Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2024

Παντελής Μπουκάλας (1957): Μι­λώ­ντας σή­με­ρα για το δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι

 


Έχουν πε­ρά­σει πε­ρί­που εκα­τόν δέ­κα χρό­νια αφό­του ο Νι­κό­λα­ος Πο­λί­της, προ­λο­γί­ζο­ντας τις Εκλο­γές από τα τρα­γού­δια του ελ­λη­νι­κού λα­ού (1914), υπο­γράμ­μι­ζε ότι «ο εθνι­κός χα­ρα­κτήρ απο­τυ­πώ­νε­ται ακραιφ­νής και ακί­βδη­λος εις τα τρα­γού­δια και τας πα­ρα­δό­σεις». Αυ­τό δε σε αντι­δια­στο­λή με τις πα­ροι­μί­ες, τους μύ­θους, τα πα­ρα­μύ­θια και τα αι­νίγ­μα­τα, «ων η με­τά­δο­σις από λα­ού εις λα­όν εί­ναι ευ­χε­ρής και συ­νή­θης». Με απο­τέ­λε­σμα «τα πα­ρεισ­δύ­σα­ντα πο­λυ­πλη­θή ξέ­να στοι­χεία» να «κα­θι­στούν δύ­σκο­λον την διά­κρι­σιν του οθνεί­ου από του ιθα­γε­νούς».
Ο Νι­κό­λα­ος Πο­λί­της υπήρ­ξε ένας από τους κυ­ριό­τε­ρους υπο­στη­ρι­κτές της κα­τα­νό­η­σης του δη­μο­τι­κού τρα­γου­διού ως κα­τό­πτρου, ως κα­θρέ­φτη που δω­ρί­ζει την πλή­ρη αλή­θεια για το πα­ρελ­θόν μας σε όποιον τον κοι­τά­ζει προ­σε­χτι­κά: «τα τρα­γού­δια εγκα­το­πτρί­ζουν πι­στώς και τε­λεί­ως τον βί­ον και τα ήθη, τα συ­ναι­σθή­μα­τα και την δια­νό­η­σιν του ελ­λη­νι­κού λα­ού».

Γνω­ρί­ζου­με ωστό­σο ότι ο κα­θρέ­φτης αυ­τός δεν μας πα­ρα­δό­θη­κε άθι­κτος και απεί­ρα­χτος. Ότι δη­λα­δή κα­τά την ανα­κα­τα­σκευή του ακο­λου­θή­θη­κε συ­χνά, από εκ­δό­τες και αν­θο­λό­γους, και με­λε­τη­τές ακό­μα, το δόγ­μα που ει­σή­γα­γε ο Σπυ­ρί­δων Ζα­μπέ­λιος το 1852, στα Άσμα­τα δη­μο­τι­κά της Ελ­λά­δος: «Με­τα­ξύ των δη­μο­σιευο­μέ­νων ασμά­των υπάρ­χου­σι πολ­λά πρω­το­φα­νή, και έτε­ρα συ­μπε­πλη­ρω­μέ­να, τα οποία κρί­νο­μεν εύ­λο­γον να μη δια­κρί­νω­μεν. Όταν κτή­μα λα­ού επι­στρέ­φει προς λα­όν, εκ­δό­του φι­λαυ­τία δεν πα­ρεμ­βάλ­λε­ται». Με άλ­λα λό­για, ο κα­θρέ­φτης ανα­κα­τα­σκευά­στη­κε βά­σει σκο­πι­μο­τή­των· και ανα­κα­τα­σκευά­στη­κε εθνο­πρε­πέ­στε­ρος, ηρω­ι­κό­τε­ρος, «λαϊ­κό­τε­ρος», γλωσ­σι­κά κα­θα­ρό­τε­ρος. Μο­νο­λε­κτι­κά, κα­νο­νι­κό­τε­ρος. Ή μάλ­λον, κα­νο­νι­κός. Κα­τά συ­νέ­πεια, τα εί­δω­λα πά­νω του δεν λέ­νε πά­ντα την αλή­θεια και μό­νη την αλή­θεια. Σε αρ­κε­τές πε­ρι­πτώ­σεις, τρα­γου­διών ή και συλ­λο­γών ολό­κλη­ρων, λέ­νε απλώς την αλή­θεια που θα προ­τι­μού­σα­με ν’ ακού­σου­με.
Οπωσ­δή­πο­τε, τα τρα­γού­δια του ανώ­νυ­μου, συλ­λο­γι­κού δη­μιουρ­γού πα­ρα­μέ­νουν πο­λύ­τι­μα και για τον ση­με­ρι­νό ανα­γνώ­στη-ακρο­α­τή τους. Και μα­κά­ρι να εί­ναι και ανα­γνώ­στης τους και ακρο­α­τής τους, για­τί κά­θε τρα­γού­δι εί­ναι και λό­γος και μέ­λος. Επί­σης μα­κά­ρι να προ­σπα­θεί ο εν­δια­φε­ρό­με­νος να φτά­σει έως τον πλού­σιο κό­σμο τους από πολ­λές και ποι­κί­λες δια­δρο­μές, χω­ρίς να προ­σκυ­νά­ει το­τέμ και να δε­σμεύ­ε­ται από τα­μπού. Αν ακο­λου­θή­σει μο­νά­χα τις «ασφα­λείς» δια­δρο­μές, όσες υπο­τί­θε­ται ότι χά­ρα­ξαν οι ελά­χι­στες συλ­λο­γές που θε­ω­ρού­νται κα­θιε­ρω­μέ­νες, πα­ρό­τι τα προ­βλή­μα­τά τους εντο­πί­στη­καν και επι­κρί­θη­καν πο­λύ νω­ρίς, θα απο­κο­μί­σει μιαν ει­κό­να φτω­χή, με­ρι­κή αλ­λά και σκια­σμέ­νη από τον φό­βο της νό­θευ­σης ή του «εμπλου­τι­σμού».
Από το «μα­κά­ρι» στο «κρί­μα»: Κρί­μα που δεν έχει απαρ­τι­στεί ακό­μα (και πι­θα­νό­τα­τα δεν θα απαρ­τι­στεί πο­τέ) το κόρ­πους των δη­μο­τι­κών τρα­γου­διών, που θα διευ­κό­λυ­νε σε πολ­λά τη με­λέ­τη τους· ας πού­με, θα μας επέ­τρε­πε να κα­τα­λή­ξου­με σε κά­ποιο συ­μπέ­ρα­σμα για τον πραγ­μα­τι­κό αριθ­μό των τρα­γου­διών, έστω κα­τά προ­σέγ­γι­ση. Ώστε να πά­ψου­με να αριθ­μού­με σαν ξε­χω­ρι­στά τρα­γού­δια όλες μα όλες τις πα­ραλ­λα­γές (δε­κά­δες για αρ­κε­τά τρα­γού­δια), για ν’ αβγα­τί­σου­με εθνι­κώς υπε­ρή­φα­νοι τον ήδη με­γά­λο αριθ­μό τους. Η αρ­χαιο­ελ­λη­νο­κα­πη­λία σπρώ­χνει προς τα πί­σω, κα­τά αιώ­νες ή και χι­λιε­τί­ες, και με τη βία της αντιε­πι­στη­μο­σύ­νης της, την ιστο­ρία της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας και του ελ­λη­νι­κού πο­λι­τι­σμού γε­νι­κώς. Η νε­ο­ελ­λη­νο­κα­πη­λία πει­ρά­ζει και τους αριθ­μούς και τα γράμ­μα­τα, τα κεί­με­να δη­λα­δή, για να εξα­να­γκά­σει τα πράγ­μα­τα να ταυ­τι­στούν με τις φα­ντα­σιώ­σεις της.
Κρί­μα δεύ­τε­ρο που κά­μπο­σες πα­λαιές συλ­λο­γές ή αν­θο­λο­γί­ες επα­νεκ­δί­δο­νται χω­ρίς τον πα­ρα­μι­κρό σύγ­χρο­νο σχο­λια­σμό, ανα­πα­ρά­γο­ντας με φω­το­μη­χα­νι­κή αμε­ρι­μνη­σία τα κά­θε εί­δους λά­θη τους και αδια­φο­ρώ­ντας για την κρι­τι­κή που τους ασκή­θη­κε έγκαι­ρα και αυ­στη­ρά. Στην ου­σία, η αγο­ραία ευ­κο­λία δια­γρά­φει την ιστο­ρία της φι­λο­λο­γί­ας και της λα­ο­γρα­φί­ας, από πνευ­μα­τι­κή νω­χέ­λεια ή, και πά­λι, βά­σει σκο­πι­μο­τή­των. Κά­πως έτσι, τρα­γού­δια κα­τα­φα­νώς νό­θα, του γρα­φεί­ου, κα­τα­σκευα­σμέ­να, εξα­κο­λου­θούν να ανα­δη­μο­σιεύ­ο­νται (και να δι­δά­σκο­νται) σαν γνή­σια. Κυ­ρί­ως επει­δή λέ­νε όσα ηρω­ι­κά και «κα­θα­ρά», εθνο­πρε­πή, θα θέ­λα­με να λέ­νε.

Μο­λα­ταύ­τα, τα δη­μο­τι­κά τρα­γού­δια, όσα έχουν εξα­κρι­βω­μέ­νη τη γνη­σιό­τη­τά τους, εί­ναι μάρ­τυ­ρες. Και μά­λι­στα μάρ­τυ­ρες που δεν σχε­δί­α­σαν να μαρ­τυ­ρή­σουν, δεν πλά­στη­καν με τον σκο­πό να μι­λή­σουν και στους κα­το­πι­νούς. Εν αντι­θέ­σει με την προ­σω­πι­κή ποί­η­ση, που απευ­θύ­νε­ται εξί­σου στο συ­γκαι­ρι­νό της κοι­νό και στο μελ­λο­ντι­κό, η δη­μο­τι­κή δη­μιουρ­γεί­ται για το εκά­στο­τε πα­ρόν της, όπως το ορί­ζει η ιστο­ρία αλ­λά και η γε­ω­γρα­φία. Συ­νι­στούν, λοι­πόν, τα δη­μο­τι­κά τρα­γού­δια μαρ­τυ­ρί­ες για τη γλώσ­σα των προ­πάπ­πων και των προ­για­γιά­δων μας, για τη λα­λιά τους, δια­κλα­δι­σμέ­νη σε ιδιώ­μα­τα και δια­λέ­κτους· για την ποί­η­σή τους, ο ρυθ­μός πα­ρα­γω­γής της οποί­ας και η ποιό­τη­τά της επί­σης εξέ­πλητ­ταν τους Ευ­ρω­παί­ους πε­ρι­η­γη­τές των πε­ρα­σμέ­νων αιώ­νων· για την κα­θαυ­τό Ιστο­ρία, τη με­γά­λη, και για τα μι­κρά ή με­γά­λα συμ­βά­ντα που τη συ­να­πο­τέ­λε­σαν· για το θρη­σκευ­τι­κό φρό­νη­μα των πα­λαιό­τε­ρων, για το πώς βί­ω­ναν τη σχέ­ση τους με τα θεία και με τους εκ­προ­σώ­πους της Εκ­κλη­σί­ας, και για τα στοι­χεία «πα­γα­νι­σμού» που άντε­ξαν στο κα­θε­στώς του ηγε­μο­νι­κού χρι­στια­νι­σμού. Και μά­λι­στα σε πεί­σμα των προ­σω­πι­κο­τή­των εκεί­νων της Εκ­κλη­σί­ας που ανα­θε­μά­τι­ζαν τα μεν λαϊ­κά όρ­γα­να σαν «όρ­γα­να του Σα­τα­νά», τα δε τρα­γού­δια σαν «πορ­νι­κά». Μαρ­τυ­ρούν τέ­λος για τις αντι­λή­ψεις των Ελ­λή­νων της Τουρ­κο­κρα­τί­ας για τους πε­ρί­οι­κους και σύ­νοι­κους λα­ούς, για τα εμπό­δια στις ερω­τι­κές σχέ­σεις με­τα­ξύ αλ­λο­ε­θνών και αλ­λο­θρή­σκων, και για τη λύ­ση που έδι­νε κά­θε πε­ριο­χή ή επο­χή στο επα­να­λαμ­βα­νό­με­νο δρά­μα: τα τρα­γού­δια και εδώ, ιστο­ρούν ό,τι συ­νέ­βη, όχι ό,τι θα θέ­λα­με και «θα έπρε­πε» να εί­χε συμ­βεί. Και γι’ αυ­τό συ­νή­θως εί­ναι πιο ανοι­χτό­καρ­δα και ανοι­χτό­μυα­λα από την προ­σω­πι­κή λο­γο­τε­χνία του 19ου αιώ­να που κα­τα­πιά­στη­κε με ζη­τή­μα­τα αυ­τού του εί­δους.
Στα χρό­νια που πέ­ρα­σαν έκτο­τε, ο πο­λι­τι­σμός της προ­φο­ρι­κό­τη­τας υπο­χώ­ρη­σε ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο ένα­ντι του πο­λι­τι­σμού της γρα­φής. Επι­πλέ­ον, έχουν σχε­δόν εξα­λει­φθεί οι αγρο­το­κτη­νο­τρο­φι­κές κοι­νό­τη­τες, τα νυ­χτέ­ρια των οποί­ων λει­τουρ­γού­σαν σαν ποι­η­τι­κό ερ­γα­στή­ριο, σαν κοι­νω­νι­κός μι­κρο­χώ­ρος σύν­θε­σης και διαρ­κούς επε­ξερ­γα­σί­ας τρα­γου­διών.
Πα­ρ’ όλα αυ­τά, και πα­ρά την κα­τα­σκευή δη­μο­τι­κο­φα­νών κά­θε εί­δους (ηπει­ρω­τι­κο­φα­νή, νη­σιω­τι­κο­φα­νή, πο­ντια­κο­φα­νή κλπ.), το δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι εξα­κο­λου­θεί να συ­γκι­νεί. Εί­τε με τις τρεις υπο­στά­σεις του (λό­γος – μέ­λος – χο­ρός) σε συλ­λει­τουρ­γία, όπως συμ­βαί­νει σε αρ­κε­τά πα­νη­γύ­ρια ανά την Ελ­λά­δα που κρα­τούν αλώ­βη­το τον χα­ρα­κτή­ρα τους, εί­τε μό­νο με την υπό­στα­ση του λό­γου. Και μά­λι­στα του κα­τα­γε­γραμ­μέ­νου πλέ­ον λό­γου.
Έλ­λη­νες και ξέ­νοι με­λε­τη­τές συ­νε­χί­ζουν να ερευ­νούν το δη­μο­τι­κό, ως μαρ­τυ­ρία ιστο­ρι­κή, γλωσ­σι­κή και ηθο­λο­γι­κή, αλ­λά και ως ποι­η­τι­κό γε­γο­νός. Από τα μου­σι­κά σχο­λεία της δευ­τε­ρο­βάθ­μιας εκ­παί­δευ­σης έχουν απο­φοι­τή­σει αρ­κε­τές γε­νιές μα­θη­τών και μα­θη­τριών που εί­ναι πο­λύ κα­λοί γνώ­στες και ευαί­σθη­τοι χει­ρι­στές των λαϊ­κών ορ­γά­νων, ενώ η λαϊ­κή μου­σι­κή δι­δά­σκε­ται πια και σε πα­νε­πι­στη­μια­κό επί­πε­δο. Αξιο­ση­μεί­ω­το εί­ναι επί­σης, και πα­ρα­μυ­θη­τι­κό, το γε­γο­νός ότι πλη­θαί­νουν εντυ­πω­σια­κά τα μου­σι­κά συ­γκρο­τή­μα­τα νέ­ων αν­θρώ­πων που αφιε­ρώ­νο­νται με γνώ­ση και με­ρά­κι στον κό­σμο του δη­μο­τι­κού τρα­γου­διού και τον ανα­δει­κνύ­ουν με υψη­λή ποιό­τη­τα και σε­βα­σμό.

Θα έλε­γα τη μι­σή αλή­θεια αν ισχυ­ρι­ζό­μουν πως ένιω­σα «έτοι­μος από και­ρό», όταν ο Δη­μή­τρης Κα­λο­κύ­ρης μού πρό­τει­νε να δη­μο­σιευ­τεί στον φι­λό­ξε­νο ηλε­κτρο­νι­κό Χάρ­τη ένα αφιέ­ρω­μα στο δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι. Η άλ­λη μι­σή; Όσες φο­ρές μού εί­χε πε­ρά­σει από το μυα­λό μια ανά­λο­γη ιδέα ή επι­θυ­μία, έσπευ­δε να τη σβή­σει πριν καν λά­βει σχή­μα ένας δι­πλός φό­βος: τι να πρω­το­πείς, ένα το κρα­τού­με­νο· ο φό­βος του χρό­νου το δεύ­τε­ρο, του χρό­νου που πά­ντο­τε μας λεί­πει, πά­ντο­τε υπο­λεί­πε­ται των ποι­κί­λων ανα­γκών μας.
Νιώ­θω λοι­πόν βα­θιά υπο­χρε­ω­μέ­νος απέ­να­ντι σε όσες και όσους δα­πά­νη­σαν ένα γε­ρό τμή­μα του χρό­νου τους για να συ­μπρά­ξουν στο πα­ρόν αφιέ­ρω­μα, ανα­πτύσ­σο­ντας το θέ­μα της επι­λο­γής τους και στην έκτα­ση που οι ίδιες/ίδιοι έκρι­ναν ικα­νή και ανα­γκαία. Υπο­χρε­ω­μέ­νος νιώ­θω επί­σης απέ­να­ντι σε όσες/όσους δεν μπό­ρε­σαν τε­λι­κά να υλο­ποι­ή­σουν τη δη­λω­μέ­νη επι­θυ­μία τους να συμ­με­τά­σχουν. Τους ευ­χα­ρι­στώ όλους και όλες ολό­ψυ­χα και από εδώ.
Όσο για το «τι να πρω­το­πείς», ψευ­δο­πρό­βλη­μα. Ο κα­θείς και ο λό­γος του. Να θι­γούν όλες οι πτυ­χές ενός τέ­τοιου θέ­μα­τος εί­ναι αδύ­να­το. Θέ­λω πά­ντως να πι­στεύω ότι με το σύ­νο­λο των συμ­βο­λών ικα­νο­ποι­ή­θη­κε η  επι­θυ­μία μιας δι­πλής συ­νο­μι­λί­ας. Να συ­νο­μι­λή­σουν οι διά­φο­ρες γε­νιές όσων έχουν ασχο­λη­θεί και συ­νε­χί­ζουν να ασχο­λού­νται με το ανώ­νυ­μο λαϊ­κό τρα­γού­δι. Αλ­λά να συ­νο­μι­λή­σουν και όσοι/όσες φτά­νουν έως αυ­τό κυ­ρί­ως διά της ορά­σε­ως, δια­βά­ζο­ντάς το και με­λε­τώ­ντας το τυ­πω­μέ­νο στις υπάρ­χου­σες συλ­λο­γές και αν­θο­λο­γί­ες ή απο­θη­σαυ­ρι­σμέ­νο σε αρ­χεία, με όσες/όσους ακο­λου­θούν συ­στη­μα­τι­κά και αδια­λεί­πτως και την οδό της ακο­ής, υπη­ρε­τώ­ντας το δη­μο­τι­κό ως ερ­μη­νευ­τές ή ορ­γα­νο­παί­κτες.
Το σύ­νο­λο των συμ­βο­λών ας εν­νοη­θεί σαν ένα στε­φά­νι λέ­ξε­ων στη μνή­μη δύο αν­θρώ­πων που μας πλού­τι­σαν με τα γρα­πτά τους για το δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι και μας φτώ­χυ­ναν με τον θά­να­τό τους τη χρο­νιά που λή­γει: του Γρη­γό­ρη Ση­φά­κη (1935-2023) και του Μάρ­κου Δρα­γού­μη (1934-2023).

(Λεσίνι Μεσολογγίου 1957). Έχει εκδώσει τα βιβλία ποίησης Αλγόρυθμος, Η εκδρομή της ευδοκίας, Ο μέσα πάνθηρας, Σήματα λυγρά, Ο μάντης, Οπόταν πλάτανος, Ρήματα (Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2010), Μηλιά μου αμίλητη και Ο Χριστός στα χιόνια: Εφτά νύχτες στον κόσμο του Αντρέι Ταρκόφσκι, τα θεατρικά Το μάγουλο της Παναγίας: Αυτοβιογραφική εικασία του Γεωργίου Καραϊσκάκη και Ο Πέτρος της Μάνης και το φάσμα των φατριών, και τέσσερις τόμους με δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι (Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου 2017). Είναι διδάκτορας της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Έχει μεταφράσει Αισχύλο, Ευριπίδη, Αριστοφάνη, Σαπφώ, Θεόκριτο, Βίωνα, επιτύμβια και συμποτικά επιγράμματα της Παλατινής.

Πηγή: Χάρτης, 60

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου