Σάββατο 30 Μαΐου 2020

Κώστας Περδίκης:




ο Νιόνιος


Ο Νιόνιος ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερός μου.
Έξυπνο παιδί, φτωχό και μαγκάκι.
Έκανε πράγματα, που εγώ δεν μπορούσα να κάνω.
Έφτιαχνε ωραία "λάστιχα", που μπορούσε μ΄ αυτά να κτυπάει πουλιά από πολύ μακριά.
Πλατσούραγε ξυπόλητος ή με γαλότσες στις λούμπες με τα λασπόνερα.
Αργότερα, κάπνιζε και με κόλπο έβγαζε κουλουράκια καπνού από το στόμα του.
Με τον Νιόνιο, κάθε Σεπτέμβρη, όταν τρυγούσαμε το αμπέλι, μοιραζόμαστε το κουβάλημα των σταφυλιών στο σπίτι μου, όπου βρισκόταν ο λινός.
Ο Νιόνιος επιστράτευε, για το κουβάλημα, τη γριά γκρίζα γαϊδούρα που είχαν και εγώ το οικογενειακό μας γαϊδούρι, που ήταν πολύ πιο νέο και βαρβάτο.
Το κουβάλημα άρχιζε το πρωί και διαρκούσε μέχρι που έπεφτε ο ήλιος.
Τα σταφύλια μπαίνανε μέσα σε δύο μεγάλες ψάθινες κόφες, που ήσαν δεμένες και ζυγιασμένες από τις δύο πλευρές του σαμαριού κάθε ζώου.
Όταν εγώ πήγαινα προς το αμπέλι, ο Νιόνιος πήγαινε προς τον λινό.
Η συνάντηση γινόταν κάπου στο μέσο της διαδρομής και είχε ενθουσιαστικό χαρακτήρα.
Τα σταφύλια, φτάνοντας στο σπίτι, έπεφταν μέσα στον λινό, που έπιανε τη μία γωνιά του σκοτεινού κατωγιού μας.
Ήταν σαν μια μεγάλη χτιστή ψηλή δεξαμενή, τετράγωνη σαν δωμάτιο.
Η εσωτερική του πλευρά ήταν σοβατισμένη, λεία και καθαρή.
Στην άλλη πλευρά του κατωγιού, τα τεράστια βαγένια με τα σφιχτά στεφάνια, φρεσκοπλυμένα, ήσαν πανέτοιμα να δεχτούν την καινούργια σοδιά.
Μέσα στον λινό, ο μπαρμπα-Χρηστίδης, τυφλός εκ γενετής, ψηλός και γεροδεμένος άντρας, με σηκωμένα τα μπατζάκια του, τσαλαπατούσε όλη μέρα τα σταφύλια για να βγει ο μούστος.
Όλο το κατώι, αλλά και η αυλή, γέμιζαν από τη μυρουδιά και τη σπιρτάδα του φρέσκου χυμού.
Από τον μούστο, η μάνα μας πάντα κράταγε όσο χρειαζόταν για να φτιάξει μουσταλευριά και πετιμέζι.
Με το που αδειάζαμε τα σταφύλια και παίρναμε τον δρόμο για το αμπέλι άρχιζε το πανηγύρι.
Μπορούσαμε τώρα πια, χωρίς τύψεις, μια και τα ζώα ήσαν ξεφόρτωτα, να απολαύσουμε μια πρώτης τάξεως καβαλαρία.
Τα έρμα ζωντανά, αγόγγυστα, πήγαιναν και έρχονταν λούτσα στον ιδρώτα.
Η γαϊδούρα του Νιόνιου, προς το τέλος της μέρας, δεν άντεχε και γονάτιζε η φουκαριάρα κάτω στο χώμα, στη μέση του δρόμου, φορτωμένη με τις κόφες.
Ο Νιόνιος με φωνές και παροτρύνσεις, βάζοντας κι αυτός ένα χεράκι, κατόρθωνε να τη σηκώσει και να φθάσουν επί τέλους μέχρι το σπίτι.
Αυτό σήμαινε ότι, για κείνη τη μέρα, ήταν το τελευταίο τους δρομολόγιο.

  


Υ.Γ.
Το αμπέλι πουλήθηκε και ο νέος ιδιοκτήτης το ξερίζωσε για να βάλει ντομάτες.
Η γαϊδούρα του Νιόνιου, όπως και το δικό μας γαϊδούρι, προ πολλού, μας έχουν αφήσει χρόνους.
Ο λινός γκρεμίστηκε.
Ο Νιόνιος ζει στην Αυστραλία, στο Σίδνεϋ και έχω να τον δω από τότε.
Φυλάω όμως τη φωτογραφία, από μια σχολική κωμωδία, που παίζαμε μαζί. Ο Νιόνιος είναι στο κέντρο της φωτογραφίας, εγώ δεξιά και αριστερά είναι ένας συμμαθητής μου, ο Μίμης.
Η φωτογραφία γίνεται έτσι  αφορμή για να τα ξαναθυμάμαι όλα με νοσταλγία…

Από το βιβλίο μου ''Σινική Μελάνη'', 2014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου