Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2020

Κώστας Περδίκης:

 


Τιτανομαχίες μέχρις εξοντώσεως

 

Στη μνήμη του Θανάση

 

Το πελώριο κορμί του Θανάση κείτεται έξω από το ρινγκ, πεσμένο πάνω στα χαλίκια. Ο διαιτητής , σκυμμένος πάνω του, αρχίζει να μετράει και να τον ρωτά αν εγκαταλείπει. Εκεί­νος σφαδάζοντας από τον πόνο, με όση δύναμη του απομένει ουρ­λιάζει: «Όχι, στην πατρίδα μου ποτέ». 

Εκείνον τον μακρινό Αύγουστο, μεσούσης της Χούντας των συνταγματαρχών, έμελλε στη μικρή μας πόλη να ζήσουμε ιστορικές και ανεπανάληπτες στιγμές. Ο μηχανικός του ΟΛΥ­ΜΠΙΑ, του θερινού μας σινεμά, ο δαιμόνιος Βαγγέλης είχε τη φαεινή ιδέα να διοργανώσει ένα μικρό πρωτάθλημα  ελεύθερης πάλης (κατς), κάτι ανάλογο με εκείνο που κάθε καλοκαίρι λά­βαινε χώρα στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, στη λεωφόρο Αλε­ξάν­δρας. Αφορμή πήρε από το γεγονός ότι ένας συμπολίτης μας είχε γίνει σπουδαίος αθλητής της πάλης. Επρόκειτο για τον Θα­νάση, με το πα­ρατσούκλι Γατζούνης, μακαρίτη τώρα πια.

Ο Θανάσης ήταν ο μεγαλύτερος γιος  μιας πολυμελούς και φτωχιάς οικογένειας, που ζούσε σε μια χαμοκέλα, κοντά στο δάσος και τη λίμνη του Καϊάφα. Είχε μπει, σαν αστυφύλα­κας, στην Αστυνο­μία Πόλεων, αλλά λόγω των αξιοζήλευτων σωματικών του δια­στάσεων επιδόθηκε και στην Ελληνορω­μαϊκή πάλη, με εντυ­πωσιακές επιδόσεις, μέχρι που μια χρονιά, έφτασε να γίνει πρωταθλητής Ελλάδος στα βαρέα βάρη. Του άρεσε όμως και η ελεύθερη πάλη.

Ένα Σάββατο πρωί, λοιπόν, είδαμε κολλημένες στις κολώ­νες της ΔΕΗ μεγάλες χρωματιστές αφίσες, που διαλαλούσαν το μελ­λούμενο πρωτάθλημα. Τέσσερις παλαιστές, τέσσερα αγρι­ωπά πρόσωπα φορώντας μαγιό, διαφορετικού χρώματος, πόζα­ραν δείχνοντας τα τεράστια κορμιά τους. Με μεγάλα γράμματα κα­λούσαν τον κόσμο να παραστεί την Κυριακή το βράδυ, στις οκτώ, στο σινεμά για να δει από κοντά αυτούς τους γίγαντες να παλεύουν μεταξύ τους.

Με ονόματα όπως Αιμοβόρος, Τιτάνας, Άτλαντας, και Μο­λοσσός υπόσχονταν τιτανομαχίες μέχρις εξοντώσεως. Ο δικός μας, ο Θανάσης είχε το ψευδώνυμο Άτλαντας. Περιττό να πω ότι ο κόσμος, επειδή δεν είχε ξαναδεί κάτι παρόμοιο, «είχε πά­θει την πλάκα του». Η φράση στην αφίσα -μέχρις εξοντώσεως- ανέ­βασε στα ύψη  το ενδιαφέρον και την περιέργειά μας, τρο­μάζο­ντάς μας κάπως, είναι αλήθεια. Οι τέσσερις μονομάχοι από την άφιξή τους και λίγο πριν την ώρα των αγώνων βρίσκονταν σε διαφορετικά ση­μεία της πόλης, αποφεύγοντας λόγω θανάσι­μου μίσους, να έλ­θουν σε επαφή.

Ο Αιμοβόρος στρώθηκε στο καφενείο του Καρδαρά, στην πάνω αγορά. Ο Μολοσσός βολτάριζε στην κάτω αγορά, απένα­ντι από το σινεμά. Ο Τιτάνας μάθαμε ότι πήγε στον γειτονικό μας Καϊάφα, για να χορτάσει οξυγόνο από το δάσος του. Ο δι­κός μας, ο Θανάσης, ο Άτλαντας, προτίμησε τη θά­λασσά μας. Σουλατσάριζε επιδεικτικά, με το μπλε μαγιό του, κατά μήκος της παραλίας, με τη μαρίδα ξετρελαμένη να τον έχει πάρει από πίσω.

Από τα λεγόμενα και τις χειρονομίες τους ήταν ολοφάνερο ότι το επόμενο βράδυ της Κυριακής τα μάτια μας θα ’βλεπαν σκηνές πρωτόγνωρες, τρομερές και φοβερές. Ο καθένας τους, από την πλευρά του, ήταν σίγουρος για την νίκη του.

Την άλλη μέρα, με το που έπεσε ο ήλιος, κατηφορίσαμε στο σινεμά για να πιάσουμε θέση όσο πιο μπροστά γινόταν. Δεν άργησε να δημιουργηθεί το αδιαχώρητο. Λόγω του Θανάση, όλοι μας είχαμε ένα λόγο παραπάνω να δώσουμε εκείνη τη βραδιά το παρόν.

Μπροστά από την οθόνη είχε στηθεί το ρινγκ με τα σχοινιά, ένα μέτρο και, πάνω από τα χαλίκια. Πίσω, το πανί της οθόνης γεμάτο απ’ άκρη σ’ άκρη με τη γνωστή αφίσα. Στη πρώτη σειρά, των καθισμάτων, τιμητικά, παρατάσσεται όλη η φαμίλια του Θανάση. Ο πατέρας του, ένα κοντό συμπα­θητικό ανθρω­πάκι, δίπλα η μάνα του, μια αντρογυναίκα και παραδίπλα τα αδέλφια του, όλα τα Γατζουνόπουλα, από το πιο μικρό μέχρι το πιο μεγάλο.

Για διαιτητής προσφέρθηκε να είναι ο ίδιος ο Βαγγέλης. Ως  Αθηναίος αυτός είχε παρακολουθήσει αγώνες πάλης και ήξερε κουτσά στραβά τα βασικά των κανονισμών της.

Κάποια στιγμή τα φώτα χαμηλώνουν και ένας δυνατός προβολέας λούζει με το φως του το ρινγκ. Ο διαιτητής, παρου­σία των τεσσάρων μονο­μάχων, κάνει την κλήρωση για τα δύο ζευγάρια των ημιτελι­κών. Οι νικητές των δύο πρώτων αγώνων θα αγωνιστούν στον μεγάλο τελικό. Ο Θανάσης κληρώθηκε να αγωνιστεί στον δεύτερο ημιτε­λικό.

Ο πρώτος αγώνας μεταξύ των αγνώστων μας Αιμοβόρου και Μολοσσού δεν έχει καμιά σημασία για μας και  αδιαφο­ρούμε πλήρως για το ποιος θα βγει νικητής. Έρχεται, όμως, η σειρά του δεύτερου ημιτελικού, μεταξύ του Θανάση ( Άτλαντα) και του Τυφώνα.

Ενθουσιασμός, φωνές, χειροκροτήματα. Οι αντίπαλοι ισο­δύναμοι. Τη μια στιγμή σωριάζεται ο ένας στο καναβάτσο και την άλλη ο άλλος. Το ξύλο πέφτει σύννεφο και τα βογκητά του πόνου ακούγονται μέχρι τις πίσω σειρές. Για καλή μας τύχη, προς το τέλος του αγώνα, ο αντίπαλος του Θανάση τραυματίζε­ται και εγκαταλείπει. Ο Θανάσης μας είναι στον τελικό. Κάτω πανζουρλισμός. Όλη η οικογένεια όρθια χειροκροτεί και καμα­ρώνει το βλαστάρι της.

Περασμένες πια εννιά φτάνει η μεγάλη στιγμή του τελικού. Πάνω στο ρινγκ, διαγωνίως απέναντι, τα δυο θηρία ο Αιμοβό­ρος και ο Άτλαντας (Θανάσης) με βρυχηθμούς,   πιασμένοι από τα σχοινιά, περιμένουν πως και πως τον Βαγγέλη να σφυρίξει την έναρξη. Και ο αγώνας κάποτε αρχίζει.

Τα δυο πελώρια κορμιά αγκαλιάζονται, κτυπιούνται με φο­βερή δύναμη, βγάζοντας κραυγές πόνου. Ο Θανάσης παραπα­τάει και την άλλη στιγμή βρίσκεται στο καναβάτσο ακινητο­ποιημένος από τον αντίπαλό του. Ο διαιτητής αρχίζει το μέ­τρημα, αλλά πριν φτάσει στο τρία με μια ύστατη προσπάθεια σηκώνεται και πάλι όρθιος.

Τώρα είναι η σειρά του αντίπαλου να φάει το ξύλο της χρο­νιά του, στριμωγμένος στη μια γωνιά από τον Θανάση. Το παλι­κάρι μας έχει ξαναβρεί τη δύναμη και τη σιγουριά για τη νίκη του, που απ’ ό,τι φαίνεται δεν θ’ αργήσει να ’ρθει. Δυστυ­χώς όμως για κείνον και για όλους μας έρχονται, μετά,  τα πάνω κάτω.

Το πόσο ξύλο έφαγε στα επόμενα λεπτά ο Θανάσης από τον Αιμοβόρο δεν περιγράφεται. Βογκώντας προσπαθεί να αποφύ­γει τα κτυπήματα του αντιπάλου του και να πάρει μιαν ανάσα. Αντί όμως γι αυτό βλέπουμε τον Αιμοβόρο με ένα απίθανο αεροπλανικό κόλπο να τον σηκώνει ψηλά και με απίστευτη δύναμη να τον πετάει έξω από το ρινγκ πάνω στα χαλίκια.

Τραγωδία. Όλη η φαμίλια κλαίει μ’ αναφιλητά. Η έρμη μάνα του τραβάει τα μαλλιά της μονολογώντας «τι σου ’κανε παιδάκι μου». Στον κόσμο βουβαμάρα. Κρατάμε την αναπνοή μας, αγωνιώντας για το μετά. Ο Βαγ­γέλης, μη μπορώντας να κάνει αλλιώς, ρωτάει για τελευταία φορά τον Θανάση αν εγκα­ταλείπει. «Όχι, στην πατρίδα μου ποτέ» βγαίνει σαν ουρ­λιαχτό η απάντηση από το στόμα του.

Και το θαύμα του Άγιου Σπυρίδωνα, του πολιούχου μας, γί­νεται. Ο Θανάσης μας, πριν το μέτρημα του Βαγγέλη τελειώ­σει, σηκώνεται και σκαρφαλώνει στο ρινγκ. Ορθώνει το τερά­στιο κορμί του κα με σηκωμένα τα χέρια του είναι σαν να δίνει όρκο  στη σημαία. Τώρα οι δυνάμεις του είναι διπλάσιες. Με μια φοβερή λαβή ρίχνει τον Αιμοβόρο στο καναβάτσο και ξα­πλώνει πάνω του, για να μη μπορεί να κάνει την παραμι­κρή κίνηση. Ο διαιτητής αρχίζει να μετράει. Ο χρόνος τελειώ­νει.

Ο Θανάσης είναι ο μεγάλος νικητής, ο θριαμβευτής των αγώνων. Ο διαιτητής, ο Βαγγέλης, τον φέρνει στο κέντρο του ρινγκ και του σηκώνει το χέρι του ψηλά. Όλοι μας όρθιοι ζητω­κραυγάζουμε, επευφημούμε τον ήρωά μας. Η φαμίλια αγάλλε­ται, κλαίει και πάλι, αλλά τώρα από χαρά και υπερηφάνεια. Ο Θανάσης σκεπασμένος με την γαλανόλευκη κάνει γύρους θρι­άμβου στο ρινγκ χαιρετώντας το πλήθος, που τον αποθεώνει. 

Τελειώνοντας νομίζω ότι είναι απαραίτητη μια διευκρίνιση: Πιστεύω να έχει γίνει αντιληπτό ότι εκείνο το μικρό πρωτά­θλημα ελεύθερης πάλης (κατς) ήταν στην πραγματικότητα μια καλοστημένη θεατρική παρά­σταση, με πολύ μίσος, εντυπω­σιακά κόλπα, δύσκολες φάσεις και πολύ ξύλο. Όλα ήσαν κανο­νισμένα και σκηνοθετημένα από πριν, όπως βέβαια και το ποιος θα ήταν ο μεγάλος νικητής του πρωταθλήματος. Άλλωστε ο Βαγγέλης, για τους δικούς του αγώνες, είχε σαν πρότυπο εκεί­νους που κάθε καλοκαίρι, όπως είπαμε, γινόντουσαν στο γή­πεδο του Παναθηναϊκού με μεγάλη επιτυχία…


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου