Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 2017

''ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ'': Παρουσίαση του βιβλίου, Ζαχάρω 13 Αυγούστου 2017

 Η ομιλία της φιλολόγου κας Ρούσσας Μωραϊτου-Ζαφειροπούλου




            Κυρίες και κύριοι καλησπέρα σας.
            Χαίρομαι ιδιαίτερα που βρίσκομαι κοντά σας σήμερα, συγχαίρω τον σύλλογο των εν Αθήναις Ζαχαραίων για αυτή τη πρωτοβουλία και ευχαριστώ θερμά τον συμπατριώτη μας Κώστα Περδίκη, που μου έκανε την τιμή να μιλήσω για το βιβλίο του με τίτλο “Μικρές Ιστορίες”. Αφού τον συγχαρώ για την προσπάθειά του αυτή, θα προσπαθήσω να απαντήσω στο ερώτημά του: Τι εντύπωση κάνουν και πόσο συγκινούν τον αναγνώστη αυτές οι ιστορίες.
            Εμένα προσωπικά με συγκίνησαν πάρα πολύ, νομίζω και όλους της γενιάς μας, γιατί οι περισσότεροι έχουμε τα ίδια βιώματα. Αναγνωρίζουμε τους ήρωές του, οι οποίοι είναι πρόσωπα που κυκλοφορούσαν ανάμεσά μας στη Ζαχάρω, τις δεκαετίες του 50' και 60'. Ήταν μια δύσκολη εποχή για όλη την Ελλάδα, που προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να ορθοποδήσει, αφήνοντας πίσω της την μαύρη δεκαετία του 40' με πόλεμο, κατοχή και εμφύλιο αλλά και ζώντας κάτω από το ζυγό της δικτατορίας και την ηθική διαπαιδαγώγηση και τους περιορισμούς της χούντας των συνταγματαρχών.
            Διαβάζοντας τις “Μικρές Ιστορίες” διαπιστώνουμε ότι είναι και δικές μας ιστορίες, μόνο που αλλάζουν τα πρόσωπα. Με ύφος γλαφυρό, λιτό και απέριττο, ο συγγραφέας μάς μεταφέρει σε μια άλλη εποχή, τότε που δεν κάναμε ταξίδια μακρινά αλλά πηγαίναμε μέχρι τη σταφίδα, τις ελιές, την εξοχή. Το βιβλίο διαβάζεται ευχάριστα γιατί οι λέξεις που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας αποπνέουν μια ηρεμία, μια τρυφερότητα και μια κατανόηση για τους ανθρώπους του μόχθου, δείχνουν την αγάπη και τον θαυμασμό του για τον συγγενή, τον φίλο, τον συγχωριανό.
            Διακρίνουμε μια ιδιαίτερη ευαισθησία για τις ντοπιολαλιές, λέξεις που δεν χρησιμοποιούμε πια, όπως: λάτα, ντρίτσα, ζαλιά, λογανιά για τις οποίες παραθέτει και την σημασία τους, για τους νεότερους βεβαίως. Αναδεικνύει τον πλούτο και την πλαστικότητα της γλώσσας μας, η οποία εξελίσσεται και παραμένει ζωντανή εδώ και 4.000 χρόνια. Οι εικόνες του οπτικές και ακουστικές είναι χωρίς στολίδια, διότι πιστεύει ότι το αληθινό και γνήσιο συγκινεί από μόνο του.
            Στην αρχή με ένα του ποίημα, μας δίνει το γεωγραφικό στίγμα του τόπου μας, ένα ειδυλλιακό τοπίο, μοναδικής ομορφιάς με τις αντιθέσεις του αφού συνδυάζει βουνό, θάλασσα, πεδιάδα και λίμνη, με ναυαρχίδα τον Καιάφα, πόλο έλξης για τουρισμό από εκείνα τα χρόνια. Το πρώτο αυτοτελές διήγημα αφιερωμένο στην μητέρα του και το τελευταίο στον πατέρα του, τους δύο πυλώνες της οικογένειάς του, μια παραδοσιακή οικογένεια, άνθρωποι απλοϊκοί, καλοκάγαθοι, αθόρυβοι, αφοσιωμένοι στα καθήκοντά τους. Η ραπτομηχανή Singer της μητέρας και η πέτσινη τσάντα του πατέρα γεμάτη γράμματα και τηλεγραφήματα είναι σφραγίδες ανεξίτηλες στην ψυχή του συγγραφέα. Με την παρουσίαση του παππού του, μας δίνει μαθήματα καλής συμπεριφοράς των παππούδων προς τα εγγόνια τους. Κρατάει ακόμη την γλυκιά γεύση της σοκολάτας, της καραμέλας και του λουκουμιού. Η ήρεμη μορφή του, η γεωμετρία του περιβολιού του, όλα άψογα καμωμένα, οι αράδες, οι πεζούλες, οι φράχτες, η μεγάλη μουριά, η κρεβατωμένη κληματαριά, αλλά και ο ανθώνας της γιαγιάς συνθέτουν πίνακα ζωγραφικής.
            Ο συγγραφέας θυμάται να περπατούν στην αγορά τα παιδιά που πουλούσαν τα ευωδιαστά μανουσάκια, τους λουόμενους από τα Ιαματικά Λουτρά μπαμπουλωδεμένους με μάλλινες ζακέτες, καμπαρντίνες και σκουφιά μέσα στη ντάλα ζέστη, φοβούμενοι, την εφίδρωση μετά από το θερμό μπάνιο. Θυμάται ακόμη και κάποιους ιδιαίτερους τύπους, τους διαφορετικούς, όπως τους κατανομάζει και με την μεγαλοψυχία του, τους ζητά συγγνώμη εκ μέρους της τοπικής κοινωνίας για τα πειράγματα που δέχονταν, για το “bulling”, όπως θα λέγαμε σήμερα. Τα πολιτικά διαγγέλματα ενός εξ αυτών κατά τη διάρκεια της νύχτας έχουν γράψει ιστορία. Ζωντανεύει τους τεχνίτες του ξύλου και της πέτρας, υλικά ζεστά και αγαπημένα, οι οποίοι με τα χέρια τους έφτιαχναν στολίδια, όλα καμωμένα με ψυχή και μεράκι. Στο διήγημα “η άλλη”, εν αντιθέσει με τους προηγούμενους τεχνίτες ο δημιουργός καταστρέφει το δημιούργημά του προς αποφυγή παρεξηγήσεων. Είναι μια ιστορία αρκετά πρωτότυπη για τα λογοτεχνικά δεδομένα.
            Αναφέρεται σε επαγγέλματα που έχουν εξαφανιστεί, όπως εκείνο του νερουλά με μια ιστορία του Δήμου με το Μαυρή του, άκρως συγκινητική. Δεν ξεχνάει και το φιλόσοφο μπακάλη με την επιγραφή στο μαγαζί του που έγραφε: “Ο ξύπνιος έμπορας πουλάει τοις μετρητοίς και ο χαζός επί πιστώσει”.
            Ένα κοινωνικό πρόβλημα της εποχής εκείνης ήταν η μετανάστευση στο εσωτερικό και στο εξωτερικό και αυτό θίγει στο διήγημα “ο δικός μου Αμερικάνος”. Φαίνεται η στεναχώρια αγαπημένων προσώπων κατά τον αποχαιρετισμό, το πόσο δύσκολο ήταν να επιβιώσει ο ήρωάς του στην Αμερική, να μην μπορεί να επισκέπτεται συχνά την πατρίδα για να αναβαπτίζεται στην κολυμπήθρα της γενέθλιας γης, να τον τρώει το σαράκι της νοσταλγίας και τέλος να τον αγκαλιάζει για πάντα η δεύτερή του πατρίδα.
            Ο συγγραφέας αγαπάει τη φύση, τη ζωή στην ύπαιθρο με τις ομορφιές της και κάνει ιδιαίτερη αναφορά στις ασχολίες των κατοίκων όπως είναι η καλλιέργεια της σταφίδας, του μαύρου χρυσού της περιοχής, της ντομάτας και του καλαμποκιού που έθρεψαν γενιές και γενιές. Λατρεύει τον Αηδόνη, τον φύλακα του σπιτιού του και κάποια στιγμή που άκουσε την λέξη ευθανασία νόμιζε ότι ήταν γιατρειά. Ποτέ του δεν έγινε κυνηγός, αν και ο επιστήθιος φίλος του ήταν δεινός σκοπευτής. Από την ζωή στην εξοχή τους καλοκαιρινούς και φθινοπωρινούς μήνες είναι και οι αναμνήσεις με την αδελφή του. Περπατάνε μαζί στο στρατώνι μέσα στο σκοτάδι, με φόβο και θαυμασμό, προσπερνώντας την λυγιά, βλέποντας τις άφθονες κωλοφωτιές, ακούγοντας τα τριζόνια, τους γκιώνηδες και τις κουκουβάγιες. Και όταν μένουν μόνοι στο σπίτι σφίγγουν το χέρι ο ένας του άλλου και προσπαθούν να φανούν γενναίοι, σαν τους μεγάλους, όπως τους είχαν πει οι γονείς τους. Τελικά ήταν πολύ σπουδαίο σχολείο η ζωή στην ύπαιθρο, έφτιαχνε δυνατούς χαρακτήρες.
            Πολύτιμα ενθύμια οι φωτογραφίες του βιβλίου, ασπρόμαυρες και αντιπροσωπευτικές: Η χαμοκέλα, το δίπατο σπίτι, η βρύση του Λώρη, το πρώτο σχολείο, όπου εκεί έμαθε τα πρώτα του γράμματα, αξία διαχρονική και ανεκτίμητη για την ευρύτερη κοινωνία. Δεσπόζουσα θέση κατέχει η φωτογραφία από τη σχολική εκδρομή στον Καιάφα, ταξιδεύοντας με το τρένο, με τους αείμνηστους και αξιαγάπητους δασκάλους μας.
 (Ανάγνωση αποσπασμάτων  από το βιβλίο σελ. 25, 30, 40, 84,100)
            Αγαπητοί μου, έχουν περάσει όντως πολλά χρόνια από τότε. Ο κόσμος αυτός υπάρχει στις καρδιές μας και τα παλιά αντικείμενα, εργαλεία και σκεύη, είναι τώρα πια αξιοθέατα στα λαογραφικά μας μουσεία. Κανείς μας δεν φανταζόταν τότε ότι όλα αυτά θα γίνονταν κάποια μέρα  παρελθόν. Αγαπητέ Κώστα, σε συγχαίρω και πάλι που αποτύπωσες στο χαρτί όλες αυτές τις εμπειρίες σου, τις παρέδωσες στην “αθανασία”, θα διαβάζονται και από τις επόμενες γενιές για να μαθαίνουν το παρελθόν των γονιών τους διότι τα λόγια πετούν και τα γραπτά μένουν. Είμαι σίγουρη ότι θα συγκινηθούν, διότι την σημερινή εποχή της τεχνολογίας και της ταχύτητας, έχουν την ανάγκη να διαβάσουν τρυφερές, γαλήνιες, αληθινές, μικρές ιστορίες οι οποίες είναι βάλσαμο ψυχής. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου