Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2019

Κώστας Περδίκης:




Στο ξωκλήσι της Παναγίας


Περίμενε να πιάσει για τα καλά η άνοιξη, να μεγαλώσει η μέρα και ένα Σάββατο, που δεν είχα να γράψω και να δια­βάσω για την επομένη, μου το ανακοίνωνε νωρίς το απόγευμα, ξέρο­ντας ότι θα μου ’δινε μεγάλη χαρά. «Τι λες, πάμε να ανά­ψουμε τα καντήλια στην Παναγία, στο βουνό»;
Μετά από λίγα λεπτά ξεκινάγαμε. Η μητέρα μου καθισμένη στο σαμάρι του γαϊδουριού μας κι εγώ πισωκά­πουλα παίρναμε τον δρόμο που πήγαινε στα Λουτρά.
Αφήναμε τα τελευταία σπίτια, λίγο πριν το γεφυράκι της Κακά­βας, περνάγαμε τη Ξεροχωρίτικη γράνα και συνεχίζαμε ανά­μεσα από περιβόλια με λεμονοπορτοκαλιές, αμπέλια και λιο­στάσια. Η απόσταση ήταν κάτι λιγότερο από πέντε χιλιόμε­τρα.
Περνώντας από μπροστά τους, μου ’δειχνε τα χωράφια και τα σπίτια των γνωστών μας. Τη χαμοκέλα του Καπελή, το λιο­στάσι του μπάρμπα Τιμολέου, το μεγάλο περιβόλι του Ρήγα κι όσα άλλα ήξερε.
Καθώς, τότε, τα αυτοκίνητα ήσαν ελάχιστα ζήτημα να βλέ­παμε να περνάνε ένα δύο από κει, ανταμώναμε όμως κάμπο­σους πάνω στα άλογα ή στα γαϊδούρια τους, που γύριζαν από τις δουλειές τους.
Για να μην μας φαίνεται ατέλειωτος ο δρόμος, σαν για  παι­χνίδι, με ’βαζε να ονοματίζω τα αγριόχορτα, τα φυτρωμένα στις άκρες του δρόμου. Τα βάτα, τα μάραθα, τις αγριαγγινάρες, τα γλυ­κορίζια.
Στη θέση που σήμερα είναι ο Άγιος Κωνσταντίνος, τότε, ήταν μια μικρή γειτονιά, μονάχα τρία τέσσερα σπίτια. Μια φορά που περάσαμε από κει κάτι παιδάκια σαν και μένα, που ’παι­ζαν πλάι στον δρόμο, βλέποντά μας άρχισαν να φωνά­ζουν: «Κοιτάτε ρε ένα παιδί με βαμμένα χείλια», κοροϊδεύο­ντας τα κάπως μεγάλα και κόκκινα χείλια μου. «Για ελάτε δω βρε να σας βάψω και τα δικά σας», τους φώναξε η μητέρα και κείνα ντρο­πιασμένα σταμάτησαν στη στιγμή το δούλεμα.
Όσο προχωράγαμε, το βουνό όλο και μεγάλωνε σαν να ερ­χόταν να μας συναντήσει. Ξεχώριζαν, πια καθαρά, οι απότομοι κοκκινωποί βράχοι του και οι δασωμένες πλαγιές του. Λίγο μετά, προσπερνώντας κάτι πρόχειρα θερμοκήπια, που απάγκια­ζαν στα ριζά του, φτά­ναμε κάτω από τον μεγάλο βράχο, που πάνω του, γύρω στα έξι μέτρα ψηλά, έστεκε το ξω­κλήσι.
Δέναμε το γαϊδούρι πλάι στον δρόμο  και ανεβαίνοντας κα­μιά εικοσαριά απότομα σκαλο­πάτια, σκαλισμένα στον βράχο, φτάναμε έξω από το πορ­τάκι του ταπεινού κτίσματος.
Δρασκελίζοντας το πέτρινο κατώφλι του μπαίναμε μέσα και για λίγο στεκόμαστε ακίνητοι, μέχρι να συνηθίσουν τα μάτια μας στο μισοσκόταδο. Από τα δυο τρία μι­κροσκοπικά παρά­θυρά του μόλις που έμπαινε ένα λιγο­στό φως. Η πρώτη μας αί­σθηση, θυμάμαι, ήταν εκείνη η θεία μυρουδιά, από κερί και λι­βάνι, που αναδίνουν τα κλειστά ξωκλήσια.
Η μητέρα έπιανε με προσοχή ένα, ένα τα καντήλια, τα γέ­μιζα εγώ με λάδι και τα ανάβαμε. Σιγά, σιγά ένα γλυκό, απαλό φως γέμιζε τον χώρο και φώτιζε τις  λι­γοστές εικόνες στους τοίχους, το ένα και μονα­δικό μανουάλι, τη μικρή αγία τράπεζα στο βάθος.
Ήταν σαν να ’χαμε έρθει επίσκεψη σ’ ένα φτωχόσπιτο, που ’μεναν  δικοί μας άνθρωποι, οι ζωγραφισμένοι άγιοι των εικό­νων. Άκουγα τη μητέρα να ψιθυ­ρίζει προσευχές και βλέποντας να κάνει τον σταυρό της έκανα κι εγώ το ίδιο. Τελειώνοντας, πισωπατώντας λίγα βήματα βγαί­ναμε έξω.
Από κει ψηλά, σαν σε μπαλκόνι, το βλέμμα μας έπεφτε στα δυ­τικά. Μπροστά μας η λίμνη δέσποζε με την απλωσιά της, ακύμαντη, απόλυτα γαληνεμένη. Πίσω της, φόντο σκοτεινό, το μακρόστενο πευ­κο­δάσος και πιο πίσω στο βάθος του ορίζοντα ο ήλιος, ματωμέ­νος, έτοιμος να βουτήξει στο πέλαγος. Μια εκ­κωφαντική σιγαλιά  έπεφτε στον κάμπο και μονάχα κάτι σκυλιά ακούγονταν να λιάζουν κάπου μακριά. Το φως άρχιζε να λιγο­στεύει, σημάδι ότι ήταν ώρα για την επι­στροφή.
Στον γυρισμό δεν λέγαμε πολλές κουβέντες. Στο πρόσωπο της μητέρας η ικανοποίηση και η ευχαρίστηση ήσαν ολοφάνε­ρες. Εγώ από την άλλη έκανα στο μυαλουδάκι μου τις δικές μου σκέψεις, για να παίρνω δύναμη και σιγουριά.
Πίστευα βαθιά ότι η επίσκεψή μας στο ξωκλήσι και η καλή μας πράξη να ανάψουμε τα καντήλια του θα έδιωχνε κάθε κακό, που θα μπορούσε να βρει το σπιτικό μας και ότι η ευλο­γία της Παναγίας θα μας συντρόφευε για πάντα…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου