Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2024

Δήμητρα Γκρους: Όταν τα πράγματα δυσκολεύουν


 Μια συζήτηση με τον πατέρα μου για τους ανθρώπους που πενθούν και την ανθρώπινη μοίρα.

Πάντα αναρωτιόμουν –φοβόμουν– πώς θα διαχειριστεί ο ένας από τους δύο την απώλεια του άλλου. Το λογικό ήταν να φύγει πρώτα η μητέρα μου, ο πατέρας μου ήταν ο δυνατός, εκείνος τη φρόντιζε τα τελευταία λίγα χρόνια όσο εκείνη έχανε κάποιες από τις δυνάμεις της χωρίς ωστόσο να καταβληθεί εντελώς. Έτσι είχα μια ησυχία μέσα μου ότι η μαμά μου είναι σε καλά χέρια κι όταν έκλεινε η πόρτα και τους άφηνα με το χαμόγελο, στην κρυφή τους χαρά, πλημμύριζα ευγνωμοσύνη που της πρόσφερε ασφάλεια και αγάπη μέχρι το τέλος, που ήρθε ξαφνικά ένα μεσημέρι του Αυγούστου στο μπάνιο τους, μέσα στη θάλασσα, πριν από ενάμιση χρόνο. Λένε πως οι γυναίκες είναι πιο ανθεκτικές στο πένθος. Δεν το ξέρω. Όλο αυτό τον καιρό όμως, βλέποντας το πένθος του πατέρα μου που μόλις μετά τον ένα χρόνο άρχισε να γλυκαίνει –σαν να φεύγει κάποιο από το βάρος, όχι όμως και η μελαγχολία της έλλειψης–, σαν να μου αποκαλύφθηκε ένας άλλος άνθρωπος που τον γνώρισα από την αρχή.

Το παρηγορητικό με τις προσωπικές ιστορίες είναι πως συναντιούνται σε ένα σύμπαν συναισθημάτων στο οποίο καθρεφτιζόμαστε. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που μέσα από τη δική του ιστορία συναισθάνθηκα τους μεγάλους ανθρώπους που προς το τέλος της ζωής τους μένουν μια μέρα μόνοι, παίρνοντας μια –συμπονετική– γεύση από τη μοναξιά τους που δεν μοιάζει με καμία, αόρατη όπως μένει στο περιθώριο του κύκλου της ζωής. Κάπως έτσι το σκέφτηκα και τον ρώτησα μια μέρα αν θα ήθελε να δώσουμε φωνή στους ανθρώπους σαν κι εκείνον. Σε ανύποπτο χρόνο, ένα πρωί, με φώναξε: Βάλε το κινητό να γράφει, τι θέλεις να με ρωτήσεις; Απάντησα: Να μου πεις για τη μοναξιά των ανθρώπων που πενθούν. Η συζήτησή μας έγινε σε ήρεμο κλίμα –το να καταφέρνεις να μιλάς για αυτά που έχεις μέσα σου είναι πάντοτε ανακουφιστικό–, διακόπηκε για το μεσημέρι και συνεχίστηκε το απόγευμα στο ίδιο αυτό τραπέζι της βεράντας που έχουμε πει τόσα και τόσα από τότε που έφυγε η γυναίκα του, το άλλο του μισό. Ο πατέρας μου, Μάρκος Γκρους, γεννημένος το 1936, ήταν καπετάνιος σε ποντοπόρα πλοία – κι ίσως έχει κάτι από τη σοφία των ανθρώπων που έχουν γυρίσει όλο τον κόσμο με φουρτούνες και ήρεμα νερά στους ωκεανούς. Τα λόγια του χρειάστηκαν ελάχιστη επιμέλεια μετά την απομαγνητοφώνηση. Μαζί μας ήταν η Μπλάκι, το σκυλάκι του που τον ακολουθεί όπου κι αν πάει, και το βλέμμα της μαμάς μου που δεν τον εγκαταλείπει ποτέ.

Σκέφτομαι ότι δεν θα την ξαναδώ, ότι δεν θα ξαναμιλήσω μαζί της, ότι δεν θα την ξαναπιάσω. Συμβιβάζομαι με το γεγονός ότι πέθανε ήρεμα. Δεν έζησε την αγωνία του θανάτου που έχει πολύς κόσμος στα κρεβάτια του νοσοκομείου. Με τους αγαπημένους της. Από τότε που άρχισαν τα προβλήματα ήμουν δίπλα της, έφευγα να πάω να ψωνίσω και κοιτούσα να γυρίσω γρήγορα. Μου ’λεγε, πήγαινε να πιεις καφέ, και της έλεγα, αφού περνάω πιο καλά μαζί σου… Δεν έμεινε καθόλου μόνη εκτός από τις ώρες που περνούσε στην κρεβατοκάμαρα ξαπλωμένη κι εγώ στην πολυθρόνα στο σαλόνι και βλέπαμε διαφορετικά κανάλια στην τηλεόραση. Κι είχα όμως τη συντροφούλα της. Από την άλλη, το ’βλεπα ότι η κακοκαιρία ερχόταν, το βαρόμετρο είχε πέσει πολύ και πόσο θα άντεχε δεν ξέρω, πώς θα το άντεχε αυτό το πράγμα, ενώ τώρα έφυγε στο φτερό, χωρίς να το καταλάβει. Πήγαμε, καθίσαμε εκεί, μπήκαμε στο νερό… έτσι έπρεπε ίσως, έτσι της έγραφε, που λένε.

― Είχαμε πει να μιλήσουμε για τη μοναξιά των μεγάλων ανθρώπων…

Η μοναξιά των ηλικιωμένων είναι ένα βίωμα που θα το ζήσετε όλοι. Τον παλιό καιρό η διαμόρφωση της κοινωνίας ήταν τέτοια που οι νέοι κρατούσαν στα σπίτια τους γονείς τους, στα μικρά μέρη συμβαίνει ακόμα. Στις μεγαλουπόλεις τους πάνε στο γηροκομείο, αν δεν έχουν τη δυνατότητα να έχουν έναν άνθρωπο στο σπίτι να τους φροντίζει. Αυτοί οι άνθρωποι είναι αόρατοι, οι άνθρωποι μεγάλης ηλικίας που έχουν χάσει τον σύντροφό τους και ζουν στο περιθώριο της μοναξιάς. Απλώς έχεις την ύπαρξή σου και τίποτα άλλο. Δεν έχεις ερεθισμούς, μόνο τις αναμνήσεις σου, κι εκεί μετράει το πώς έχεις ζήσει τη ζωή σου. Υπάρχουν πολλοί, όπως εγώ, που ήταν με τη σύντροφό τους για 60 χρόνια. Οι άνθρωποι της γενιάς μου δεν χώριζαν, καλή ή κακή η σχέση, έμεναν μαζί.

― Τι σημαίνει να ζεις στο περιθώριο της μοναξιάς;

Δεν έχεις προοπτική. Αν και αυτό δεν το πολυσκέφτεσαι. Δεν σε αφήνει η φύση να το σκεφτείς, ότι είσαι κοντά στο αδιαπέραστο πλέον, εκεί που δεν μπορείς να συνεχίσεις. Δεν σε απασχολεί ιδιαίτερα ο θάνατος. Αλλά δεν ζεις… Εγώ κάνω τα ψώνια, μαγειρεύω, πηγαίνω στην καφετέρια, μετά έρχομαι να φάω, βλέπω ίσως κάποιον από εσάς, μετά ξαπλώνω – το πιο δύσκολο είναι το απόγευμα, όταν κλείνει η πόρτα. Ενδιάμεσα η μάνα σου είναι δίπλα μου, μαζί της ζω, για αυτό καμιά φορά θέλω να είμαι μόνος. Δεν βλέπω να διαβάσω, αν δω κάτι στην τηλεόραση θα περάσω τον χρόνο μου, δεν υπάρχει κάτι άλλο. Δεν με ενδιαφέρει η επόμενη μέρα – απλώς υπάρχω. Υπάρχω γιατί δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά, γιατί και να θέλεις να τελειώσεις  δεν είναι εύκολο.

Η αυτοκτονία δεν είναι κάτι που μπορείς να το κάνεις, θα πρέπει να σου έχει σαλέψει το μυαλό ή να ζήσεις κάτι τόσο ακραίο που να πεις πάω να φουντάρω, αλλιώς δεν έχεις το θάρρος – αν το είχαμε ο μισός κόσμος θα είχε φύγει έτσι, η φύση όμως δεν σε αφήνει, ο Θεός, όπως το έχει ο καθένας μέσα του… Γιατί, εντάξει, βιολογικά μπορεί από το κύτταρο να δημιουργήθηκε η ζωή, να φτιάχτηκε η καρδιά, το συκώτι, τα νεφρά… από εκεί και πέρα; Η σκέψη; Το συναίσθημα; Η αρμονία εκεί έξω;  Ας πάρουμε τον ουρανό, μπορείς να υπολογίσεις ποια θα είναι η σχετική θέση ήλιου και γης μετά από 10 χρόνια με ακρίβεια δευτερολέπτων. Υπάρχει όμως μια απορία, πώς λειτουργεί όλο αυτό, από ένα κύτταρο; Και βλέπεις ότι η φύση δεν σε αφήνει να κάνεις αυτό που θέλεις, έχει κόκκινες γραμμές και σου λέει, ωπ, μέχρι εδώ πας. Είναι πολλά τα ερωτηματικά. Από τη μια λες ότι έφυγε ο άνθρωπός μου, τα άφησε όλα εδώ. Από την άλλη, τι είναι η ψυχή; Πού πηγαίνει;

 ― Και ο χρόνος;

Δεν υπάρχει χρόνος, όλα είναι σαν χθες. Τον χρόνο δεν τον μετράω ούτε με τις συντάξεις μου γιατί μπαίνουν αυτόματα. Έχω την ανάγκη όμως να πάω να πληρώσω, τότε καταλαβαίνω ότι πέρασε ο μήνας. Μετά σταματάει. Δεν έχω καμία σχέση αυτή τη στιγμή εγώ με τον χρόνο. Τον ψάχνω πίσω. Βλέπω τις φωτογραφίες, έρχονται στο μυαλό μου γεγονότα, η ζωή μας όλη. Ο τρόπος της ζωής μας δεν μας άφηνε στην κανονικότητα, έλειπα εγώ στα ταξίδια κι εκείνη ερχόταν μαζί μου, σας έπαιρνε κι εσάς…

― Επειδή ήσουν καπετάνιος ήταν ξεχωριστή η σχέση σας…

Εγώ είχα το προνόμιο να έχω μια γυναίκα που με ακολουθούσε, δεν ήταν εύκολο για μια μάνα να αφήνει τα παιδιά της. Ερχόταν, την περίμενα, με περίμενε, μεσολαβούσαν 4-5 μήνες, δεν είχαμε ρουτίνα όπως ένας δημόσιος υπάλληλος: ξυπνάς, δουλεύεις, τρως, κοιμάσαι, μετά από χρόνια παθαίνεις κόπωση. Όταν δεν έχεις αντικείμενο τριβής αρχίζουν τα προβλήματα διαχείρισης της ζωής σου, αυτό εμείς δεν το είχαμε, μέχρι την τελευταία μέρα, το πρωί πριν φύγει, ήμασταν αγκαλιά στο κρεβάτι πόση ώρα, με χάιδευε, λες και το ήξερε… Ήταν μια ζωή γεμάτη ένταση, δεν έπληττα ποτέ, ύστερα κι εκείνη ήταν ένας άνθρωπος που δεν κούραζε, ποτέ δεν μου είπε πού ήσουν, γιατί άργησες. Είχε βέβαια κι αυτή τα «δικά της», όπως όλοι.

 ― Ήσουν τυχερός, δηλαδή.

Ήμουν πολύ τυχερός, αυτά τα οποία είχα στοχεύσει σε ποσοστό 90% τα έκανα. Δεν το καταλαβαίνεις όταν το ζεις, όταν είσαι ευτυχισμένος δεν δίνεις σημασία. Ξαναγυρνώντας πίσω καταλαβαίνω ότι ήμασταν πολύ δεμένοι με τη σύντροφό μου, και αυτό μου λείπει τώρα που την έχασα. Καμιά φορά λέω πως ίσως είναι μια ιδιαίτερη επιτυχία το ότι δεν αισθάνθηκε ότι τελειώνει ο χρόνος της. Παρά την κατάστασή της έκανε σχέδια, να φτιάξουμε το πάτωμα που έχει χαλάσει, να βάψουμε τη βεράντα, δεν πρόλαβε να νιώσει τη δυσκολία, αυτόν τον φόβο για το πού πάω, ρε παιδί μου; όπως το νιώθω εγώ τώρα. Την αγαπούσατε όλοι και όλα τα μετρούσε, έλεγε στη φίλη της, ακόμα και τον τελευταίο καιρό, είμαι ευτυχισμένη.

Όλα αυτά στριφογυρίζουν στο μυαλό μου. Και δεν μοιάζει με τη στενοχώρια που μπορείς να έχεις για κάποιο συμβάν, συνέβη κάτι, ακόμα και τραγικό, κάηκε το σπίτι σου. Είναι μια ξεχωριστή στενοχώρια, της έλλειψης. Εκεί που λειτουργείς κάπως φυσιολογικά, ξαφνικά σου έρχεται η θύμηση ότι σου έφυγε, ότι δεν θα την ξαναδείς, κι είναι σαν να σου ρίχνουν μαχαιριές. Κατάλαβες; Φτάνεις σε ένα σημείο να λες την έχασα, έφυγε, θα την ξανασυναντήσω κάποτε; Κάπου; Ακούγεται ακραίο, αλλά το ψάχνεις κι αυτό, ελπίζεις. Από την άλλη σκέφτεσαι ότι τα άφησε όλα εδώ, το κορμάκι της, την καρδιά της – και πώς θα είναι αν θα την ξαναδώ;

Πάω να πλύνω τα πιάτα. 

Γεννήθηκε στη Χαλκίδα. Σπούδασε Φιλοσοφία. Είναι στην Athens Voice σχεδόν από την αρχή.

Πηγή: Athens Voice

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου