Σάββατο 27 Μαΐου 2023

Κώστας Περδίκης:

 


Μια μικρή αναδρομή

 

Όλα άρχισαν πολλά χρόνια πριν.

Δεν είχα πάει, ακόμη, σχολείο και η πρώτη μου θύμηση είναι όταν μου διάβασαν εκείνο το ποιηματάκι του Ζαχαρία Παπαντωνίου, Η κατάρα του πεύκου, που άρχιζε:

Γιάννη γιατί έκοψες το πεύκο;

Γιατί; Γιατί;

Αγέρας θα ’ναι, λέει ο Γιάννης

και περπατεί.

 Θυμάμαι να ένιωσα στη ψυχούλα μου μια λύπη ανάκατη με έναν αδιόρατο φόβο.

Μετά, στο αναγνωστικό της Α’ δημοτικού υπήρχαν μικρά ποιήματα, όπως Το Φθινόπωρο, του Γεωργίου Δροσίνη:

Χειμώνιασε και φεύγουν τα πουλιά.

Γοργά ο πελαργός τα πελαγώνει

Και η φλύαρη χελιδονοφωλιά

Χορτάριασε παντέρημη και μόνη.

 Ακολούθησαν τα διηγήματα και τα ποιήματα, που ήσαν στα Αναγνωστικά βιβλία των μεγαλύτερων τάξεων του δημοτικού και των αντίστοιχων του Γυμνασίου και Λυκείου.

Ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με τους λογοτέχνες:

Γιάννη Βλαχογιάννη, Κώστα Κρυστάλλη, Ανδρέα Καρκαβίτσα, Μιχαήλ Μητσάκη, Χρήστο Χρηστοβασίλη, Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, Διονύσιο Σολωμό, Ανδρέα  Κάλβο, Κωστή Παλαμά, Κωνσταντίνο Καβάφη, Λορέντζο Μαβίλη, κ.ά. και γλυκάθηκα με τα κείμενά τους.

Για τις εργασίες των Νέων Ελληνικών μου αγόρασαν οι γονείς μου τους τέσσερις (4) τόμους της σειράς Αγαπημένα Διηγήματα, μιας ανθολογίας, που περιλάμβανε  ένα χαρακτηριστικό διήγημα του κάθε συγγραφέα, μαζί με το συνοπτικό βιογραφικό του.

Παράλληλα άρχισα να διαβάζω ό, τι εξωσχολικό (περιοδικά, εφημερίδες) υπήρχε τότε:

Ελληνόπουλο, Η Διάπλασις των παίδων, Κλασσικά εικονογραφημένα, Μικρός ήρως, Υπεράνθρωπος, Μίκυ Μάους, Ταρζάν, Γκαούρ Ταρζάν, Μικρός Σερίφης, Μπράβο και αργότερα Εικόνες, Ταχυδρόμος, Μεσημβρινή.

Μαθητής στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου έστειλα και μου δημοσίευσε η Διάπλασις των παίδων την πρώτη μου ποιητική απόπειρα και το πρώτο μου διηγηματάκι, καθώς και μερικά σκίτσα μου.

Η Μάσκα και Το μυστήριο ήταν απαγορευμένα, ως "ακατάλληλα δι’ ανηλίκους".

Καθώς το ραδιόφωνο άργησε να μπει στο σπίτι μας, εκτός από τα παιχνίδια στις γειτονιές, το διάβασμα λογοτεχνικών βιβλίων ήταν η δεύτερή μου χαρά και απόλαυση, η πολύτιμη καταφυγή μου.

Με τα Κλασσικά εικονογραφημένα, έστω και μ’ αυτόν τον περιληπτικό τρόπο, εικόνες και μικρές λεζάντες, πρωτογνώρισα έργα της παγκόσμιας  λογοτεχνίας:

Οι άθλιοι, Η παναγία των Παρισίων, Οι Τρεις Σωματοφύλακες, Έγκλημα και Τιμωρία, Άμλετ, Τομ Σώγιερ, Οι ιππότες της στρογγυλής τραπέζης, Το νησί των θησαυρών, Χριστουγεννιάτικη ιστορία, Νταβίντ Κόπερφιλντ, Όλιβερ Τουίστ, Ρομπέν των δασών, Γουλιέλμος Τέλλος κ.ά.

Αργότερα τα έργα αυτά θα τα διαβάσω, στην ολοκληρωμένη τους μορφή, στα βιβλία που αγόρασα ο ίδιος, αλλά κι σε άλλα που μου προμήθευσε ο, μεγαλύτερος από μένα, πρωτοξάδελφός μου.

O αείμνηστος Κώστας, ο  ξάδελφός μου, ήταν και ο μέντοράς μου. Του οφείλω πάρα πολλά.

Όλα εκείνα τα βιβλία εξακολουθούν, μέχρι σήμερα, να βρίσκονται σε περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη μου.

Ο Ιβανόης, Η καλύβα του μπάρμπα θωμά, Ο Ροβινσών Κρούσος, Ο Μιχαήλ Στρογκώφ, Τα τέκνα του πλοιάρχου Γκραν, Από τη γη στη σελήνη, 20000 λεύγες υπό την θάλασσα, Ταξίδι στο κέντρο της γης, Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ κ.ά.

Στην εφημερίδα Μεσημβρινή, που διάβαζα τότε, με κέρδισε αμέσως ο πρωτοεμφανιστείς  Φρέντυ Γερμανός και τα μικρά του χρονογραφήματα, με το ιδιαίτερο στιλ και χιούμορ τους.

Όταν αποκτήσαμε το πρώτο ραδιόφωνο, άκουγα ανελλιπώς Το θέατρο στο μικρόφωνο και Το θέατρο της Κυριακής του Αχιλλέα Μαμάκη, όπως επίσης μου άρεσαν και Οι αστυνομικές ιστορίες μυστηρίου.

Το καλοκαίρι του ’65, στο σπίτι του ξαδέλφου μου στην Ελευσίνα, ανακάλυψα τα βιβλία του Αντώνη Σαμαράκη και μαγεύτηκα.

Το λάθος, Ζητείται ελπίς, Αρνούμαι

Με επηρέασαν τόσο πολύ, με τον ανθρωπισμό τους, τον κοφτό τους λόγο, καθώς και με το χιούμορ και με το αναπάντεχο τελείωμά τους, που πολλά χρόνια αργότερα, όταν δοκίμασα να γράψω κάτι δικό μου, αυτά είχα στο μυαλό μου σαν πρότυπο.

Ακολούθησαν, μετά, τα χρόνια των σπουδών μου στο Ε.Μ.Π. (1967-1972) με τις πολύωρες παρακολουθήσεις των μαθημάτων και τον μεγάλο φόρτο των εργασιών, με αποτέλεσμα να αρκεστώ στο διάβασμα, σχεδόν, μόνο εφημερίδων και περιοδικών, Επίκαιρα κ. ά.

Το ίδιο και στη περίοδο της στρατιωτικής μου θητείας (1972-1975), που κράτησε είκοσι οκτώ (28) μήνες.

Αμέσως μετά τον στρατό, στη μεταπολίτευση πλέον, μαζί με τον φίλο μου τον Αποστόλη, γνωρίσαμε στο γραφείο των εκδόσεων Διογένης τον σπουδαίο άνθρωπο των γραμμάτων Κώστα Κουλουφάκο, που μας σύστησε ορισμένα βιβλία, αριστερών κυρίως συγγραφέων:

Το τέλος της μικρής μας πόλης, Η φωτιά, Οι ανυπεράσπιστοι του Δημήτρη Χατζή  και Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα του Μενέλαου Λουντέμη.

Παράλληλα, κάθε δεκαπέντε μέρες αγόραζα και διάβαζα ανελλιπώς το περιοδικό αντί.

Στη συνέχεια, το ενδιαφέρον μου επικεντρώθηκε κυρίως στη Ελληνική λογοτεχνία:

Κωνσταντίνος Καβάφης, Ανδρέας Καρκαβίτσας, Νίκος Καζαντάκης, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Γρηγόριος Ξενόπουλος, οι εκπρόσωποι της γενιάς του  ’30 (Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Γιάννης Ρίτσος, Ανδρέας Εμπειρίκος, Νίκος Εγγονόπουλος, Νίκος Γκάτσος, Νίκος Καβαδίας, Γιώργος Θεοτοκάς,  Άγγελος Τερζάκης, Στρατής Μυριβίλης,  Ηλίας Βενέζης, Μ. Καραγάτσης, Κοσμάς Πολίτης),

αλλά και νεώτεροι όπως:

Κώστας Καρυωτάκης, Κώστας Ταχτσής, Γιώργος Ιωάννου, Στρατής Τσίρκας, Μάριος Χάκας, Ασημάκης Πανσέληνος,  Ηλίας Πετρόπουλος, Άρης Αλεξάνδρου, Θανάσης Βαλτινός, Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Μένης Κουμανταρέας, Χριστόφορος Μηλιώνης, Ανδρέας Φραγκιάς, Βασίλης Βασιλικός, Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Θοδωρής Γκόνης, Ζυράνα Ζατέλη,  Θοδωρής Καλλιφατίδης, Νίκος Δήμου, Γιάννης Ξανθούλης, Τάκης Δόξας, Γιώργης Παυλόπουλος, Τάκης Σινόπουλος, Μιχάλης Κατσαρός, Κική Δημουλά, Μιχάλης Γκανάς, Γιώργος Χρονάς, Χρήστος Λάσκαρης, Γιώργος Μαρκόπουλος, Βαγγέλης Αποστολόπουλος κ.ά.

Δεν μπορώ, όμως, να μην αναφέρω το πόσο μεγάλη εντύπωση μου έκαναν, όταν πρωτοδιάβασα, τα διηγήματα του Άντον Τσέχωφ.

Σπούδασα μια θετική επιστήμη, εκείνη του πολιτικού μηχανικού στο Ε.Μ.Π. και άσκησα ένα καθαρά τεχνικό επάγγελμα, που ουδεμία σχέση έχει με τη λογοτεχνία και τη συγγραφή βιβλίων.

Η αγάπη μου όμως για τη λογοτεχνία και τα βιβλία, από τότε που κατάλαβα τον εαυτό μου, δεν έπαψε να υπάρχει μέσα μου και η καταφυγή μου σ΄ αυτά  μου έκανε πιο όμορφη τη ζωή μου.

Κάποια στιγμή, στα 60 μου πια, επιχείρησα να γράψω κάτι για τον αγαπημένο μου παππού, που έζησε μια μακρά και πολυτάραχη ζωή, που κράτησε έναν αιώνα και κάτι.

Το έκανα, περισσότερο, για να γνωρίσω αυτόν τον άνθρωπο στα παιδιά μου και σε ένα μικρό κύκλο φίλων μου.

Αυτό αποτέλεσε και την αρχή.

Δειλά, δειλά, το ένα διήγημα έφερε το άλλο, αβίαστα, από μια εσωτερική μου ανάγκη να εξωτερικέψω δικές μου πολύτιμες θύμησες και βιώματα, έχοντας μια κρυφή ελπίδα ότι θα αγγίξουν κι άλλους ανθρώπους, βρίσκοντάς τα ενδιαφέροντα και θα τους κερδίσω σαν αναγνώστες μου.

Έτσι προέκυψαν από το 2014 μέχρι το 2021 τέσσερις (4) συλλογές διηγημάτων και ένα μικρό γλωσσάρι, με εφτακόσιες (700) περίπου ιδιωματικές λέξεις, που ακούγονταν κάποτε στην ευρεία περιοχή μας, στην πρώην επαρχία Ολυμπίας και σήμερα έχουν σχεδόν ξεχαστεί.

Φτάνοντας στο τέλος της μικρής αυτής αναδρομής μου, νομίζω ότι δίνεται, τώρα, μια κάποια εξήγηση στο ερώτημα, που δικαιολογημένα θα μπορούσε κάποιος να μου απευθύνει:

--Τι γυρεύεις εσύ, ένας πολιτικός μηχανικός, ένας τεχνοκράτης, στα χωράφια της λογοτεχνίας;

Kατά το γνωστό:

--Tι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι;…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου