Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2022

Γιώργος Λιόδης:


 

Κάνει καλό

 

          Η σκοπιμότητα του εμφυλίου επέβαλε να δοθούν κάποιες παροχές στους αστυνομικούς που υπηρετούσαν στην Αττική. Για Θες/νίκη, Πάτρα και Κέρκυρα δεν ξέρω τι έγινε. Σίγουρα κάτι θα πήρανε.

          Θυμάμαι τα ελευθέρας στα λεωφορεία, τραμ και ηλεκτρικό, τα δωρεάν εισιτήρια δύο ατόμων για σινεμά, θέατρα, βαριετέ (τότε λειτουργούσαν μόνο δύο, Όαση και Πεύκα) και παραστάσεις στο καλλιμάρμαρο.

          Επίσης παίρναμε και τρόφιμα. Κυρίως ζάχαρη, γάλα σκόνη κονσέρβες corned beef αλλά και κατεψυγμένο κρέας, γύρω στη μισή οκά κατά οικογένεια που δινόταν από συγκεκριμένα κρεοπωλεία.  

          Μη πάει το μυαλό σε τυχόν νόστιμα κατεψυγμένα που βρίσκουμε τώρα σε κάποια σούπερ μάρκετ ή στη κεντρική αγορά. Μιλάμε για μεγάλα βοοειδή Αργεντινής πολύ παχιά. Ξύγκι κι’ άγιος ο θεός.

          Η μάνα μας ξεχωρίζοντας ψαχνό το μαγείρευε πετώντας το λίπος.

Ο διαχωρισμός δεν ήταν εύκολη δουλειά. Έπρεπε να τη βοηθάει και το κομμάτι.

Όμως παρά το μαγείρεμα έμεναν η μυρωδιά και η γεύση του λίπους.

          Μερικές φορές ήταν τόσο έντονα που δεν κατέβαινε ούτε μπουκιά. Τότε  άκουγα τον πατέρα μου, σοβαρό να λέει «τρώγε το,  κάνει καλό ! ! !». Μάλλον σκέφτηκε ότι στη κατοχή, αυτό θ’ ήταν  παντεσπάνι.

          Αυτό το «κάνει καλό» είχε καταντήσει εφιάλτης κάθε φορά που είχαμε κρέας. Ακόμα και τις λίγες φορές που το καλομαγειρεμένο ψαχνό, μοσχομύριζε από τα μπαχαρικά. 

          Όμως οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν χωρίς να καταργούν τον κανόνα.

Έτσι μια φορά που θα πήγαινα να το πάρω (με στέλνανε συχνά) και παρά το «κοίτα να σου δώσει καλό κομμάτι» είπα ότι η μάνα μου ζήτησε μόνο λίπος.

          Ο χασάπης ξαφνιάστηκε αλλά είχε και την περιέργεια, και ρώτησε γιατί το θέλει. Τα έχασα, ψέλλισα ένα «δεν ξέρω» οπότε άρχισε να ρωτάει μήπως θα κάνει … ή … και αράδιασε μερικές, άγνωστες συνταγές.

          Ευτυχώς δεν υπήρχε τηλέφωνο στο σπίτι για να ρώταγε. Βολεύτηκε όμως αφού θα ξεφορτωνόταν ξύγκι γλυτώνοντας καυγάδες με κάποιους ζόρικους που θα ζητούσαν «καλό κομμάτι».

          Κατάλαβα ότι το’ χα τραβήξει αλλά δεν εύρισκα και τρόπο να ξεφύγω.

Στο δρόμο για το σπίτι σκεφτόμουν την αντίδραση, αφού με την καμία αυτό που κρατούσα δεν το λες «καλό κομμάτι».  

          Τόσο εγώ, όσο και ο πατέρας μας, είχαμε ακούσει συχνά και σε επιτιμητικό ύφος «τι είναι αυτό; δεν είχε χειρότερο να σoυ φορτώσει». Είχε βέβαια κάποιο δίκιο, γιατί η απολίπωση ήταν δύσκολη δουλειά. 

          Η πρώτη κουβέντα ήταν γιατί άργησα. Άντε τώρα να πεις ότι έφταιγε ο κρεοπώλης που άργησε να ξεχωρίσει ψαχνό από λίπος. Μάλλον θα ξέφυγα  με κανένα «είχε ουρά» ή κάτι ισοδύναμο. Ανακουφίστηκα όταν μου είπε να το αφήσω κάπου. Το ‘κανα και πήγα στο δωμάτιο με τα παιχνίδια μου.

          Έπαιζα ξένοιαστος όταν ακούστηκε το «Γιώργο έλα γρήγορα». Περίμενα μάλωμα, λίγο αυστηρότερο, αλλά αυτό που άκουσα ήταν χειρότερο. «Να το πάς πίσω και πες του  ότι αυτό δεν είναι κρέας».

          Εκείνη τη στιγμή ήρθε ο πατέρας (ψιλοκοπάνες από την υπηρεσία) και του λέει «Δώστο συ και πες ότι δεν πρέπει να κοροϊδεύει μικρά παιδιά». Μπροστά σ’ αυτή την εξέλιξη αναγκάστηκα να πω το τι έγινε.

          Ξεθάρεψα, αφού γλύτωνα τα χειρότερα (κυρίως το ξύλο) έτσι όταν ρωτήθηκα γιατί το έκανα είπα με ύφος ελαφρά ειρωνικό, αλλά ακόμα φοβισμένο ότι «ο μπαμπάς λέει ότι κάνει καλό».

          Περίμενα κεραυνούς αλλά το μόνο που έγινε ήταν να κοιταχτούν και ο μπαμπάς να φύγει λέγοντας ότι πρέπει να γυρίσει στο τμήμα.

          Το λίπος δεν πήγε χαμένο. Κόπηκε κομματάκια, τσιγαρίστηκε και έγινε μια κρητική συνταγή με χόρτα, δεν θυμάμαι πως λεγόταν, αλλά, τι ειρωνεία, ήταν νοστιμότατη και όντως  έκανε  καλό.   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου