Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2023

Κ. Θ. Δημαράς (1904-1992):

                       

  


 

Τρεις ξένοι, ένας Ρώσος, ένας Άγγλος και ένας Γάλλος, επισκέπτονται την υπόδουλη Ελλάδα και συναντούν… αλλά ας παραθέσω την εισαγωγή του έργου:

Ρώσσος, Άγγλος και Γάλλος, κάμνοντες την περιήγησιν της Ελλάδος και βλέποντες την αθλίαν της κατάστασιν, ηρώτησαν κατ’ αρχάς ένα Γραικόν φιλέλληνα, δια να μάθουν την αιτίαν, μετ’ αυτόν ένα μητροπολίτην, είτα ένα βλάχμπεην, έπειτα ένα πραγματευτήν και ένα προεστώτα. Και τελευταίον εσυναπάντησαν και την ιδίαν Ελλάδα.

Ο «Γραικός φιλέλληνας» είναι, υποθέτω,  ένας Έλληνας  που εμφορείται από πατριωτικά αισθήματα. Τον ρωτούν γιατί κατάντησε έτσι η Ελλάδα, και απαντάει:

Ρωσσαγγλογάλλοι,
Ελλάς, και όχι άλλη,
ήτον, ως λέτε, τόσον μεγάλη.
Νυν δε αθλία
και αναξία
επειδή άρχει η αμαθία.

Οσ’ ημπορούσι
να την ξυπνούσι
τούτ’ εις το χείρον την οδηγούσι.
Αυτή στενάζει,
τα τέκνα κράζει,
στο να προκόπτουν όλα προστάζει.

Και τότ’ ελπίζει
ότι κερδίζει·
εκείν’ οπού ‘χει νυν την φλογίζει.
Μα τις τολμήσει
μ’ αληθή κλίσι
σ’ ελευθερίαν να την κινήση;
Όστις τολμήση
να την ξυπνήση
πάγει στον Άδην χωρίς τινα κρίσιν.

Ύστερα συναντούν έναν δεσπότη, μητροπολίτη, ο οποίος βέβαια  είναι απόλυτα ικανοποιημένος από τον τουρκικό ζυγό και το μονο που τον ενδιαφέρει είναι τα άσπρα (τα λεφτά) και οι κοκόνες:

Να έχετε, τέκνα την ευχήν μου,
κι ακούσατε την απόκρισίν μου:

Εγώ τον ζυγόν δεν τον γνωρίζω,
ούτε ξεύρω να τον νοματίζω.
Τρώγω πίνω, ψάλλω με ευθυμίαν,
δεν δοκιμάζω την τυραννίαν.
Τότε υποφέρω αδημονίαν,
όταν με βλάπτουν στην επαρχίαν.
Αυτή του Τούρκου η τυραννία
σε μένα είναι ζωή μακαρία.

Το ράσον τούτο αφού εφόρεσα,
ζυγόν κανένα εγώ δεν εγνώρισα.
Δύο ποθώ, ναι, μα τες εικόνες,
άσπρα πολλά και καλές κοκόνες.

Περί δε της Ελλάδος, που λέτε,
ολίγον με μέλει, αν τυραννιέται.
Αν βαστάζη χωρίς να στενάζη,
όλες τις αμαρτίες εβγάζει.

Ημείς πάντα τους ξομολογούμεν,
εις τα ψυχικά τους νουθετούμεν,
πίστιν να έχουν στον βασιλέα
και σέβας εις τον αρχιερέα,
στον Τούρκον τ’ άσπρα να μη λυπούνται,
τι την ψυχήν των τότ’ ωφελούνται·
και αρχιερέων παρρησίες,
και παπάδων πολλές λειτουργίες,

Ο πνευματικός τούς διορίζει
πως πρέπει καθείς να δευτερίζη.
Αυτοί άρχισαν να παρακούσι,
κι όλοι λευθερίαν φρονούσι.
Δια τούτο κ’ ημείς συμφωνούμεν,
ομού με Τούρκους και τους βαρούμεν,
επειδή όλοι μας το θεωρούμεν
πως θέλει λείψει ό,τι βαστούμεν.
Χριστός, μας λέγουν, θέλει λευθερίην
ημείς δ’ έχομεν το δεσμείν και λύειν.

Με θλίβει η μικρή επαρχία,
ελπίζω δ’ άλλην, πλέον πλουσία·
έχω πασάδες και τους ελτζήδες,
και είναι σίγουρες αι ελπίδες.
Και οι κοκόνες είναι μέγα θαύμα,
ευκολύνουν γαρ το κάθε πράγμα.
Φθάνει γουν η τόση απολογία,
ιδού γυνή φέρει παρρησία.

(Ελτζής είναι ο πρέσβης, ενώ δευτερίζω  σημαίνει «νηστεύω τη  Δευτέρα»).

Στη συνέχεια συναντούν έναν μπέη της Βλαχιάς, Φαναριώτη. Αυτός δηλώνει ευθαρσώς ότι η ελευθερία της Ελλάδας θα ήταν  γι’ αυτόν  καταστροφή:

Αντιχαίρετε, ω ξένοι,
η ευχή κάτω ας μένη.
Τούτα που εσείς μου λέτε,
φλόγα στην καρδιά μου φέρτε.
Της Ελλάδος λευθερία
εις εμέ είναι πτωχεία.
Τότε η παρούσα δόξα
σβύει, φέρει τόσα τόξα.

Σκλάβος είμαι δοξασμένος,
απ’ τους Τούρκους αγαπημένος·
πρέπει εγώ εξ εναντίας,
ως πιστός πάσης Τουρκίας,
την Ελλάδα ν’ αφανίζω
και τους Τούρκους να δωρίζω.

Τότε ημπορώ να ζήσω,
όταν τους Γραικούς εκδύσω.
Φίλοι, η ελευθερία
ειν’ κοινή συγκοινωνία.
Πλούσιος, πτωχός και πένης
φαίνετ’ άλλος Δημοσθένης·
εις αυτήν όλοι προστάζουν,
σοφοί, δίκαιοι ετάζουν.

Μα η δόξα η εδική μου
τέρπει μόνον την ψυχήν μου.
Έχω όλους υπό χείρα,
με τρομάζει κάθε χήρα.
Μ’ αν ο Τούρκος μάς δικάζει,
και ως αρνιά όλους μας σφάζει,
φθάνει όσον εντρυφούμε,
πάλιν ‘μείς τον αγαπούμε.

Βρήκαμε το ιατρικόν μας,
να ‘βγωμ’ απ’ τον θάνατόν μας·
όταν τους Γραικούς γυμνούμεν
και τα άσπρα τούς μαδούμεν,
εις την Πόρταν τα δωρούμεν,
κι ούτω την ζωήν λυτρούμεν.
Ποτίζομεν και την αυλήν,
γλυτώνομε και την ζωήν.

Οι προπάτορές μας πρώτα
δεν ελάβαν τέτοια φώτα ·
ζούσαν πλιο ταπεινωμένοι
κ’ εις το γένος πλιο δοσμένοι.
Εις ετούτο το βραβείον
να μας ζη το ιερατείον,
που μας άνοιξε τα μάτια,
κ’ έχομε χρυσά μακάτια.

Φίλοι, συγχωρήσατέ μοι,
θε να πάγω στο χαρέμι·
είδα, μπήκ’ ένας Δεσπότης,
που ‘ν’ της Δόμνας χρυσοδότης·
φέρει, βέβαια, σολδία,
για να λάβη επαρχία.

Υγιαίνετε ομάδι,
φίλοι μου Ρωσσαγγλογάλλοι.

Μακάτι είναι το επίστρωμα. Μετά, οι τρεις ξένοι συναντούν έναν πλούσιο έμπορο, που κι αυτός δεν φλέγεται από την επιθυμία να δει λεύτερη την Ελλάδα, παρόλο που «κλαίει» για το σκλαβωμένο Γένος. Λέει ο Πραγματευτής:

Χαίρετε και σεις, φίλοι και περιηγηταί,
βλέπω κ’ είσθε τω όντι πατρίδος ζηλωταί.
Εγώ για την Γραικίαν δεν είχα στοχασμόν,
με όλον όπου φέρει ζυγόν τυραννικόν·
αλλά πάντα προσμένω από την Μπαρμπαριά
καράβια φορτωμένα και από τη Φραγκιά·
ειν’ μέρες δεν τα βλέπω, για να αναπαυθώ.
Για τούτο συλλογούμαι χωρίς να κοιμηθώ.

Το γένος μου το κλαίω, ότ’ είναι στον ζυγόν,
μα δια ελευθερίαν δεν δίδω οβολόν∙
στον Τούρκον τα σκορπίζω, χωρίς να τα ψηφώ,
την σκέπην του να έχω κ’ εχθρούς να πολεμώ.
Εγώ άσπρα δανείζω εις όσους αγρικώ,
ότι έχω να τα λάβω με κέρδος αρκετό·
μα όταν εγνωρίζω πως δεν τα αβγατώ,
τότε βαθιά τα θάπτω κι ουδέ τα μαρτυρώ.

Είναι τινές δε, πάλιν, οπού πολλά πετούν
εις γένος και σχολεία, για να τους εξυπνούν·
αλλ’ ούτοι ειν’ ολίγοι, τα άσπρα των δεν αρκούν,
δια να απολαύσουν εκείνο π’ αγαπούν.

Ημείς, το πλείστον μέρος εκ των πραγματευτών,
θέλομεν πάντα άσπρα, κι ας έχομεν ζυγόν·
τα πλούτη μας ευφραίνουν και μας παρηγορούν,
κι ουδέποτε του Τούρκου τα βάρη μάς ‘νοχλούν.

Μετά συναντούν κι έναν  κοτζάμπαση, που το μόνο του  παράπονο είναι πως  κάποιος αντίζηλός του, με πολλά μέσα στο δοβλέτι, τον διέβαλε και του πήρε «την αξίαν» (εδώ, το αξίωμα, τη θέση):

Αχ το γένος μου πολλά με κατατρέχει,
μοι λέγει τάχα πως τ’ άρπαξα τα έχει·
εγώ εστάθην τρεις χρόνους στην αξίαν,
κι ως ήθελα εβάσταξα την επαρχίαν∙
έδειχνα εις όλους πως είμαι ευεργέτης,
ουδείς δ’ ετόλμα να φανή ως προπέτης.

Εάν πολλ’ άσπρα τους άρπαξα βιαίως,
πάλιν στους Τούρκους τα ‘δωσα δια χρέος.
Τους πτωχούς σκληρά τους τυραννούσα,
όμως τους Τούρκους πολλά τους αγαπούσα.
Και όστις Γραικός Τούρκον εκαταλάλει,
τον επρόδιδα, να βάλουν γνώσ’ οι άλλοι.

Τόσον εστάθην πιστός εις το δοβλέτι,
ως ουδείς άλλος τιμών τον Μωχαμέτη.
Καλά εζούσα, κι όλους τους εκδικούσα,
αλλ’ ένας άλλος, όπου εγώ μισούσα,
με μέσ’ αγάδων μ’ επήρε την αξίαν·
αυτού νυν πάσχω να σβύσω την οικίαν.

Έχω κ’ εγώ πολλά μέσα αγάδες,
να αφανίσω και όλους τους ραγιάδες.
Θέλω τους κάμει τις είμαι να γνωρίσουν,
μικροί, μεγάλοι, για να με προσκυνήσουν·
κοινώς γαρ άλλοι λέγουν για να με ψήσουν,
κι άλλοι φωνάζουν κάλλιο να με φουρκίσουν.

Αυτό, φίλοι, το παράπονον έχω,
και εις τους Τούρκους δια τούτο προστρέχω.

Τέλος, συναντούν την Ελλάδα,  μια γυναικεία μορφή «Ξυπόλυτη, ακτένιστη και όλη πληγωμένη, και μέσα εις τα δάκρυα όλη βεβυθισμένη». Την πλησιάζουν, συστήνονται, της λένε ότι συνάντησαν τον δεσπότη, τον έμπορο, τον κοτζάμπαση  και τον Φαναριώτη και ήταν όλοι φίλοι της τυραννίας, οπότε εκείνη απαντά επικρίνοντας τη στάση των τριών μεγάλων δυνάμεων απέναντι στην υπόδουλη Ελλάδα. Από τα λεγόμενά της βοηθούμαστε και να χρονολογήσουμε το κείμενο, διότι υπάρχει  έμμεση αλλά σαφής αναφορά στη ρωσοτουρκική συμμαχία που έδιωξε τους Γάλλους από τα Επτάνησα το 1798-99:

Γένη σκληρά και ύπουλα, φυλαί γεμάται δόλον,
μη λέτε πρόφασες ψευδείς, με φέρετε γαρ πόνον.
Αρχιερείς και μπέηδες και προεστούς τυράννους,
λέτε πως τους ευρήκατε όλους Μωαμετάνους·
τούτο ποσώς δεν έπρεπε για να σας ενόχληση·
και πότ’ αυτοί ηγάπησαν την ανθρωπίνην φύσι;

(τω Ρώσσω)

Εάν καλούς γνωρίζετε αυτούς τους καλογήρους,
και από τους άρχοντας πολλούς, ωσάν αυτούς ομοίους,
ποτέ δεν τους εστέλνετε να ζουν στο μοναστήρι,
και άρχοντας τους δολερούς ομοίως στο Σιμπίρι.

(τω Γάλλω)

Μα κ’ εσύ, Γάλλε, θαυμάζεις;
Φαίνεταί μοι πώς με παίζεις.
Αν εσείς αυτών την δόξα
δεν γκρεμίζατε με τόξα,
κι αν δεν στούνταν γιουλοτίνα,
σεις εχάνεσθε απ’ την πείνα.

(τω Άγγλω)

Εάν εσείς τον Πάπαν γνωρίζετε καλόν,
γιατί τον κάθε χρόνον τον καίετε πλαστόν;
Λοιπόν μην απορείτε πως είναι οπαδοί,
καθένας το γνωρίζει, και μέσα τον πονεί.

(εις τους τρεις)

Τας πληγάς και τραύματά μου,
που μου δίδουν τα παιδιά μου,
ίσως έχουν και αιτίαν
ότι γίνονται με βίαν.

Πώς δε να αλησμονήσω
και παντού να μη κηρύσσω
ότι εισθ’ εσείς αιτία
οπού φέρω ‘γώ μυρία;

Βλέπετε τούτας τας πληγάς, που έχω στο κεφάλι,
και άλλας πάνω στην καρδιά, μία κοντά στην άλλη;
Όλας ‘πό σας τας έλαβα χωρίς φιλανθρωπίαν.
Σ’ εμέ την ευεργέτιν σας δείξατ’ αχαριστίαν.

Τρεις μάχες Ρώσσος κήρυξεν ενάντιον Τουρκίας,
τα τέκνα μου εσύναξεν από πολλάς οικίας,
εγγράφως τα υπέσχετο για να τα λευθερώση,
μα ο σκοπός του απέβλεπε σκληρά να τα σκλαβώση.
Δεν έφθασε που ‘σφάγησαν τόσ’ Έλληνες μαζί του,
αλλ’ έσβησε κι άλλους πολλούς ησύχως το σπαθί του.

Άρχισε και η Γαλλία
να κηρύττη ελευθερία·
έφθασε στα σύνορά μου,
κ’ ηύξησε τα βάσανά μου.
Ύβριζε την τυραννία,
μα διψούσε για σολδία.

Η Ρωσσία κ’ η Αγγλία,
βλέποντάς τους στην Τουρκία,
έτρεξαν να τους εξώσουν,
για να μη με λευθερώσουν.

Τρέχει η μία πληρωμένη
και η άλλη κομπασμένη
τους Αγαρηνούς να σώσουν
και εμέ να θανατώσουν.

Δεν είσθ’ εσείς που λάβετε τόσα μεγάλα φώτα
από τας βίβλους των σοφών, που ‘ταν παιδιά μου πρώτα;
Και αν εσείς δεν είχετε κείνων τας ερμηνείας,
ακόμη ήθελ’ ευρίσκεστε δούλοι της αμαθείας.
Και πάλιν αν με βγάζετε από την τυραννίαν,
ευθύς αι Μούσαι άσουσι νέαν φιλοσοφίαν∙
και τότ’ εσείς μανθάνετε πολλά, που δεν νοείτε,
από τα τέκνα μου αυτά, που τώρα τυραννείτε.

Μα πού φιλανθρωπία;
λείπει από σας φιλία.
Τρέφεται η κακία.
Άρχ’ η μισανθρωπία

Λόγω φωνείτε
πως με πονείτε,
έργω δε τον χαμόν μου ποθείτε.

Ω της κακίας
κι αχαριστίας
και της υμών άκρας απονίας!

Ο Κωνσταντίνος Θησέως Δημαράς γεννήθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαΐου 1904 και πέθανε στο Παρίσι στις 18 Φεβρουαρίου 1992. Υπήρξε κριτικός και ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας και ο πρώτος και σημαντικότερος μελετητής του νεοελληνικού διαφωτισμού. Ξεκίνησε τις σπουδές του στην ιατρική, αλλά ύστερα γράφτηκε στην Φιλοσοφική Aθηνών και πήρε τελικά πτυχίο από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το οποίο και τον αναγόρευσε διδάκτορα Φιλολογίας. Tα επιστημονικά του δημοσιεύματα άρχισαν το 1926. Συνεργάστηκε με πολλά έντυπα (όπως οι εφημερίδες "Eλληνικά Γράμματα" και "Πρωΐα", αλλά κυρίως η εφημερίδα "Tο Bήμα" και το περιοδικό "Nέα Eστία"). Tο έργο ζωής του Κ. Θ. Δημαρά είναι η "Iστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας" (πρώτη έκδοση 1948), όπου συνέθεσε γνωστά και άγνωστα στοιχεία καταγράφοντας την πορεία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ερμηνεύοντας και εντάσσοντάς την σε ευρωπαϊκό πλαίσιο. Tο τελευταίο συνθετικό του έργο ήταν το "Kωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος: Η εποχή του, η ζωή του, το έργο του", όπου το έργο του μεγάλου ιστορικού θεωρείται από νέα οπτική γωνία, και εξετάζεται ο ρόλος του στη διαμόρφωση των νεοελληνικών νοοτροπιών. Διετέλεσε γενικός διευθυντής του Iδρύματος Kρατικών Yποτροφιών, από τη σύστασή του το 1951, και διευθύνων σύμβουλος του Eθνικού (τότε Bασιλικού) Iδρύματος Eρευνών, επίσης από τη σύστασή του το 1961. Aπομακρύνθηκε και από τις δύο θέσεις από το δικτατορικό καθεστώς, το 1967, και αποδέχτηκε πρόσκληση του πανεπιστημίου της Σορβόννης για να διδάξει στην έδρα Nέας Eλληνικής Λογοτεχνίας, καθώς και να διευθύνει το Nεοελληνικό Iνστιτούτο. Tις θέσεις αυτές διατήρησε έως το 1978, οπότε και αποσύρθηκε από την ενεργό υπηρεσία.

Πηγή: Βιβλιονέτ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου