Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2019

Κώστας Περδίκης:



Μακρινά Χριστούγεννα...


Δυο τρεις μέρες πριν κλείσουν τα σχολεία για τις διακοπές των Χριστουγέννων, ο πατέρας μου συνήθιζε να πηγαίνει, πάντα με το γαϊδούρι του, στο λιοστάσι μας, στον Κάνταλο ,στην κορυφή του απέναντι λόφου. Στην κάτω μεριά του, εκεί που τέλειωναν οι ελιές, άρχιζε ένας μεγάλος κυπαρισσώνας με κάθε λογής κυ­παρίσσια. Από εκεί, ο πατέρας κάθε χρόνο διάλεγε ένα θηλυκό κυπαρισ­σάκι, με ανοιχτά κλαδιά, σαν έλατο και μας το κουβα­λούσε στο σπίτι για να αποτελέσει το Χριστουγεννιάτικο δέ­ντρο μας.
Η μητέρα μας το έβαζε σε μια πήλινη γλάστρα με χαλίκια, για να στέκεται σταθερά όρθιο και το τοποθετούσε στη μια γω­νία του χωλ,  φάτσα με την κύρια είσοδο του σπιτιού μας.
Ύστερα, εγώ και η αδελφή μου αναλαμβάναμε να το στολί­σουμε.
Αρχίζαμε από την κορυφή του, όπου βάζαμε το ασημένιο αστέρι της Βηθλεέμ, με την ουρά. Μετά, κρεμάγαμε στα κλαδιά τις πολύχρωμες μπάλες, που έτσι και τις έσφιγγες λίγο γίνονταν θρύψαλα, καθώς και όσα άλλα στολίδια διέθετε η συλλογή μας. Στη βάση του δέντρου έπαιρνε τη θέση της η μεγάλη φάτνη. Χρωματιστά φωτάκια, μπαλόνια διαφόρων χρωμάτων και μι­κρές τούφες από μπαμπάκι, για χιόνι, ολοκλήρωναν τη διακό­σμηση. Τελειώνοντας, πανευτυχείς για το αποτέλεσμα, καμα­ρώναμε το δημιούργημά μας, έτοιμοι για τη σύγκριση με τα δέντρα των φίλων μας.
Εκείνη όμως τη χρονιά, δεν ξέρω γιατί, ο πατέρας ξεχά­στηκε. Έφτασε η προπαραμονή χωρίς να μας προμηθεύσει το καθιε­ρωμένο δέντρο. Αρχίσαμε και οι δυο μας την γκρίνια.
Τι να κάνει και η μητέρα μας; Αν και ήταν ψόφια από την κού­ραση, που είχε τραβήξει όλη τη μέρα για να ετοιμάσει τους κουραμπιέδες και τα μελομακά­ρονα, μου λέει αποφασιστικά:
 «Εμπρός, σήκω να πάμε να βρούμε δέντρο».
Ήταν απογευματάκι, ο καιρός είχε βαρύνει και ετοιμαζόταν για βροχή. Πήραμε τον δρόμο, που πάει στα λουτρά. Φτάνοντας στην Ξεροχωρίτικη γράνα, μπήκαμε μέσα στην κοίτη της και αρχίσαμε να βαδίζουμε προς τα δυτικά. Η γράνα δεν κατέβαζε, ακόμη, πολύ νερό και έτσι υπήρχε στε­γνό χώμα για να περπα­τάμε, χωρίς να βρεχόμαστε. Αριστερά και δεξιά, στις όχθες, βλέπαμε κάθε είδους θάμνους και δέντρα. Λυγαριές, δάφνες, πλατάνια. Εκείνο όμως που ψάχναμε δεν έλεγε να φανεί.
Συνεχίσαμε την πορεία, προσπερνώντας το αμπέλι μας, που ήταν στο πλάι του ρέματος. Λίγο ακόμη και θα φτάναμε στη λίμνη, όπου κατέληγε και χυ­νόταν. Τότε, μετά από μια μικρή καμπή που έκανε το ρέμα, ως εκ θαύματος, είδαμε να στέκει στη δεξιά όχθη, σαν να μας περιμέ­νει, εκείνο που εναγωνίως αναζητούσαμε.
Ήταν ένα μικρό θηλυκό κυπαρισσάκι, πανέμορφο, όμοιο με μικρό έλατο.
Δεν μου πήρε παρά λίγα λεπτά να το φτάσω και με το μικρό πριόνι, που είχα μαζί μου, να το κόψω. Ελαφρύ, καθώς ήταν, το φόρτωσα στον ώμο μου και βλέποντας τη μητέρα μου εξίσου ικανοποιημένη, πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Οι πρώτες σταγόνες άρχισαν να πέφτουν, κάνοντάς μας να τα­χύνουμε το βήμα μας για να προλάβουμε τη μπόρα.
Εκείνο το δέντρο, είμαι σίγουρος, ήταν το πιο όμορφο απ΄ όλα όσα είχαμε  στολίσει, σαν παιδιά.

Είναι Χριστούγεννα 1999, βραδάκι. Σε λίγες μέρες ο 20ος αιώνας θα μας αποχαιρετήσει. Το πρωί έβρεξε, αλλά τώρα όλα έχουν πάλι στεγνώσει. Κάθομαι, σχεδόν μόνος μου, στην πάνω πλατεία σ΄ ένα πα­γκάκι. Ο  πολύς κόσμος δεν έχει βγει ακόμη στην αγορά, ύστερα από το μεσημεριάτικο γεύμα του.
Στην απέναντι γωνία, ο δήμος, όπως κάθε χρόνο, έχει στολίσει ένα δέντρο με χρωματιστά λαμπάκια, που αναβοσβήνουν ρυθ­μικά. Κοιτάζοντάς το, ξεχνιέμαι. Αρχίζω να ταξιδεύω πολύ-πολύ πίσω…
Τότε, σαν κάτι ν΄ άστραψε μέσα μου, κάτι που έπρεπε, ευ­θύς αμέσως, να διαπιστώσω. Σηκώνομαι, με φούρια, για το σπίτι. Πάω κατ΄ ευθείαν στην καρυδένια ντουλάπα, που ήταν προίκα της μητέρας μου. Ανοίγω το δεξιό μεσιανό συρτάρι. Ήταν εκεί, όπως τότε το είχαμε αφήσει.
Κανείς δεν το είχε πειράξει.
Το χάρτινο κουτί, με το σκέπασμα και μέσα τα στολίδια του δέντρου, φυλαγμένα με φροντίδα και αγάπη, να με περιμένουν, τόσα χρόνια, να τα κρεμάσω και πάλι…



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου