Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2021

Κώστας Περδίκης:


 

Ο σεισμός

Ήταν 5 Απριλίου του 1965.

Δευτέρα πρωί, ώρα 5.13, όταν μας βρήκε εκείνο το κακό.

Ο μεγάλος σεισμός.

Το σπίτι μας, θυμάμαι, κουνιόταν τρίζοντας για κάμποσα δευτερόλεπτα, που μας φάνηκαν ώρες. Πεταχτήκαμε κατατρομαγμένοι από τα κρεβάτια μας και μαζευτήκαμε όλοι στην τραπεζαρία.

Όταν επιτέλους, κάποια στιγμή, σταμάτησε ο εφιάλτης, άρχισαν να φτάνουν απ’ έξω φωνές από άντρες και γυναίκες που, κατεβασμένοι από τα σπίτια τους στον δρόμο, μίλαγαν πανικόβλητοι.

«Βάλτε κάτι πάνω σας, μας είπε τότε η μητέρα και πάμε να δούμε τι κάνουν ο παππούς και η γιαγιά». Έμεναν στην άκρη της πόλης.

Βγήκαμε στον δρόμο μέσα στο σκοτάδι, αχάραγα ακόμη. Οι γειτόνοι μας με τις πυτζάμες και τις παντόφλες, όπως σηκώθηκαν από τα κρεβάτια τους, ρώταγαν ο ένας τον άλλον, πασχίζοντας να μάθουν  κάτι περισσότερο. Ήσαν όλοι τους αναστατωμένοι, με  τον τρόμο ακόμη πάνω στα πρόσωπά τους.

Κατηφορίζοντας, μπροστά από το σπίτι της θειας Γλυκερίας, τη βρήκαμε να χτυπιέται. Το σπίτι της είχε διαλυθεί.

Όσο πέρναγε η ώρα, όλο και πλήθαιναν τα κακά μαντάτα, που έφταναν κι από άλλες πιο μακρινές γειτονιές.

Φτάνοντας, είδαμε τον παππού και τη γιαγιά να κάθονται έξω στην αυλή, μπροστά από την παλιά χαμοκέλα και να μας περιμένουν καρτερικά. Το όμορφο δίπατο σπιτάκι τους, μπροστά από το περιβόλι, είχε κι αυτό άσχημα χτυπηθεί από τον σεισμό.

Άρχισε σιγά, σιγά να ξημερώνει και το πρώτο φως της μέρας να φωτίζει ό, τι το σκοτάδι έκρυβε. Από τα όμορφα πέτρινα σπίτια της μικρής μας πόλης, όλα τους με στέγες, κάμποσα πέσανε και τα  περισσότερα βγήκαν βαριά τραυματισμένα από κείνη τη δοκιμασία. 

Το δικό μας σπίτι, για καλή μας τύχη, τη γλίτωσε με μερικές μονάχα ρωγμές, που με την πρώτη ματιά φαίνονταν να παίρνουν επισκευή.

Του παππού όμως κρίθηκε, από τα πρώτα, κατεδαφιστέο.

Ποιος να το ’λεγε, ότι στα τελευταία τους θα ξεσπιτώνονταν  και θα ξαναγύριζαν στην παλιά τους χαμοκέλα, εκεί που είχαν περάσει τα πρώτα δύσκολα χρόνια της ζωής τους.

Στις επόμενες μέρες κατέφτασε ο στρατός και άρχισε να στήνει σκηνές, σε ελεύθερους χώρους για τους ξεσπιτωμένους. Ήρθαν, μετά, οι μηχανικοί από το Υπουργείο Δημοσίων Έργων, για να κάνουν αυτοψίες και να  καταγράψουν τις ζημιές.

Μέχρι και η τότε Βασίλισσα Φρειδερίκη κατέφτασε, ουρανοκατέβατη με ένα μικρό ελικόπτερο, που προσγειώθηκε στο προαύλιο του Γυμνασίου μας. Ήρθε, έκανε τη βόλτα της στην πόλη, μοίρασε χαμόγελα και χαιρετούρες και απήλθε.

 Ένα, ένα, από τα σπίτια που οι μηχανικοί έκριναν κατεδαφιστέα, στη συνέχεια αναλάβαινε ο στρατός να το ρίξει, για να προλάβουν τα χειρότερα.

Βλέπαμε τους στρατιώτες να δένουν με συρματόσχοινα τους ετοιμόρροπους τοίχους και με τον «εργάτη» των ντόιτς να τους σωριάζουν κάτω.

Έτσι πολλά όμορφα πέτρινα σπίτια έπαψαν να υπάρχουν και στη θέση τους έχασκαν άδεια τα οικόπεδα, σαν στόμα ξεδοντιασμένο.

Το μόνο παρήγορο ήταν ότι, ευτυχώς, δεν θρηνήσαμε νεκρούς.

Εκείνος ο σεισμός, νομίζω, ήταν η κύρια αιτία που άλλαξε προς το χειρότερο η όψη της πόλης μας.

Στη θέση των παλιών πέτρινων σπιτιών με τις στέγες και τα όμορφα κάγκελα, ξεφύτρωσαν δίπατα, άχαρα, τσιμεντένια κουτιά.

Αν, από τότε και μετά, στους όρους δόμησης της πόλης είχε θεσπιστεί να είναι υποχρεωτική η κατασκευή στέγης στις νέες οικοδομές, το κακό θα είχε κατά μεγάλο ποσοστό περιοριστεί. Οι κάθε είδους αυθαίρετες κατασκευές πάνω στις νεόδμητες ταράτσες, που σήμερα ασχημαίνουν βάναυσα την όψη της πόλης μας, δεν θα υπήρχαν.

Τώρα βέβαια, κατόπιν εορτής, πολλά μπορούμε να λέμε, αλλά στερνή μας γνώση να σε είχαμε πρώτα.

Ο σεισμός, εκτός από τα παραπάνω, είχε και στην αφεντιά μου ένα καθοριστικό επακόλουθο.

Μέχρι τότε ετοιμαζόμουνα για τις εξετάσεις, κλίνοντας προς τη φιλολογική κατεύθυνση, με απώτερο στόχο να γίνω δημοσιογράφος.

Οι μηχανικοί, όμως, που ήρθαν για να καταγράψουν τις ζημιές του σπιτιού μας και τα πρόχειρα σκαριφήματα που έφτιαχναν και που εγώ κρυφοκοίταζα, έγιναν η αιτία να αλλάξω κατεύθυνση και να στραφώ αργότερα προς Πολυτεχνείο μεριά…  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου