Σάββατο 1 Ιουλίου 2023

Γιάννης Βαρβέρης (1955-2011):


 

                                      Εσπερινός της αγάπης


Η πόλη με οβελίες αλλού γιορτάζει.
Σταθμός Πελοποννήσου
κι απομεσήμερο του Πάσχα σε παγκάκι
μόνον εσύ κι εγώ καθόμαστε, μητέρα.
Είμαστε γέροι πια κι οι δυο
κι εγώ αφού γράφω ποιήματα
πιο γέρος.
Αλλά πού πήγανε τόσοι δικοί μας;
Μέσα σε μια βδομάδα
δεν απόμεινε κανείς.
Ήταν Μεγάλη βέβαια
γεμάτη πάθη, προδοσίες, σταυρώσεις-
θέλουν πολύ για να υποκύψουν οι κοινοί θνητοί;
Έτσι ακριβώς, από τα Βάγια μέχρι σήμερα
θα ‘πρεπε κάπως να ‘χαμε κι εμείς χωρέσει.
Όμως το Πάσχα τέλειωσε, μητέρα.
Κι εμείς τι θ’ απογίνουμε
σ’ ένα παγκάκι
αθάνατοι
καθώς νυχτώνει;


Να επισκεπτόμαστε τους επιζώντες ποιητές


Να επισκεπτόμαστε τους επιζώντες ποιητές
αν μάλιστα τυχαίνει να μένουμε στην ίδια πόλη
να τους βλέπουμε πού και πού
γιατί εκεί που ζούμε ήσυχοι
βέβαιοι πως ζούνε κι αυτοί – ξεχασμένοι έστω –
εκεί έρχεται το μαντάτο τους. 

Οι καλοί ποιητές μάς φεύγουνε μια μέρα
όχι γιατί πεθαίνουνε
από έμφραγμα ή από καρκίνο
αλλά γιατί φυτρώνουνε στα βλέφαρά τους
λουλούδια τρομερά. 

Ανοίγουνε κιτάπια στην αρχή
πάνε μετά στον οφθαλμίατρο
ρωτάνε κηπουρούς βοτανολόγους
η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά
λόγια φοβισμένα κι αόριστα
οι περαστικοί κι οι γείτονες σταυροκοπιούνται. 

Έτσι σιγά σιγά οι ποιητές μαζεύονται
αποτραβιούνται σπίτι τους
ακούγοντας δίσκους παλιούς
γράφοντας λίγο
όλο και πιο λίγο
πράγματα μέτρια.
Στο μεταξύ μες στην κλεισούρα
τα τρομερά λουλούδια αρχίζουν να ξεραίνονται
και να κρεμάνε
κι οι ποιητές δε βγαίνουν πια
μήτε για τα τσιγάρα τους στο διπλανό περίπτερο.
Μόνο σκεβρώνουνε κοντά στο τζάκι
ζητώντας την απόκριση από τη φωτιά
που πάντα ξεπετάει στο τέλος μια της σπίθα
κι αυτή γαντζώνεται
στα ξεραμένα φύλλα πρώτα
ύστερα στα ξερά κλαριά
σ’ όλο το σώμα
και τότε λάμπει το σπίτι
λάμπει ο τόπος
για μια μόνο στιγμή

κι αποτεφρώνονται.



Είμαστε άνθρωποι πικραμένοι 


    Μεγαλώσαμε και είμαστε
    πολύ πικραμένοι.

    Δεν μας παρηγορεί η υγεία:
    μια πλήξη πια
    υγιείς εμείς
    μόνο για να την ευχόμαστε στους συνανθρώπους.

    Δεν μας παρηγορούν τα χρήματα
    Εχομε τόσα
    που μπορούμε και να τα αγοράσουμε.

    Δεν μας παρηγορούν ούτε τα σώματα:
    μάς παραδίδονται αφειδώς
    γιατί το σφρίγος πάντοτε
    ποθούσε τη σοφία.

    Είμαστε άνθρωποι πικραμένοι.
    Μεγαλώσαμε και είμαστε πολύ
    πικραμένοι.

    Αυτό μονάχα μάς παρηγορεί.


    Ο Γιάννης Βαρβέρης (Αθήνα1955 - 25 Μαΐου 2011) ήταν Έλληνας ποιητής της γενιάς του '70, κριτικός, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Σπούδασε νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών.[3] Στράφηκε στη λογοτεχνία, εκδίδοντας επτά ποιητικά έργα και μεταφράσεις από την Αττική Κωμωδία και την ξένη λογοτεχνία. Ανθολογημένη η ποίησή του έχει μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες, όπως είναι η αγγλική, η γαλλική, η γερμανική, η ιταλική, η ισπανική και η ρουμανική.[4]

    Για το συνολικό του έργο απέσπασε σειρά βραβείων:

    ·         1996, Κρατικό βραβείο Κριτικής – Δοκιμίου.

    ·         2001, Βραβείο Καβάφη για την ποιητική συλλογή Ποιήματα 1975-1996 (Κέδρος, 2000).

    ·         2002, Βραβείο Ποίησης του περιοδικού «Διαβάζω» για την ποιητική συλλογή Στα ξένα (Κέδρος, 2001)

    ·         2010, Βραβείο Ποιήσεως του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών, για το σύνολο του ποιητικού του έργου[4]

    Πηγές: Μονόκλ, Andro 



    Δεν υπάρχουν σχόλια:

    Δημοσίευση σχολίου