(στον ποιητή Γιώργο Μαρκόπουλο)
Στη στενή πολυκατοικία στη Βικτώρια
οι μουσικές από το τρανζίστορ του Πακιστανού
μπερδεύονται με μυρωδιές και αναστεναγμούς ηδονής.
Οι περαστικοί τρέχουν να χωθούν βιαστικά στον υπόγειο,
οι φοιτητές πάνε για βάρδια στον ΟΤΕ,
και, εσύ, με εφημερίδα και τσιγάρο στο χέρι, σκοτώνεις την ώρα σου
στο “καφέ των ποιητών”
σε αυτή την πλατεία
που μοιάζει να έχει σταματήσει ο χρόνος.
|
Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2019
Γιάννης Κ. Περδίκης:
Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2019
Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2019
Ελευσίνα: Ο χριστιανισμός συναντά την αρχαιότητα
Παραμονή
Εισοδίων στην Ελευσίνα: Εκεί που η παγανιστική παράδοση συναντά τη χριστιανική. Στον ίδιο χώρο όπου κατά την αρχαιότητα τελούνταν τα Ελευσίνια Μυστήρια, οι
αιώνες και οι θρησκείες μπλέκονται με έναν σχεδόν μεταφυσικό τρόπο.
Η
πρόσκληση είχε να κάνει με τον εσπερινό της παραμονής των Εισοδίων της
Θεοτόκου, ο οποίος τελείται στην Παναγίτσα, όπως την αποκαλούν οι ντόπιοι, έναν
μεταβυζαντινό ναΐσκο στην Άνω Αυλή της Αρχαίας Ελευσίνας.
Αυτό που κάνει τον εορτασμό μοναδικό
είναι ότι σε αυτό τον τόπο η παγανιστική παράδοση συναντάει σχεδόν απόλυτα τη
χριστιανική. Η Δήμητρα, θεά της γεωργίας, σε απόλυτη σχεδόν ταύτιση με τη
Θεομήτορα Παρθένο Μαρία, σε χώματα όπου αιώνες τώρα οι άνθρωποι εξακολουθούν να
αποτίνουν φόρο τιμής στη μάνα γη και στους καρπούς της.
Τα Εισόδια, που γιορτάζονται στις 21
Νοεμβρίου σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση, ταυτίζουν την είσοδο της Παναγίας
σε νηπιακή ηλικία στον ναό, συνοδευόμενη από τους γονείς της, με την είσοδο του
χειμώνα, που σηματοδοτεί και την ολοκλήρωση της σοδειάς, η οποία ακολουθείται
από τη νέα περίοδο της σποράς των δημητριακών. Ένας πολύ παλιός εορτασμός, ο
οποίος, ανάλογα με την αγροτική περιοχή, άλλοτε αποκαλείται Αποσπορίτισσα, αν η
σπορά έχει τελειώσει, άλλοτε Αρχισπειρίτισσα, αν βρίσκεται ακόμα στην αρχή, ή
Μεσοσπορίτισσα, όπως στην Ελευσίνα, όταν έχει φτάσει στη μέση της σποράς.Πηγή: www.lifo.gr
Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2019
Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2019
Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2019
Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2019
Κώστας Περδίκης:
Στο ξωκλήσι της Παναγίας
Περίμενε να
πιάσει για τα καλά η άνοιξη, να μεγαλώσει η μέρα και ένα Σάββατο, που δεν είχα
να γράψω και να διαβάσω για την επομένη, μου το ανακοίνωνε νωρίς το απόγευμα,
ξέροντας ότι θα μου ’δινε μεγάλη χαρά. «Τι λες, πάμε να ανάψουμε τα καντήλια
στην Παναγία, στο βουνό»;
Μετά από
λίγα λεπτά ξεκινάγαμε. Η μητέρα μου καθισμένη στο σαμάρι του γαϊδουριού μας κι
εγώ πισωκάπουλα παίρναμε τον δρόμο που πήγαινε στα Λουτρά.
Αφήναμε τα
τελευταία σπίτια, λίγο πριν το γεφυράκι της Κακάβας, περνάγαμε τη Ξεροχωρίτικη
γράνα και συνεχίζαμε ανάμεσα από περιβόλια με λεμονοπορτοκαλιές, αμπέλια και
λιοστάσια. Η απόσταση ήταν κάτι λιγότερο από πέντε χιλιόμετρα.
Περνώντας από μπροστά τους,
μου ’δειχνε τα χωράφια και τα σπίτια των γνωστών μας. Τη χαμοκέλα του Καπελή,
το λιοστάσι του μπάρμπα Τιμολέου, το μεγάλο περιβόλι του Ρήγα κι
όσα άλλα ήξερε.
Καθώς, τότε,
τα αυτοκίνητα ήσαν ελάχιστα ζήτημα να βλέπαμε να περνάνε ένα δύο από κει,
ανταμώναμε όμως κάμποσους πάνω στα άλογα ή στα γαϊδούρια τους, που γύριζαν
από τις δουλειές τους.
Για να μην μας φαίνεται
ατέλειωτος ο δρόμος, σαν για παιχνίδι,
με ’βαζε να ονοματίζω τα αγριόχορτα, τα φυτρωμένα στις άκρες του δρόμου. Τα
βάτα, τα μάραθα, τις αγριαγγινάρες, τα γλυκορίζια.
Στη θέση που σήμερα είναι ο Άγιος
Κωνσταντίνος, τότε, ήταν μια μικρή γειτονιά, μονάχα τρία τέσσερα σπίτια.
Μια φορά που περάσαμε από κει κάτι παιδάκια σαν και μένα, που ’παιζαν πλάι
στον δρόμο, βλέποντά μας άρχισαν να φωνάζουν: «Κοιτάτε ρε ένα παιδί με βαμμένα
χείλια», κοροϊδεύοντας τα κάπως μεγάλα και κόκκινα χείλια μου. «Για ελάτε δω
βρε να σας βάψω και τα δικά σας», τους φώναξε η μητέρα και κείνα ντροπιασμένα
σταμάτησαν στη στιγμή το δούλεμα.
Όσο προχωράγαμε, το βουνό όλο
και μεγάλωνε σαν να ερχόταν να μας συναντήσει. Ξεχώριζαν, πια καθαρά, οι
απότομοι κοκκινωποί βράχοι του και οι δασωμένες πλαγιές του. Λίγο μετά,
προσπερνώντας κάτι πρόχειρα θερμοκήπια, που απάγκιαζαν στα ριζά του, φτάναμε
κάτω από τον μεγάλο βράχο, που πάνω του, γύρω στα έξι μέτρα ψηλά, έστεκε το ξωκλήσι.
Δέναμε το γαϊδούρι πλάι στον
δρόμο και ανεβαίνοντας καμιά εικοσαριά
απότομα σκαλοπάτια, σκαλισμένα στον βράχο, φτάναμε έξω από το πορτάκι του
ταπεινού κτίσματος.
Δρασκελίζοντας το πέτρινο
κατώφλι του μπαίναμε μέσα και για λίγο στεκόμαστε ακίνητοι, μέχρι να συνηθίσουν
τα μάτια μας στο μισοσκόταδο. Από τα δυο τρία μικροσκοπικά παράθυρά του μόλις
που έμπαινε ένα λιγοστό φως. Η πρώτη μας αίσθηση, θυμάμαι, ήταν εκείνη η θεία
μυρουδιά, από κερί και λιβάνι, που αναδίνουν τα κλειστά ξωκλήσια.
Η μητέρα έπιανε με προσοχή
ένα, ένα τα καντήλια, τα γέμιζα εγώ με λάδι και τα ανάβαμε. Σιγά, σιγά ένα
γλυκό, απαλό φως γέμιζε τον χώρο και φώτιζε τις λιγοστές εικόνες στους τοίχους, το ένα και μοναδικό μανουάλι,
τη μικρή αγία τράπεζα στο βάθος.
Ήταν σαν να ’χαμε έρθει
επίσκεψη σ’ ένα φτωχόσπιτο, που ’μεναν
δικοί μας άνθρωποι, οι ζωγραφισμένοι άγιοι των εικόνων. Άκουγα τη
μητέρα να ψιθυρίζει προσευχές και βλέποντας να κάνει τον σταυρό της έκανα κι
εγώ το ίδιο. Τελειώνοντας, πισωπατώντας λίγα βήματα βγαίναμε έξω.
Από κει ψηλά, σαν σε
μπαλκόνι, το βλέμμα μας έπεφτε στα δυτικά. Μπροστά μας η λίμνη δέσποζε με την
απλωσιά της, ακύμαντη, απόλυτα γαληνεμένη. Πίσω της, φόντο σκοτεινό, το
μακρόστενο πευκοδάσος και πιο πίσω στο βάθος του ορίζοντα ο ήλιος, ματωμένος,
έτοιμος να βουτήξει στο πέλαγος. Μια εκκωφαντική σιγαλιά έπεφτε στον κάμπο και μονάχα κάτι σκυλιά
ακούγονταν να λιάζουν κάπου μακριά. Το φως άρχιζε να λιγοστεύει, σημάδι ότι
ήταν ώρα για την επιστροφή.
Στον γυρισμό δεν λέγαμε
πολλές κουβέντες. Στο πρόσωπο της μητέρας η ικανοποίηση και η ευχαρίστηση ήσαν
ολοφάνερες. Εγώ από την άλλη έκανα στο μυαλουδάκι μου τις δικές μου σκέψεις,
για να παίρνω δύναμη και σιγουριά.
Πίστευα βαθιά ότι η επίσκεψή
μας στο ξωκλήσι και η καλή μας πράξη να ανάψουμε τα καντήλια του θα έδιωχνε
κάθε κακό, που θα μπορούσε να βρει το σπιτικό μας και ότι η ευλογία της
Παναγίας θα μας συντρόφευε για πάντα…
Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2019
Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944):
Χρυσή μου αγάπη, αν ήξερες τι μέλι είσαι για μένα... Τα μπουμπουκάκια τα όμορφα, τα μοσχομυρισμένα. Και τα αγεράκια που φυσούν Σα λιποθυμισμένα, δεν έχουνε το βάλσαμο που 'χεις εσύ για μένα... Της λίμνης τ' αφρολούλουδο και του γιαλού η γαλήνη. Η σμύρνα, το ροδόσταμο που αργοσταλάει και σβήνει. Κι οι ροδωνιές, κι η ολόδροση του κήπου ανθόπλημμύρα, των δυο χειλιών σου των γλυκών δεν στάζουνε τα μύρα...!!! Πάω στην τρισέρημη αμμουδιά και - μόνη τί να κάμω; Χαράζω κύκλους απαλούς Στο μουσκεμένον άμμο... Σαν αγεράκι χάνονται στο κύμα Απάνω - απάνω Και απόμεινα στην ερημιά Μονάχη... Τί να κάμω!!! Τώρα το ετοιμοθάνατο βαλσαμωμένο αγέρι, γλυκά τραγούδια θλιβερά ν' αναστενάξει ξέρει... Αλήθεια! Ξέρει πιο γλυκά να τραγουδάει από μένα! Εγώ δεν ξέρω πιο γλυκά μα ξέρω πιο θλιμμένα...
Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2019
Πάρις Πρέκας (1926-1999):
Ο Πάρις – Αλέξανδρος Πρέκας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1926. Αποφοίτησε από την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών το 1952 όπου σπούδασε ζωγραφική με δασκάλους τον Δημήτρη Μπισκίνη, τον Ανδρέα Γεωργιάδη και τον Ουμβέρτο Αργυρό. Το 1957 και το 1959 διακρίνεται με έπαινο και βραβείο ζωγραφικής αντίστοιχα στο Παρίσι, και το 1962 του απονέμεται το αργυρό μετάλλιο της πόλης των Παρισίων, Salon de l’ Art Libre. Το 1963 πήγε Παρίσι να συνεχίσει τις σπουδές του με υποτροφία της Γαλλικής Κυβερνήσεως. Στο ζωγραφικό του έργο στην αρχή δημιούργησε παραστατικά έργα με καράβια και ελληνικά τοπία, είναι ο κατεξοχήν ταξιδιωτικός ζωγράφος μας, για να προχωρήσει αργότερα σε αφαιρετικές μορφές μέσα από θεματικούς κύκλους όπως λιμάνια, άλογα, τάνκερ. Έργα του καλλιτέχνη βρίσκονται σε ξένα και ελληνικά Μουσεία, σε ιδιωτικούς και δημόσιους χώρους (έργα μνημειακών διαστάσεων) καθώς και σε σημαντικές διεθνείς και ελληνικές ιδιωτικές συλλογές.
Πηγή: Athens Voice
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)