Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2018

Κώστας Περδίκης:



Τα θεάματα


Έφταναν λίγο πριν τα Χριστούγεννα ή λίγο μετά το Πάσχα. Στην αρχή με το τραίνο και αργότερα, όταν φτιάχτηκε ο εθνικός δρόμος, με το αυτοκίνητο. Έμεναν στην πόλη μας για παραστά­σεις τρεις, πέντε το πολύ μέρες.
Ήσαν τα μικρά εκείνα θεατρικά μπουλούκια, οι ζογκλέρ, οι φακί­ρηδες, οι παλαι­στές, οι αρκουδιάρηδες, οι ταχυδακτυλουρ­γοί, οι καραγκιοζοπαί­χτες. Τις παραστάσεις τους οι πιο πολλοί  τις έδιναν στη μεγάλη σάλα του καφενείου Μουσαμά. Έστηναν μια πρόχειρη σκηνή στο βάθος του μαγαζιού και κρέμαγαν τα σκηνικά που κου­βάλαγαν μαζί τους. Μόνον οι πα­λαιστές, οι ζογκλέρ και οι αρ­κουδιάρηδες παρουσίαζαν το πρόγραμμά τους έξω, συνήθως στον χώρο, μπροστά από το δημαρχείο.
    Δυο ξύλινες πινακίδες έπαιρναν περίοπτη θέση, η μία στην πάνω αγορά και η άλλη στην κάτω, μπροστά από το θερινό σι­νεμά και γνωστοποιούσαν το γεγονός. Πιτσιρικάδες, τότε, χα­ζεύαμε τις κολλημένες φωτογραφίες, που διαφήμιζαν τις παρα­στάσεις και τους πρωτα­γωνιστές τους. Βλέπαμε μαγεμένοι  τσέλιγκες και βοσκοπούλες, φακίρηδες με σαρί­κια να κοι­μού­νται πάνω σε καρφιά, παλαιστές να σπάζουν αλυ­σίδες και να λυγίζουν σίδερα, μάγους να βγάζουν λαγούς από το κα­πέλο τους, τον Μ. Αλέξανδρο να σκοτώνει το καταραμένο φίδι.
Δυστυχώς όμως για μας τα παιδιά η είσοδος σε κάτι τέτοια θεάματα ήταν ρητά απαγορευμένη από τους δασκάλους μας. Μονάχα ο Γιάν­νης, ο φίλος μου, δεν είχε χάσει παράσταση για παρά­σταση. Ήταν, βλέπετε, το ραφείο του πατέρα του λίγα μόλις μέτρα μα­κριά από το καφενείο και ο καφετζής τον έβαζε μέσα λάθρα. Υπήρχαν βέβαια φορές, που έδιναν ειδικές παραστάσεις και για μας τους μαθητές, μέσα στο σχολείο ή έξω στο προαύ­λιο.
Οι καλλιτέχνες για τη διαμονή τους είχαν να διαλέξουν ανά­μεσα στα δύο μικρά ξενοδοχεία μας, το Διε­θνές της πάνω αγοράς και το Rex της κάτω. Με το που τέλειωναν με την εκεί τακτο­ποίησή τους έκαναν την πρώτη τους βόλτα στην αγορά.
Βλέποντας τον φακίρη με το φανταχτερό του σαρίκι τον παίρναμε, η μαρίδα, από πίσω. Στα μάτια μας ήτανε ένας μικρός θεός, που μπορούσε όλα να τα πραγματοποιήσει.
Όπως και κείνοι οι ζογκλέρ με τα παράξενα ποδήλατά τους, χωρίς τιμόνι και με μία μονάχα ρόδα. Βολτάριζαν, πάνω κάτω, στον κεντρικό δρόμο κάνοντας πετάλι, ισορροπώντας πάνω τους. Μάγοι πραγματικοί.
Ο Σπύρος ο Τζέμος, ένα τετραπέρατο φτωχόπαιδο, που πού­λαγε τις εφημερίδες του πρακτορείου στην αγορά, τους είχε γίνει κολλιτσίδα, τόσο πολύ που μέσα σε δυο μέρες έμαθε και κείνος να κάνει ποδή­λατο με μία ρόδα. Έγινε ζογκλέρ.
Ο καραγκιοζοπαίχτης γύριζε τις γειτονιές με το κλειστό φορτη­γάκι του και διαλαλούσε από το χωνί το ρεπερτόριό του. Ο Καρα­γκιόζης φούρναρης, ο Καραγκιόζης γιατρός, ο Καραγκιό­ζης αστροναύτης ή πιο ηρωικά έργα όπως ο Μ. Αλέξανδρος και το κα­ταραμένο φίδι, ο Αθανάσιος Διάκος κ.ά. Οι πολύχρωμες φιγούρες του Καραγκιόζη και της παρέας του, η άθλια παράγκα του καμπούρη ήρωα, αλλά και του πλούσιο σα­ράι του Βεζίρη σκέπαζαν το φορτηγάκι σχεδόν από όλες τις μεριές.
Οι παλαιστές, όπως είπαμε, έδιναν τις παραστάσεις τους έξω, στην ύπαιθρο και οι θεατές σχημάτιζαν κύκλο γύρω τους. Εκείνοι για να μπορέσουν να εκτελέσουν τους ηράκλειους άθλους τους, έπαιρναν δύναμη και θάρρος απαγγέλλοντας  στε­ντορείως ένα μικρό εισαγωγικό λογύδριο. Άρχιζαν από τον Λεωνίδα και τους τριακόσιους του, πέρναγαν στον Κολοκο­τρώνη και Καραϊσκάκη για να καταλήξουν στο έπος του ’40. Το πλή­θος χειροκρόταγε ζωηρά, συμμετέχοντας  κι αυτό στην εθνική έπαρση, με μεγάλη αγωνία και προσμονή για το τι επρό­κειτο να ακολουθήσει.
Τα θεατρικά μπουλούκια ήσαν θίασοι ολιγομελείς, από πέ­ντε το πολύ άτομα. Το ρεπερτόριό τους, κάθε χρόνο, ήταν στα­θερό, σπα­νίως άλλαζε. Η Γκόλφω, ο αγαπητικός της βοσκοπού­λας, η  ωραία του Πέραν, Μαρία Πενταγιώτισα, παίζονταν και ξαναπαίζονταν χωρίς να μειώ­νεται το ενδιαφέρον του κοινού.
Ο θίασος του Προβελέγγιου πέρναγε από τον τόπο μας, σχε­δόν, κάθε χρόνο, το είχε φαίνεται για γούρι. Θα ’ταν τότε, καθώς λένε οι παλιοί, γύρω στο ’50, που ήλθαν πάλι για παραστάσεις. Η γυναίκα του θιασάρχη ήταν σε προχωρημένη εγκυμοσύνη και στην ολι­γοήμερη παραμονή τους συνέβηκε το ευτυχές γεγονός. Η κυρα Καλλιόπη, η μαμή μας, ένα βράδυ τη βοήθησε να φέρει στον κόσμο τον γιο της, τον Κώστα Προβελέγγιο, τον μετέπειτα καλό ηθοποιό. Ο Κώστας από τότε είναι γραμ­μένος στα μητρώα αρρένων του δήμου μας και δεν παραλείπει να δηλώνει συμπολίτης μας.
Ο θίασος του Ζανίνο ήταν επίσης άλλος σταθερός επισκέ­πτης μας.
   Ο αρκουδιάρης, ήταν συνήθως γύφτος. Γύριζε στις ρούγες σέρ­νοντας από την αλυσίδα μια ταλαίπωρη  αρκούδα, πάντα με φίμωτρο για να είναι ακίνδυνη. Την έβαζε να χορεύει και να κάνει διάφορα αστεία νούμερα, που έκαναν τους θεατές να γε­λάνε και να ρίχνουν μερικά  φραγκοδίφραγκα στο ντέφι του. Άλλες φορές αντί για αρκούδα γύριζε και έκανε νούμερα με μια μικρή μαϊμού.
  Τετραπέρατο ζώο καθώς ήταν εκείνη έκανε του κόσμου τις μιμήσεις: Πώς βάζει κοκκινάδι η Βουγιουκλάκη, πώς καπνίζει τη πίπα του ο δήμαρχος, πως πάει ο γέρος στο καφενείο. Στο τελευταίο νούμερο η μαϊμού άρπαζε μια μαγκούρα, την κρά­ταγε πίσω στη πλάτη της, όπως κάνουν οι τσέλιγκες και όρθια στα πίσω της πόδια έκανε μερικούς γύρους.
Ο κόσμος έβρισκε το νούμερο αστείο και ξέσπαγε σε χαχα­νητά και παλαμάκια. Μια φορά ακούστηκε ο μπαρμπα Νιόνιος ο Μωραϊτης να σχολιάζει:
«Ίδιος ρε παιδιά ο γερο Βασίλης ο Κολώκας».
   Ήμουνα κι εγώ εκεί παρών, μια σταλιά παιδάκι τότε. Ακού­γοντας την ατάκα, κάνω στροφή και φεύγω, όλο καμάρι, για το σπίτι, φουσκωμένος από κρυφή περηφάνεια για τον παππού μου.
   Ώστε λοιπόν τόσο διάσημο παππού είχα, που μέχρι και η μαϊ­μού του γύφτου τον ήξερε…    

4 σχόλια:

  1. Μπράβο ρε Κώστα! Τα διαλαμβάνω κι' εγώ στα "Φορτηγά και άλλες ιστορίες". Ένα απόσπασμα απ' το θέατρο στο στέλνω με το email.

    ΑπάντησηΔιαγραφή