Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2019

Γιώργος Μαρκόπουλος: Θρηνητικοί στίχοι για τον πατέρα του...


 Εκείνος ο γέροντας

Τριγύρω του γιατροί, πλην όμως όλα θολά στα βόρεια τοπία της μνήμης.

Τα χέρια του κύματα του ξύλου, ενώ τα μάτια όταν τα σηκώνει μες στην απελπισία, δύο υδρόγειες σφαίρες άτακτα γυρισμένες στο υπερπέραν...

Του βάζουν την πλάτη στο ακτινοσκόπιο και οι όγκοι δια μιας μέσα του «λάμπουν», νυ­χτερινή αεροφωτογραφία της Ρώμης.

Τον γυρίζουν στον πνεύμονα και, ξάφνου, κάνει μια τε­λευταία, έτσι καθώς ύστερα από καιρό μετακινείς, σύσπαση, το ακορντεόν των γλεντιών

του πενήντα που έχει αφήσει πεθαίνο­ντας η σύντροφος μέσα του, ενώ η φλέβα στο κάτω του ποδιού του το μέρος, στον αστράγαλο δίπλα,

όπως το κρυμμένο φίδι το γάλα, ρουφάει με ρυθμική βουλιμία το χρόνο που του απέμεινε. Ύστερα πέφτει σε λήθαργο πάλι.

Του λένε να ανοίξει το στόμα και το ξεχασμένο τότε σακχαρόπηκτο σαν μισοφέγ­γαρο ασπαίρει στον υποχθόνιο πανικό της γλώσσας, στην κόκ­-κινη φλεγόμενη ανατολή του λάρυγγα.

Κατόπιν τον αφήνουν και φεύγουν όλοι.

Ακούει αυτός δίπλα του -βλέπει- λευκά τρίκυκλα καροτσάκια και νομίζει πως μοιράζουν γλυκίσματα, ακούει τους τύπους να φωνάζουν των
ιατρικών ορών και νομίζει πως οροί είναι πόλεις.

Σβήνει τότε μονάχος το φως και αμέσως στρέφεται να κοιμηθεί σε άλλης χαράδρας τη μουσική, ο πατέρας μου.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου