, ζουρλαίνονταν τα παλιόπαιδα από τη χαρά τους: τόσο που τώχε καταλάβει κι’ ο ίδιος κι’ όταν τελείωνε το ψάλσιμό του, τα χαιρετούσε φιλικά απάνω από το ύψος του μιναρέ.

Το μπαγλάτισμα του χότζα είχε γίνει και για μένα και γι αυτήν ακόμα την «τουρκοφάγα» την γυναίκα μου, αληθινή απόλαυση κι’ όσοι φίλοι τύχαινε νάρθουν στο σπίτι μας κατά τες ώρες, που ανέβαινε ο χότζας στο σιεριφέ κι’ έψελνε και προπάντων από τους παλαιοελλαδίτες, που δεν έχουν στον τόπο τους τζιαμιά και χοτζάδες διασκέδαζαν πολύ και κατά προτίμηση μας επισκέπτονταν τα ηλιοβασιλέματα για ν ακούν τον χότζα να μπαγλατάη.

Αλλ’ ήρθε και μια μαύρη μέρα για την Ελλάδα, που βγήκε στην μέση η απαίσια ανταλλαγή: οι Έλληνες της Τουρκίας, νάρθουν εξαναγκαστικώς στην Ελλάδα κι’ οι βρισκόμενοι Τούρκοι στην Ελλάδα να φύγουν εξαναγκαστικώς στην Τουρκία, κι’ έτσι διώχτηκαν όλοι οι Τούρκοι από τα Γιάννινα, κι’ εν γένει απ’ όλην την Ήπειρο αν κι’ ήταν Ελληνικής καταγωγής, κι’ ελληνόγλωσσοι, και μ’ αυτούς μαζί πάει κι’ ο καημένος ο χότζας μας, και δεν ξαναφανήστηκε πλειό στο σιεριφέ του τζιαμιού να μπαγλατήση! Έτσι ρήμαξε από τότε το καημένο, γιατί δεν είχε μείνει ούτε ένας Τούρκος στην συνοικία μας του Μεϊντανιού, για νάρχεται στο τζιαμί να προσκύνηση, και δεν ακούονταν ν’ αχολογάη στον αιθέρα εκείνη η γλυκεία φωνή του χότζα μας να ψέλλη το υπέροχο για την απλότητα του: «Λαϊλαχέ Ίλλαλλάχ Μουχαμεντούν Ρεσουλλάχ. Αλλάχ εκ-μπέρ». Στέκονταν βουβό και περήφανο την ημέρα, τηρώντας μ’ όλη την τραγική του μεγαλοπρέπεια, αλλά την νύχτα το ρημαγμένο τζιαμί, κάτω από την πένθιμη, φεγγοβολή του φεγγαριού ή μέσα στα σκοτάδια της αφεγγαριάς, που συνωδεύονταν πολύ συχνά, και μάλιστα τους χειμώνηδες από δυνατούς βορειάδες και νοτιάδες φαίνονταν, σαν να βογγούσε, σαν ν’ ακούονταν νάκλαιγε την ορφάνεια του, και την ερημιά του. Μου φαίνονταν ότι άκουγα κι’ εγώ κάτι σαν βόγγο, και κάτι σαν κλάμα, και μια φωνή βούιζε στ’ αυτιά μου και μώλεγε: — «Αλήθεια κλαίει το τζιαμί»! —

Άλλ’ ήρθαν και θλιβερώτερες μέρες για το καημένο το Τζιαμί μας!

Το τζιαμί αυτό, ως χτήμα των ανταλλαγμένων Τούρκων αυτής της συνοικίας, που είχαν φύγει ως τον ένα όλοι της οι κάτοικοι στην Τουρκιά, είχε σημανθή όπως κι’ όλα τ’ άλλα τούρκικα χτήματα, ως χτήμα των Ελλήνων προσφύγων, που

είχαν διωχθεί από την Τουρκιά, πέρασε αργότερα στην διαχείριση της Εθνικής Τραπέζης και μια μέρα βγήκε στον πλειστηριασμό, όπως βγαίνουν τα κατεσχημένα σπίτια των οφειλετών, που δεν μπορούν να πληρώσουν τα χρέη τους και κατακυρώθηκε για καμιά πενηνταριά χιλιάδες σημερινές ψωροδραχμές, σ’ έναν, πούχε ανάγκη να χτίση σπίτι να κατοίκηση! Και, τέλος, ξημέρωσε και μια άλλη κακή μέρα, η χειρότερη απ’ όλες, όταν ο νέος ιδιοχτήτης του καημένου του τζιαμιού, μην νοιώθοντας ούτε από αισθηματολογίες, ούτε από καλλιτεχνίες, ούτε από Ιστορία έβαλε εργάτες και το γκρέμισε, κατά την γνώμην μου το σκότωσε! Το γκρέμισε και τώκανε μια μεγάλη λιθοσωρειά, ενώ μπορούσε να το διατήρηση χωρίς καμιά του ζημιά, γιατί αυτό καθεαυτό το τζιαμί, δηλαδή ο μιναρές, δεν θα του απασχολούσε ούτε τριών τετραγωνικών μέτρων, εδαφική έκταση! Έτσι λοιπόν χάθηκε ένα ιστορικό κι’ όμορφο χτίριο, που θάχε στοιχίσει το χτίσιμο του στα 1432 χρηματικό ποσό ίσο με χίλιες χρυσές λίρες.

Και τώρα, μεταβάλθηκε το καημένο το τζιαμί μας, όπως το είπαμε, σε μια μεγάλη λιθοσωρειά, που θα χρησιμέψουν αύριο οι πέτρες του —ή το σωστότερο, τα κόκαλα του,- για το σπίτι, που θα χτίση ο ιδιοχτήτης του…

Πέθανε τώρα το καϋμένο το Τζιαμί μας, κι’ ως πεθαμένο ούτε φαίνεται, ούτε βογγάει ούτε κλαίει πλειο τες νύχτες κάτω από τη φεγγοβολή του φεγγαριού, ή μέσα στα πυκνά σκοτάδια της αφεγγαριάς!….

Οι πεθαμένοι δεν κλαιν… Οι ζωντανοί κλαιν γι’ αυτούς!

Γι’ αυτό κι’ εγώ χύνω θερμό δάκρυ για τον πεθαμό του καημένου του Τζιαμιού μας κι’ ας ήταν τουρκοκλησιά!

«Ραχμέτι ουλλάι αλέη»!

Το κείμενο του Χρήστου Χρηστοβασίλη «Το καημένο το Τζιαμί μας» πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ατλαντίς (Νέα Υόρκη, Ιούνιος 1929) και συμπεριλήφθηκε στα «Γιαννιώτικα διηγήματα» των εκδόσεων ΡΟΈΣ.

    

Ο Χρηστοβασίλης γεννήθηκε στο χωριό Μικρό Σουλόπουλο Ιωαννίνων[2] στον ποταμό Καλαμά, κοντά στα Ιωάννινα, όταν η περιοχή ήταν ακόμη υπό οθωμανική κατοχή. Ως έφηβος έφυγε από το σχολείο για να συμμετάσχει στην Ηπειρώτικη Επανάσταση του 1878 και εντάχθηκε σε αντάρτικα σώματα στην περιοχή των Αγίων Σαράντα. Οι οθωμανικές αρχές τον συνέλαβαν δύο φορές και τον καταδίκασαν σε θάνατο, όμως κατάφερε και δραπέτευσε προς την απελευθερωμένη Ελλάδα. Το 1885 βρίσκεται στην Αθήνα, όπου και σπούδασε, συνέλεξε υλικό και εξέδωσε μεγάλο αριθμό έργων σχετικά με την ελληνική ιστορία. Τον Δεκέμβριο του 1889 κέρδισε το λογοτεχνικό βραβείο της εφημερίδας Ακρόπολις για το έργο του Διηγήματα της Στάνης. Με το πέρας των Βαλκανικών Πολέμων το μεγαλύτερο μέρος της Ηπείρου εντάχθηκε στην Ελλάδα, δραστηριοποιήθηκε στα Ιωάννινα όπου και εξέδιδε την εφημερίδα Ελευθερία, ενώ το 1936 το πολιτισμικό περιοδικό Ηπειρωτικά Φύλλα.

Ο Χρηστοβασίλης εκλέχθηκε δύο φορές βουλευτής Ιωαννίνων στο Ελληνικό Κοινοβούλιο.

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2020

Στέλιος Ελληνιάδης (1950):

 



Σαββόπουλος, πριν και μετά 


Αφορμή μια δήλωση


Στην Ελλάδα, στη δεκαετία του 1960, εμφανίζονταν με διάφορους τρόπους οι επιρροές από τις πιο καινοτόμες ιδέες, τα τεχνολογικά γκάτζετ και τα πιο ριζοσπαστικά ρεύματα που είχαν απήχηση στους νέους. Σεξουαλική ελευθερία, γρήγορα αυτοκίνητα, μίνι φούστες και σι-θρου μπλούζες, καμπάνες και τζιν, μακριά μαλλιά και φαβορίτες, προφυλακτικά και αντισυλληπτικά, οικολογία και δορυφόροι, πικάπ και δίσκοι 33 στροφών, Rolling Stone και Playboy, πειρατικοί σταθμοί, ξένες γλώσσες, το «Blow up» του Αντονιόνι, η «Σιωπή» του Μπέργκμαν και το «Βίβα Λας Βέγκας» του Τζορτζ Σίντνεϊ με τον Έλβις και την Αν Μάργκρετ, Μπητλς και Κινκς, Ντίλαν και Τζόαν Μπαέζ, Τζάγκερ και Λένον, Φέντερ και Γκίμπσον κιθάρες, ντραμς Λούντβιχ και  Μάρσαλ ενισχυτές, Κόντακ ινσταμάτικ και σλίπιν’ μπαγκ, υπαίθρια φεστιβάλ και υπόγεια κλαμπ, Τζέιμς Μπράουν και χοροί των μαύρων, χίπις και Κρίσνα… Αλλά και το αντιπολεμικό κίνημα, τα πολιτικά δικαιώματα, οι εξεγέρσεις και οι καταλήψεις στα αμερικάνικα και ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, ο Τζακ Κέρουακ και ο Μαρκούζε, ο Έλντριτζ Κλίβερ και οι Μαύροι Πάνθηρες και πολλοί άλλοι και άλλα που έκαναν το μυαλό μας να ερεθίζεται ασταμάτητα. Αλληλένδετα, οι αντιαποικιακοί αγώνες, ο Κάστρο και ο Τσε, οι Βιετκόνγκ και οι Παλαιστίνιοι, ο Μάο και οι γυναίκες που είναι το μισό τ’ ουρανού, ο Γαλλικός Μάης και η Άνοιξη της Πράγας, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες και η RAF, όλα, από τα πιο μικρά μέχρι τα πιο μεγάλα, έδειχναν να αλλάζουν τον κόσμο που ζούμε με τριγμούς, σπασμούς και αλαλαγμούς. Σαν να εφευρίσκονταν και να ξαναγεννιόνταν τα πάντα, στην πραγματικότητα ή τη φαντασία, δεν είχε σημασία.

Σφάλμα! Άγνωστη παράμετρος αλλαγής.

Ο απόηχος όλων αυτών που μας φαίνονταν απλησίαστα και φαντασμαγορικά καθώς συνοδεύονταν από έναν αέρα πρωτόγνωρης ελευθερίας, αντίστασης και δημιουργίας, έφτανε σε μας περισσότερο μέσα από τη μουσική και τους μουσικούς. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 οι επιρροές εκδηλώθηκαν εντονότερα με τη δημιουργία αφενός του νέου κύματος, όχι μόνο λόγω του δυτικότροπου ύφους και στυλ των τραγουδιών, αλλά και του τρόπου και του χώρου παρουσίασής τους στις μπουάτ, αφετέρου της ποπ σκηνής με τα συγκροτήματα, τα νάιτ κλαμπ και τα κυριακάτικα πρωινά. Οι φωνές του Ζακ Μπρελ, του Αζναβούρ και της Φρανσουάζ Αρντί ή του Σέρτζιο Εντρίγκο και του Πεπίνο ντι Κάπρι συνηχούσαν με τις made in Greece απομιμήσεις των Στόουνς και των Άνιμαλς.

 Κόσμοι διαφορετικοί

Οι διεθνείς εξελίξεις, αλλά και οι εντεινόμενες τριβές στην ανώμαλη πολιτική ζωή του τόπου, με κορύφωση την εγκαθίδρυση της δικτατορίας στις 21 Απριλίου 1967, επίσπευσαν την ωρίμαση και πολιτικοποίηση των μουσικών ρευμάτων. Οι μπουάτ αποκτώντας εντονότερο πολιτικό χρωματισμό και το ελληνικό ροκ θεωρούμενο αντικοινωνικό και φθοροποιό αντιμετωπίστηκαν με μέτρα επιτήρησης και περιστολής.

Τα τραγούδια του Θεοδωράκη λόγω της ταυτότητας του δημιουργού τους και της απαγόρευσης κυκλοφορίας και αναμετάδοσής τους έγιναν το σάουντρακ του αντιδικτατορικού αγώνα. Για πολλούς, όμως, νέους ανθρώπους, αυτό το είδος τραγουδιού δεν ήταν αρκετό για να εκφράσει τις γενικότερες επιθυμίες και ανάγκες χειραφέτησής τους. Γιατί εξέφραζε μεν το πνεύμα αντίστασης στη χούντα, αλλά δεν εξέφραζε τις αντικουλτούρες που διαμορφώνονταν διεθνώς. Ήταν τοπικό και κλασικό. Δεν έφερνε κάτι απ’ αυτά τα κοσμογονικά, τα πρωτότυπα και τα εναλλακτικά που γοήτευαν τους νέους πολιτισμικά και κοινωνικά. Αυτοί που γούσταραν τους Κριμ, τον Τζίμι Χέντριξ και την Τζάνις Τζόπλιν, δεν έβρισκαν κάτι απ’ αυτό που τους συνέδεε με τα διεθνή κινήματα της νέας κουλτούρας, στις μουσικές των εντόπιων συνθετών και ερμηνευτών. Ο Θεοδωράκης δεν ήταν ο Μπομπ Ντίλαν και ο Μπιθικώτσης δεν ήταν ο Τζιμ Μόρισον, ούτε η Φαραντούρη η Γκρέις Σλικ! Στη δεδομένη ιστορική στιγμή, οι κόσμοι αυτοί ήταν μεταξύ τους διαφορετικοί. Ανάμεσα στους θιασώτες του Θεοδωράκη και τους θιασώτες των Ντορς υπήρχε διάσταση έως και αγεφύρωτη αντίθεση. Αρκετά αργότερα, καθώς οι γενικότερες συνθήκες μεταβάλλονταν, αυτές οι αποστάσεις έπαψαν να υπάρχουν ή μίκρυναν.

 Ροκ ελληνικό

Αυτό το «άλλο», στο οποίο μετείχα ενεργά, ήθελε να περιγράψω ο Χρήστος Παπουτσάκης όταν έβγαλε το «Αντί» ζητώντας μου να γράψω για την ελληνική μουσική και το ελληνικό ροκ, το 1972. Το κεντρικό σημείο του άρθρου μου, το οποίο δεν είδε ποτέ το φως της δημοσιότητας γιατί το δεύτερο τεύχος απαγορεύτηκε από τη χούντα, ήταν ότι αυτό που επιζητούσαν μέσα από τη μουσική και τα τραγούδια οι νέοι δεν μπορούσαν να το βρουν στην καθιερωμένη ελληνική μουσική. Άκουγαν από Λούτσιο Ντάλα και Λέοναρντ Κοέν μέχρι Χου και Φρανκ Ζάππα, αλλά έβρισκαν τις μουσικές του Θεοδωράκη και του Λεοντή πολύ συμβατικές, τον Ξυλούρη και τον Μητσιά πολύ καθωσπρέπει, τους στίχους του Βίρβου και τα ποιήματα του Ρίτσου άρτια, αλλά μιας προηγούμενης εποχής. Τα εντόπια τραγούδια, αν δεν συνδέονταν με τις σύγχρονες κουλτούρες, με τη νέα αισθητική και ένα αλλιώτικο τρόπο ζωής, και δεν χρησιμοποιούσαν τη γλώσσα που εξέφραζε τα νέα ρεύματα και τις τάσεις, δεν τους συγκινούσαν.

Το ροκ των δικών μας μουσικών είχε εισαγόμενα στοιχεία, αλλά ήταν ελληνοποιημένο και κύρια ελληνόφωνο. Είχε ζωντάνια, φρεσκάδα, νεανικότητα και το πιο ζητούμενο: εξωστρέφεια, διεθνισμό, πολυπολιτισμικότητα, έναν ήχο και μια γλώσσα που κόντραρε κατά μέτωπο τις περασμένες γενιές, πολιτικούς, γονείς, Τύπο, εκκλησία και δασκάλους. Και ήταν ακηδεμόνευτο. Ούτε οι εταιρίες το πατρονάρανε, ούτε τα κόμματα ενδιαφέρονταν, ούτε βιώσιμο ήταν επαγγελματικά, διατηρώντας έτσι την ανεξαρτησία, την αθωότητα, τον ερασιτεχνικό και τον αυτοδιαχειριστικό του χαρακτήρα, που το καθιστούσαν πολύ ελκυστικό για τους νεολαίους που ψάχνονταν για μορφές έκφρασης αντισυμβατικές τις οποίες οι μεγάλοι, το κατεστημένο, απεχθάνονταν.

Το πρόβλημα με το ελληνικό ροκ είναι ότι άρχισε να ωριμάζει όταν πια οι πηγές έμπνευσής του είχαν αρχίσει να ξεθυμαίνουν. Κι όταν εκτινάχθηκε το αντιδικτατορικό φοιτητικό –αρχικά– κίνημα, το ελληνικό ροκ δεν ήταν σε θέση –σαν ρεύμα– να συντονιστεί έγκαιρα μ’ αυτό, χάνοντας έτσι τον πρωτοποριακό για την εποχή ρόλο του. Με διακεκριμένη εξαίρεση τον Σαββόπουλο.

 Λόγος άλλος

Το 1970, ο Σαββόπουλος ήταν

ο κατ’ εξοχήν εκφραστής του ελληνικού ροκ. Εμπεριείχε πολλά από τα στοιχεία που θεωρούσαμε ότι είναι συστατικά του ροκ. Όχι, όμως, αναμασήματα ούτε αυτούσια ή ελαφρώς διασκευασμένη απομίμηση του ροκ. Ο Σαββόπουλος επηρεάζεται από τον Μπρασένς και τον Ντίλαν, αλλά ανήκει στην ελίτ του Χατζιδάκι, του Εγγονόπουλου, του Κουν, του Τσιτσάνη και του Πατσιφά. Αντλεί από τη Δύση, από τους Γάλλους, τους Ιταλούς και τους Αγγλοσάξονες, αλλά δεν κατακυριεύεται απ’ αυτούς.

Στα τραγούδια του, η ελληνική παράδοση και η βαλκανική γειτονιά συνυπάρχουν με τα δυτικά στοιχεία, αναμιγνύονται και αναπλάθονται δημιουργώντας κάτι καινούργιο σε στυλ, ύφος, χρώμα και περιεχόμενο. Χωνευτήρι ιδεών και ρευμάτων, πανταχόθεν αλλά όχι ανερμάτιστα, ο Σαββόπουλος μάλλον είναι ο σημαντικότερος καλλιτέχνης του ελληνικού μοντερνισμού και, μάλιστα, με λαϊκό έρεισμα.

Η μουσική του δεν είναι κλισέ, δεν είναι στατική, συνεχώς εμπλουτίζεται και μεταμορφώνεται, είναι πολυδιάστατη. Από δίσκο σε δίσκο η διαφοροποίηση είναι διαρκής και ευδιάκριτη. Το «Φορτηγό»«Το περιβόλι του τρελού»«Ο Αριστοφάνης που γύρισε από τα θυμαράκια», ο «Μπάλλος» και «Το βρώμικο ψωμί» είναι αυτοτελή. Χρησιμοποιεί τα «Μπουρμπούλια» χωρίς να ενδίδει στη ροκ υπόστασή τους και τον μαέστρο Γιώργο Κοντογιώργη για να ενορχηστρωθούν αρτιότερα οι πρωτότυπες ιδέες του, τη φλαουτίστα Στέλλα Γαδέδη, τον τουμπίστα Γιάννη Ζουγανέλλη, αλλά και τον σαντουριέρη Τάσο Διακογιώργη και τον κλαρινίστα Βασίλη Σαλέα, ανάλογα με το χαρακτήρα του κάθε κομματιού. Συνεργάζεται με Δόμνα Σαμίου και Μαρίζα Κωχ, με Γιώργο Ρωμανό, Ελένη Βιτάλη, Αφροδίτη Μάνου και Μιχάλη Μενιδιάτη για την ταινία του Βούλγαρη, αλλά βγάζει και τον Νίκο Παπάζογλου και τον Μανώλη Ρασούλη στους «Αχαρνής». Και, βέβαια, τραγουδάει μαζί με τον Μπαγιαντέρα και συνταξιδεύει με τη Σωτηρία Μπέλλου «μ’ αεροπλάνα και βαπόρια».

Αλλά αν είναι οι μουσικές του που εξέχουν από τη στρωτή πορεία του δημοφιλούς ελληνικού τραγουδιού, είναι η γλώσσα, ο στίχος και τα θέματά του που ταράζουν την καθεστηκυία τάξη στο πεδίο της μελοποιημένης ποίησης. Μιλάει αλλιώς, για άλλα. Και δεν είναι μόνο το πώς το εκφράζει μουσικά ή το λέει στιχουργικά. Είναι το όλον. Είναι και η σκηνική παρουσία, η σκηνοθεσία, το θέαμα, ο συμβολισμός και η στάση ζωής. Τα τραγούδια του είναι πολύ διαφορετικά από του Θεοδωράκη, του Λοΐζου, του Σπανού και του Μούτση. Δεν μιλάνε συμβατικά για την πολιτική και τον έρωτα. Μιλάνε για άλλες καταστάσεις και άλλα πρόσωπα μιλάνε για τον φοιτητή που το κόμμα τον τραβάει απ’ το μανίκι, για το Κιλελέρ ή το Βιετνάμ που πυρπόλησαν το ρύζι, μιλάνε για τον Καραγκιόζη και τα παιδιά στο Λαύριο, μιλάνε για την πρόστυχη Ζωζώ και τον ισοβίτη Κοεμτζή. Μιλάνε για παλιούς φίλους και παιδιά που χάθηκαν. Δεν κάνουν πολιτική, είναι πολιτική. Οι εικόνες είναι φλογερές και σε μεταφέρουν σε άλλα μήκη κύματος. Στη Μαύρη Θάλασσα και σε τοπία φανταστικά. Με ανανεωμένη γλώσσα, σύγχρονη, ποιητική, αιχμηρή, αλλού κατανοητή κι αλλού δυσνόητη, με αλληγορίες και μύθους. Αυτό για μας ήταν ροκ και νέο ελληνικό τραγούδι!

Κάθε τραγούδι του Σαββόπουλου είναι μια ιστορία, ένα νοητικό ντοκιμαντέρ, με πολλά στοιχεία από διαφορετικές πηγές, άλλοτε σαν αίσθηση κι άλλοτε ως δάνειο, αλλά πάντοτε, στην τελική του σύνθεση, ως κάτι αυτόνομο, ευφάνταστο, πρωτότυπο. Τρυγούσε πολλά αμπέλια για να φτιάξει το κρασί του. Με κεραίες τεντωμένες, έπαιρνε ιδέες από τους φίλους του, σπαράγματα από τα διαβάσματά του, ρυθμούς και φράσεις από τις μουσικές που άκουγε. Κι όλα όσα έβγαιναν από μέσα του κι όλα όσα κρατούσε από τις επιρροές που δεχόταν, τα ζύμωνε, τα φιλτράριζε, τα συγχώνευε και τα μετέπλαθε δημιουργικά με το ταλέντο του. Δεν του έλειπαν οι πρωτότυπες ιδέες, αλλά ήταν δεξιοτέχνης και στο κολάζ, πολύ πριν οι ράπερ το κάνουν επιστήμη και το καθιερώσουν παγκόσμια.

Μετά

Τον παρακολουθώ από πολύ κοντά μια εικοσαετία. Εκδίδω τη «Μουσική Γενιά» το 1972 με τη συμβολή του στο πρώτο φύλλο. Συμμετέχει στα προεόρτια για το «ντέφι». Συνεργαστήκαμε πολύ στενά το 1983 με τα «Τραπεζάκια έξω». Οργανώνω την περιοδεία του στη Βόρεια Ελλάδα. Μετά χανόμαστε. Από την ερειπωμένη Ηλεκτρική Εταιρία του Βόλου και τη συναυλία για το «1-1-4» στη Θεσσαλονίκη τον βλέπω στο Ολυμπιακό Στάδιο να απομακρύνεται με το αερόστατο. Όταν έξι χρόνια αργότερα βγάζει τον επόμενο δίσκο του μου φαίνεται ακόμα πιο απόμακρος. Και συμβατικός. Από αιρετικός γίνεται ορθόδοξος καθεστωτικός. Ποιος; Ο Σαββόπουλος!

Δεν παύω να τον ευγνωμονώ για το ρόλο του στη ζωή μου, από τα 16 στα 33 μου. Κι απ’ αυτό που έκτοτε κουβαλάω μέσα μου άφθαρτο. Αλλά με τα μετέπειτα τραγούδια του, δεν συντονίζομαι καθόλου. Σαν να με άφησε στα κρύα του λουτρού. Μα πώς έγινε κάποιος άλλος; Αναρωτιέμαι. Μυστήρια πράγματα…

Τον ακούω και νιώθω ότι απευθύνεται σε ένα ακροατήριο γερασμένο, συντηρητικό και αντικαλλιτεχνικό, πολιτισμικά σε κώμα. Αλλά ένα τέτοιο ακροατήριο που δεν έχει καμία σχέση με εναλλακτικές κουλτούρες, στείρο και μπανάλ, τι είδους έμπνευση μπορεί να του προσφέρει; Από πού θα αντλήσει υλικό; Κι εμείς τα ψιλοχάνουμε λιγάκι με τις πολιτικές μας αντιφάσεις, αλλά αυτός είναι σαν να πέρασε σε μια πλευρά που βασιλεύει ανομβρία. Δικαίωμά του είναι να αφήσει πίσω εμάς και τον παλιό του εαυτό, αλλά πού και με τι θα φτιάξει τον καινούργιο;

Είναι σαν να ψάχνει για νερό σε άνυδρη περιοχή. Όσο προβληματική και να ήταν η προηγούμενη, αναμφισβήτητα είχε κάποιους χυμούς.

Η σιγή μπορεί να είναι μια φυσική ολοκλήρωση για ένα καλλιτέχνη. 20 χρόνια υψηλής δημιουργίας είναι μεγάλο επίτευγμα. Αν έμενε εκεί, το έργο του θα ήταν υπεραρκετό για να τον κατατάξει στις σημαντικότερες μορφές των τεχνών διαχρονικά. Όμως, ο Σαββόπουλος δεν αποσύρθηκε, απλά αραίωσε, ως τραγουδοποιός. Πέρα από επανεκτελέσεις, διασκευές, θεατρικά και συμμετοχές, συνέχισε να γράφει και να ηχογραφεί καινούργια τραγούδια και, μάλιστα, με επιθετικό λόγο και τρόπο, οπότε τα νεότερα έργα του αναπόφευκτα συγκρίνονται με τα παλαιότερα και το συμπέρασμα είναι αποκαρδιωτικό.

 Σύγκριση άνιση

Κατά τη γνώμη μου, υπονόμευσε ο ίδιος την καλλιτεχνική του οντότητα αλλάζοντας προσανατολισμό και ακροατήριο. Ξεκόπηκε από τη φλέβα του. Γιατί ο αριστερός κόσμος των ιδεών –με τον οποίο δεν ταυτίζεται σώνει και καλά ο κομματικός–, ο καλλιεργημένος και ανήσυχος βιότοπος μέσα στον οποίο ζυμώθηκε ο Σαββόπουλος, παραμένει ένας χώρος με βλάστηση, ακόμα και καταπατημένος, απ’ όπου μπορείς να αντλήσεις έμπνευση και υλικό. Η κλιματική αλλαγή, η εξαφάνιση των ειδών, οι ανισότητες, οι πόλεμοι, η ρύπανση, τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι εναλλακτικές κουλτούρες, οι πρόσφυγες, οι μετανάστες, οι φυλετικές διακρίσεις, ο σοβινισμός, ο αυταρχισμός, η ομοφοβία, ο μισογυνισμός, η λεηλασία της Ελλάδας, δηλαδή τα μεγάλα ζητήματα της εποχής μας που είναι εξαιρετικά οξυμένα και θα ήταν στον προηγούμενο Σαββόπουλο πηγή τροφοδοσίας και δημιουργίας με ρηξικέλευθο τρόπο, μάλλον δεν τον αγγίζουν για να μετουσιωθούν σε τραγούδια. Η Αριστερά μπορεί να είναι φθαρτή σαν κομματικός χώρος, αλλά ως πνευματικός πόλος και φορέας αγώνων για ένα καλύτερο κόσμο είναι υπαρκτή και αναγκαία και αποτελεί ένα καρποφόρο οικοσύστημα για ένα καλλιτέχνη με κοινωνικό πρόσημο. Εκεί που πήγε ο Σαββόπουλος, σιχτιρίζοντας τους αριστερούς, δεν βρήκε τίποτα άλλο από παρακμή και ένδεια. Αυτοεξορίστηκε στο λάκκο της εξουσίας.

Σε κάποια σημεία που επικρίνει τα εκφυλιστικά φαινόμενα στην οργανωμένη Αριστερά και τις παραφυάδες της έχει δίκιο, αλλά το κοινό στο οποίο στράφηκε δεν ήταν μόνο χειρότερο, ήταν και παραμένει εντελώς αδιάφορο στο σπουδαίο έργο του. Αυτό το κοινό είναι στειρωτικό. Κι αυτό φαίνεται από το έργο του. Από το «Κούρεμα» θα περάσουν άλλα πέντε χρόνια για να βγάλει τον επόμενο δίσκο με καινούργια τραγούδια, με τίτλο «Μην πετάξεις τίποτα». Κι άλλα πέντε για να βγάλει τον «Χρονοποιό». Λίγο και με ελάχιστες αναλαμπές, από το 1984 μέχρι σήμερα. Τρία-τέσσερα τραγούδια άξια μνείας, μέσα σε 35 χρόνια! Όχι απλώς δυστοκία, ατεκνία. Δεν ξέρω αν φταίει η Αριστερά που ο Σαββόπουλος «φοράει» την ελληνική σημαία μαζί με τον υπουργό στρατιωτικών και νιώθει άνετα στο Sky του Big Brother, αλλά, καλλιτεχνικά, η στροφή του ουδόλως τον ωφέλησε δημιουργικά.

Βέβαια, πρέπει να υπογραμμίσω ότι είμαστε σε φάση που γενικότερα στο ελληνικό τραγούδι υπάρχει μεγάλη δυσκαμψία, όπως φαίνεται και από τις επαναλήψεις, διασκευές, επανεκτελέσεις και τα παρατράγουδα.

Η τελευταία συνεργασία μας ήταν το 2009, με μια μικρή συνδρομή μου στις εκδηλώσεις που σχεδίασε και υλοποίησε για τα 60s. Ενδιαφέρον εγχείρημα, με τη συνδρομή πολλών ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών. Αλλά γιατί ο Σαββόπουλος επανέρχεται κάθε τόσο στη δεκαετία του 1960 από την οποία έχει διακόψει κάθε ουσιαστική σχέση τουλάχιστον από το 1983; Από το άχθος, άραγε, της απώλειας που ακολούθησε; Μήπως ακόμα προσπαθεί, όντας από καιρό αλλού, να ζωογονήσει την παρουσία του επανασυνδέοντας τον εαυτό του με τον παλιό Σαββόπουλο; Η πρόσφατη εκδήλωσή του στο Μέγαρο Μουσικής, την πρώτη Σεπτεμβρίου, με τίτλο «Στο Woodstock, ήμουν εδώ», δεν φαίνεται κι αυτή σαν μια προσπάθεια να μας θυμίσει ποιος ήταν κάποτε; Ώρες-ώρες δίνει την εντύπωση ότι επιδιώκει να αντλήσει δύναμη από την τεχνητή αναβίωση του πρώτου Σαββόπουλου από τον οποίο έχει ο ίδιος αποξενωθεί. Σαν να νιώθει ότι μόνο με την υπόμνηση του παρελθόντος του ανακτά δυνάμεις και αποκτά λόγο ύπαρξης.

 Το χασίσι

Έκανα μια σύντομη αναδρομή σε σημεία της πορείας μέσα από την οποία ο Σαββόπουλος έφτασε στο σημείο, μιλώντας στον δημοσιογράφο Κώστα Μανιάτη, να «δώσει» δημόσια τα ονόματα έξι φίλων και συνεργατών του, μεταξύ των οποίων και το δικό μου, με τους οποίους λέει ότι κάπνισε χασίσι! Από τα εφηβικά μου χρόνια που ασχολούμαι με τον καλλιτεχνικό χώρο, έχοντας γνωρίσει αρκετούς ανθρώπους που ήταν καπνιστές τέτοιων «χόρτων», ποτέ δεν βγήκε άνθρωπος, ακόμα και για τους εχθρούς του μιλώντας, να κατονομάσει κάποιον. Βέβαια, δεν κινδυνεύουμε από συλλήψεις και φυλακίσεις, αλλά το «κάρφωμα» δεν είναι και εντελώς απαλλαγμένο συνεπειών. Ακόμα κι αν δεν τίθεται θέμα ποινικού κολασμού και κοινωνικού στίγματος, δεν παύει η χρήση ουσιών να αποτελεί προσωπικό δεδομένο, απολύτως στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής του κάθε ατόμου. Και μ’ αυτή την έννοια, με λυπεί η απρέπεια του Σαββόπουλου, που φοβάμαι ότι είναι συνέπεια του καλλιτεχνικού του αδιεξόδου. Και δεν είναι μόνο προσωπικό το ζήτημα. Το αστείο δε, αν υπάρχει αστείο, είναι ότι υπήρξα όλη μου τη ζωή απόλυτος αντικαπνιστής. Όπως και να έχει, με αυτό το απαράδεκτο έως κακοήθες ατόπημα, που προστίθεται σε άλλα φάλτσα του, ο Σαββόπουλος αφενός επιβεβαιώνει πόσο μακριά είναι από το Woodstock που κάθε λίγο επικαλείται και αφετέρου δίνει λαβή στους νεότερους να τον ακυρώσουν ολοσχερώς.


Πηγή: edromos.gr/


Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2020

Μίμης Φωτόπουλος (1913-1986):

 

                                                                                      

"Δεν γράφω για να με πούνε λογοτέχνη. Γράφω, γιατί μόνο η δημιουργία μου γεμίζει τη ζωή μου. Εγώ, αντί να πηγαίνω στα καζίνα και στις κοσμικές συγκεντρώσεις, προτιμώ να γράφω και να ζωγραφίζω…”

Ένα επίκαιρο ποίημα από τον αγαπημένο ΜΙΜΗ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟ για τους άνεργους ηθοποιούς που το επάγγελμα τους πλήττεται φοβερά τους τελευταίους μήνες. Ανήκει στην ποιοτική του συλλογή ''Μπουλούκια'' που δεν είχε απήχηση επειδή η κυκλοφορία της συνέπεσε τότε με την 28η Οκτωβρίου 1940!

Περιγράφει τις δυσκολίες του επαγγέλματος των ηθοποιών, που χωρίς δεκάρα θεωρούνταν άνθρωποι του περιθωρίου, και ολοένα περίμεναν κάποιο θιασάρχη να τους προσφέρει δουλειά.

Στέκι τους το παλιό καφενείο στην Ομόνοια με το όνομα ''Στέμμα''. Εκεί ακριβώς ο Αλέκος Σακελλάριος ''ανακάλυψε'' τη Γεωργία Βασιλειάδου που για χρόνια ήταν παροπλισμένη και σκεφτόταν ν ' αποσυρθεί...

 

ΟΙ ΧΩΡΙΣ ΦΙΡΜΑ

Μήνες τώρα κάθονται στο “Στέμμα”

και ζούνε με μια χίμαιρα

και κάποιο ψέμα.

Προσμένουν ένα θιασάρχη

να τους αγκαζάρει

για κάποια μακρινή επαρχία

και να συνεχιστεί η θλιβερή τους ιστορία.

Τα δυο, που οικονομήσανε για σήμερα

τσιγάρα, τάχουν καπνίσει,

κι έχουν αρχίσει

τα νεύρα τους να σπάνε.

Το γκαρσόνι τους κοιτάζει αυστηρά

– τους ρώτησε όλους στη σειρά –

δεν πήρε κανένας τους πιοτό.

Κι είναι σωστό

να πιάνουν αδίκως το τραπέζι;

Μια γριά θεατρίνα

– είχε παίξει κάποτε και στην Αθήνα –

με παράπονο κοιτάζει

τις καινούριες. Τα μάτια της σκεπάζει,

κι ονειροπολεί περασμένες ιστορίες

που όλες έχουν γραφτεί στις επαρχίες.

Κι είν’ όλοι τους σα να μη ζούνε

τους κυκλώνουν τόσοι πόνοι!

Κι όλο προσμένουν κάποιο θεατρώνη.

 

Γεννήθηκε στη Ζάτουνα Γορτυνίας και ήταν γιος του Νικολάου Φωτόπουλου και της Άννας Παπαδοπούλου από το Αίγιο. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και παρακολούθησε μαθήματα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (μέχρι το β΄ έτος, 1933). Συμμετείχε στο ΕΑΜ, και για τη δράση του εξορίστηκε στην Ελ Ντάμπα, κατά τα Δεκεμβριανά.

Εργάσθηκε ως ηθοποιός - θιασάρχης από το 1952 και σκηνοθέτης από το 1960. Έγραψε 7 βιβλία (4 ποιητικές συλλογές: «Μπουλούκια» 1940, «Ημιτόνια» 1960, «Σκληρά τριολέτα» 1961 και ο «θάνατος των ημερών» 1976) και 3 αυτοβιογραφικά («25 χρόνια θέατρο» 1958, «Το ποτάμι της ζωής μου» και «Ελ Ντάμπα - Όμηρος των Εγγλέζων» 1965) και 2 θεατρικά έργα («Ένα κορίτσι στο παράθυρο» 1966 και «Πελοπίδας ο καλός πολίτης» 1976) που έχουν παιχτεί. Οργάνωσε 5 εκθέσεις ζωγραφικής (ιδιότυπης τεχνικής κολάζ γραμματοσήμων).

Υπήρξε μέλος του Δ.Σ. του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Ελευθέρου Θεάτρου και Πρόεδρος του Δ. Σ. Άρματος Θέσπιδος. Έκανε θεατρικές περιοδείες στην ΑμερικήΓερμανίαΑίγυπτοΤουρκία και Κύπρο. Τιμήθηκε με τα παράσημα Χρυσό Σταυρό του Γεωργίου Α΄ και Σταυρό του Αποστόλου Μάρκου Πατριαρχείου Αλεξανδρείας.

Ο Μίμης Φωτόπουλος ασχολήθηκε για πολλά χρόνια και με αξιοσημείωτη επιτυχία με την τεχνική του κολάζ και μάλιστα με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, τη χρήση «ψηφίδων» από γραμματόσημα με τις οποίες έφτιαξε μεγάλο αριθμό ζωγραφικών πινάκων.

Σημαντικότερες συμμετοχές του ήταν στο «Βυσσινόκηπο» του Τσέχωφ, στις «Αγριόπαπιες» του Ίψεν στο θέατρο Τέχνης, στο «Όνειρο καλοκαιρινής νύκτας» του Σαίξπηρ στο θέατρο του Βασιλικού Κήπου (1956) και για πολλά χρόνια συνεργάστηκε με τον Ντίνο Ηλιόπουλο. Εμφανίστηκε σε δεκάδες κωμωδίες φάρσες αλλά και δραματικούς ρόλους. Χαρακτηριστικές ερμηνείες στο «Ο καλός στρατιώτης Σβέικ» και «Δον Καμίλλο». Επίσης σε περισσότερες από 100 ταινίες με κωμικούς ρόλους όπως «Η Κάλπικη λίρα», «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», «Τα κίτρινα γάντια», «Το σωφεράκι», «Ο Εμίρης και ο Κακομοίρης» (στην ταινία αυτή η Ελένη Προκοπίου αποτέλεσε την κινηματογραφική του κόρη), «Ο γρουσούζης» κ.ά.

Χαρακτηριστική του κινηματογραφική ατάκα που βρίσκουμε στην ταινία «Ο ουρανοκατέβατος»: «Και μετά θα κάααθεσαι!»

Απεβίωσε ηλικία 73 ετών στην Αθήνα στις 29 Οκτωβρίου 1986.

 



Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2020

Άρης Σφακιανάκης (1958):


Το μαύρο χάπι

Ο πατέρας μου ζει (;) στην Κρήτη. Είναι 90 χρονών, κατάκοιτος, ζωσµένος µε πάνες ακράτειας και δέχεται τροφή αλεσµένη στο µπλέντερ από µια Ρουµάνα 24ώρου φροντίδας. Από τον θάνατο της µάνας µου και µετά κατέρρευσε ολοκληρωτικά. Κάποτε ένας λεβεντάντρας, τώρα ένας µελαγχολικός γέρος. ∆υστυχώς ή ευτυχώς, διατηρεί το µυαλό του καθαρό από αµυλώδεις ασβεστώσεις – ήγουν, δεν έχει άνοια. Έχει βέβαια άλλα νοσήµατα.

Όποτε κατεβαίνω στο Ηράκλειο να τον δω και να του κρατήσω λίγη συντροφιά, σέρνοντας µια καρέκλα πλάι στο κρεβάτι του και χαµηλώνοντας τον ήχο στην τηλεόραση, εκείνος µιλάει αχνά και µε κόπο. Μου δείχνει το σώµα του κάτω από τα σκεπάσµατα: «Είναι ζωή αυτή;» µε ρωτάει. Είναι µια ερώτηση που κάνει πρωτίστως στον εαυτό του. Κάθε τόσο µπαίνει στο δωµάτιο η Ρουµάνα και του δίνει ένα χάπι. Ο πατέρας µου παίρνει δεκαπέντε λογιών χάπια σε διαφορετικές ώρες. Αν έλειπε µια µέρα η Ρουµάνα, κανείς δεν θα ήξερε τι να κάνει µε τις δοσολογίες.

Ο πατέρας µου µε κοιτάζει και περιµένει µιαν απάντηση. «Είναι ζωή αυτή;» επαναλαµβάνει. «Όχι», του λέω, «αυτή δεν είναι ζωή». Στρέφει το βλέµµα του προς τα πάνω. «Το όπλο είναι ακόµα στο πατάρι;» µε ρωτάει. Κάθε τίµιο κρητικό σπίτι έχει ένα –τουλάχιστον– όπλο στο πατάρι. «Το όπλο είναι στη θέση του, το ίδιο και οι σφαίρες», τον βεβαιώνω. «Θέλω να µου το κατεβάσεις εδώ», λέει. «Να το έχω δίπλα µου».Ο πατέρας µου πάσχει από Πάρκινσον. «Μα δεν έχεις σταθερό χέρι», του λέω. «Θα µπορούσε να γίνει κάποιο ατύχηµα. Άσε που βάψαµε πρόσφατα τους τοίχους». «∆εν µπορώ άλλο αυτή τη µη-ζωή», λέει.

Καθηλωµένος στο κρεβάτι, υποχείριο των φαρµάκων και της Ρουµάνας, νιώθει αιχµάλωτος µέσα σ’ ένα σώµα που τον έχει εγκαταλείψει από καιρό. «Μακάρι να είχα να σου δώσω το µαύρο χάπι», λέω. «Τι είναι το µαύρο χάπι;» µε ρωτάει. «Ένα χάπι που σου εξασφαλίζει ήσυχο θάνατο», µονολογώ κοιτάζοντας πέρα, στην αυλή. «Θέλω να µου βρεις αυτό το µαύρο χάπι», λέει. «∆υστυχώς, δεν υπάρχει», αναστενάζω. «Λέω επίµονα στους φίλους µου γιατρούς ότι το µαύρο χάπι θα ήταν µια σπουδαία εφεύρεση, ίσως πιο σπουδαία κι από τη θεραπεία της φαλάκρας». Ο πατέρας µου χαµογελάει θλιµµένα.

Είναι φαλακρός – κι εγώ µε τη σειρά µου κληρονόµησα αυτό το άθλιο γονίδιο. «Τώρα γέρασες κι εσύ», µου λέει. «Τι να τα κάνεις τα µαλλιά;» Εξανίσταµαι φουρκισµένος. «Αν είχα µαλλιά θα φαινόµουν δέκα χρόνια νεότερος», λέω.

Ο πατέρας µου µοιάζει να βαρέθηκε ξαφνικά την κουβέντα µας και βυθίζεται σ’ έναν λήθαργο. Έτσι είναι την υπόλοιπη µέρα –κάθε µέρα–, µε φωτεινά διαλείµµατα τις ώρες του φαγητού και των χαπιών. Ο πατέρας µου δεν είναι πια ένας ευτυχής ένοικος της ζωής, είναι ένας δυστυχισµένος πελάτης της φαρµακοβιοµηχανίας. Η κοινωνία θα έπρεπε κάποτε να συζητήσει ανοιχτά για το δικαίωµα του ανθρώπου στον θάνατο. Να διαβάσει ξανά την Απολογία του Σωκράτη. Και να απαιτήσει από την επιστηµονική κοινότητα το Μαύρο Χάπι.


Ο Άρης Σφακιανάκης γεννήθηκε το 1958 στο Ηράκλειο Κρήτης. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα. Το πρώτο του βιβλίο με διηγήματα, "Όταν βρέχει και φορά παπούτσια κόλετζ", κυκλοφόρησε το 1981 από τις εκδόσεις Κέδρος. Από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφόρησε το 1984 το δεύτερο βιβλίο του, "Οι παράξενες συνήθειες της οικογένειας Μόρφη", το 1990 το τρίτο βιβλίο του "Ο τρόμος του κενού", και το 1993 το τέταρτο βιβλίο του, "Η νόσος των κινέζικων εστιατορίων". To 1998 κυκλοφόρησε το πέμπτο βιβλίο του, με τον τίτλο "Δεν ήξερες... δεν ρώταγες!". Το μυθιστόρημα αυτό υπήρξε το πρώτο μιας τριλογίας που συνεχίστηκε με το "Μπέιμπι Σίτινγκ". Ακολούθησαν τα βιβλία "Το περσικό φιλί" (2004), "Μητροπόλεις, ιστορίες, παράδεισοι" (Ελληνικά Γράμματα, 2006) "Η μοναξιά δεν μου ταιριάζει" (2008) και "Ου μπλέξεις (2011)". Συνέχισε με το "Παντρεμένες" (2013), Έξοδος", (2016), και "Η σκιά του Κυβερνήτη" (2019). Έχει ασχοληθεί με τη μετάφραση και το σενάριο.

Πηγή: Athens Voice