Σάββατο 11 Ιουλίου 2020

Κώστας Περδίκης:



να τα πούμε θεια;


Με τον Μίμη, τον συμμαθητή μου, δεν υπήρξαμε ποτέ "κολλητοί".
Είμαστε όμως, για κάμποσα χρόνια, αχτύπητο δίδυμο στα κάλαντα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.
Τα "Φώτα" δεν τα λέγαμε ποτέ, ίσως γιατί ήσαν προς το τέλος των διακοπών και η επικείμενη επιστροφή στο σχολείου μας χάλαγε τη διάθεση.
Από την προηγούμενη μέρα έπρεπε να φροντίσουμε για τον κουμπαρά.
Ο πατέρας του Μίμη είχε βιβλιοχαρτοπωλείο και το πρακτορείο εφημερίδων και έτσι εύκολα βρίσκαμε τα απαραίτητα υλικά.
Ένα χαρτοκούτι, μεγαλούτσικο, που το τυλίγαμε με χρωματιστή κόλλα γλασέ και στο πάνω μέρος κάναμε τη σχισμή για να πέφτει από εκεί το παραδάκι.
Κολλάγαμε  αστέρια στις πλευρές του και γράφαμε με μεγάλα γράμματα "Χρόνια Πολλά".
Την επομένη,  όπως είχαμε συμφωνήσει, συναντιόμαστε, αχάραγα μέσα στο σκοτάδι, κάπου στο ενδιάμεσο των σπιτιών μας.
Αρχίζαμε πάντα την εξόρμησή μας από το σπίτι του κυρ-Νιόνιου, που έκανε τον γραμματέα στον συμβολαιογράφο.
Έμενε, τότε, αρκετά μακριά από την πόλη, στο Κάτω Ξεροχώρι, μια γειτονιά με καμιά δεκαριά όλα-όλα σπίτια.
Ο στόχος μας ήταν να φτάσουμε εκεί πρώτοι, γιατί ο κυρ-Νιόνιος πίστευε πολύ στο καλό ποδαρικό και γι΄ αυτό ήταν πολύ γενναιόδωρος.
Μας έδινε ένα ολόκληρο τάλιρο, μεγάλο ποσό εκείνα τα χρόνια.
Για τον πολύ κόσμο ένα πενηνταράκι άντε το πολύ μία δραχμή ήταν το συνηθισμένο φιλοδώρημα.
Για να φτάσουμε μέχρι το σπίτι του κυρ-Νιόνιου κάναμε αληθινό άθλο.
Ο δρόμος ήταν σκοτεινός, γεμάτος λάσπες και αν τύχαινε να μην έχει φεγγάρι, φωτίζαμε με έναν φακό για να βλέπουμε που πατάμε.
Περνούσαμε δίπλα από αγροτόσπιτα, με κάτι άγρια σκυλιά, που μας γάβγιζαν ασταμάτητα και η ψυχή μας πήγαινε στην Κούλουρη.
Μοιραζόμαστε όμως την τρομάρα μας και συνεχίζαμε την πορεία,  δίνοντας κουράγιο ο ένας στον άλλο.
Στην επιστροφή, ικανοποιημένοι και με δυναμωμένη την αυτοπεποίθησή μας, αφού ο στόχος μας είχε επιτευχθεί, η μέρα άρχιζε να χαράζει.
Σειρά τότε είχαν τα Πέρα Καλύβια, όπου εκεί ο Μίμης είχε συγγενείς, θείες και θείους και έτσι είχαμε τις εισπράξεις  εξασφαλισμένες.
Πέφταμε όμως, μερικές φορές και σε κάτι γριούλες, που προς μεγάλη μας απογοήτευση, αντί για λεφτά, μας έδιναν καρύδια ή κουλούρια.
Ο ήλιος είχε βγει για τα καλά, όταν  αρχίζαμε να τα λέμε σε συγγενικά μας σπίτια στο κέντρο της πόλης και στα μαγαζιά της αγοράς.
Κοντά στο μεσημέρι ο κουμπαράς μας είχε ήδη βαρύνει αρκετά και στην ερώτησή μας: "να τα πούμε;" τις περισσότερες φορές εισπράτταμε την απάντηση: "τώρα…μας τα΄ παν άλλοι".
Ήταν σημάδι πως έφτασε η ώρα να σταματήσουμε.
Πηγαίναμε, τότε, κατευθείαν στο μαγαζί του Μίμη και ανοίγαμε τον κουμπαρά πάνω στον ξύλινο πάγκο.
Η μοιρασιά, όλες τις φορές, ήταν δίκαιη και ποτέ δεν τσακωθήκαμε.
Ο χώρος του μαγαζιού ήταν ένα στενόμακρο ορθογώνιο, λίγο σκοτεινό, γιατί το φως έμπαινε μόνο από την πόρτα, που έβλεπε στον δρόμο.
Ένας ξύλινος πάγκος, σε σχήμα πι, χώριζε τους πελάτες από τα ράφια, όπου ήσαν αραδιασμένα τα εμπορεύματα.
Δίπλα στην είσοδο ήταν μία βιτρινούλα, σαν μικρό παράθυρο και εκεί ο  βιβλιοπώλης μοστράριζε ό,τι πιο καλό διέθετε το μαγαζί του.
Δυο-τρία βιβλία, συνήθως μυθιστορήματα, κουρδιστά  τραινάκια ή καμιά μπάλα δερμάτινη, όλα πολυπόθητα στα μάτια μας, αλλά δυσανάλογα ακριβά για το χαρτζιλίκι μας. 
Μπαίνοντας, ένιωθες έντονη τη μυρουδιά των φρεσκοτυπωμένων περιοδικών και εφημερίδων, που με τάξη είχαν τοποθετηθεί στα ράφια.
Ζήλευα τον Μίμη  που ήταν τυχερός, γιατί ό,τι ήθελε από εφημερίδες, περιοδικά ή βιβλία το έβρισκε εκεί τζάμπα και το διάβαζε.
Κάθε βδομάδα περίμενα πως και πως τη μέρα που θα ερχόταν
η Διάπλασις των Παίδων.
Την αγόραζα ανελλιπώς, μέχρι που έπαψε να βγαίνει.
Αργότερα, πιο μεγάλος, έπαιρνα τις Εικόνες και τον Ταχυδρόμο.
Όλα τα περιοδικά τα έβρισκες εκεί μέσα:
Μικρό Ήρωα, Ταρζάν, Μίκυ Μάους, Υπεράνθρωπο, Κλασσικά Εικονογραφημένα.
 Ακόμη, Μάσκα και Μυστήριο, απαγορευμένα, όμως, για την ηλικία μας.
Η Μεσημβρινή ήταν η αγαπημένη μου εφημερίδα.
Είχε ολόκληρη την τελευταία της σελίδα με αθλητικά και συνεργάτες τους νέους τότε Κυρ και Φρέντυ Γερμανό.
Στην αγορά, τις εφημερίδες και τα περιοδικά μοίραζε κάθε μέρα ο Σπύρος ο Τζέμος, ένα τετραπέρατο και ευρηματικό φτωχόπαιδο.
Μέχρι και ποιηματάκι είχε σκαρφιστεί για να διαλαλεί καλύτερα την πραμάτειά του.
Το θυμάμαι ακόμη:

"Ακρόπολη, Βήμα, Καθημερινή,
Κήρυκας, Ελευθερία,
Ρομάντζο, Θεατής,
Ντομινό, Φαντασία".

Ο Μίμης ήταν και για έναν άλλο λόγο τυχερός.
Απολάμβανε, καμαρωτός, τις βόλτες πάνω στη μοτοσικλέτα του πατέρα του, σαν συνεπιβάτης.
Ήταν μια φοβερή BMW με καλάθι, που μ΄ αυτή μετέφεραν τις εφημερίδες και τα περιοδικά από τον σταθμό του τραίνου στο μαγαζί.
Είχε διαφορικό και έβγαζε ένα γλυκό υπόκωφο ήχο.

Τώρα πια, ο Μίμης κι εγώ, είμαστε και οι δύο συνταξιούχοι.
Τα μαλλιά και τα γένια μας είναι σε, μεγάλο βαθμό, ασπρισμένα.
Όταν τύχει και  βρεθούμε, όποιος πρωτοπρολάβει λέει στον άλλο:
"Θυμάσαι ρε τότε που λέγαμε τα κάλαντα;" και ακολουθεί πάντα η ίδια επωδός:
"Αχ ωραία εκείνα τα χρόνια"…

Από το βιβλίο Σινική Μελάνη, 2014


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου