Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2017

Κώστας Περδίκης:

Θεόφιλος: Μάζεμα ελιών


χαμολόι και καράβες

Τα λιτρουβιά[1]μας, εκείνα τα χρόνια, λίγο πριν το ’60, ήσαν όλα χτισμένα, όχι τυχαία βέβαια, δίπλα στη γράνα, στο ρέμα, δηλαδή, που τότε πέρναγε στην άκρη της πόλης μας. Βό­λευε έτσι να ρίχνουν εκεί τα λιόζουμα, που κατάληγαν ύστερα στη θάλασσα.

Το λιτρουβιό των Φακαλαίων ήταν το μόνο κοντά στην αγορά. Προχωρώντας βορειοανατολικά, αντί­θετα με το ρεύμα της γράνας, συνάνταγες πρώτα το λιτρουβιό του Δημο­σθένη του Πατσαβούρα, μετά, του Κατσάκου και τε­λευταίο των Κο­νταίων-Καραίων, λίγο μετά το γεφύρι για τον Α’Λια.

Ήσαν κτίρια ορθογώνια, σαν μεγάλες αποθήκες, με κεραμι­δέ­νιες στέγες. Στο βάθος ήταν η στρογγυλή γούρνα, που μέσα της γύριζαν τα τεράστια κυλινδρικά λιθάρια και έλειωναν τις ελιές, κάνοντάς τες πηχτό πολτό. Την κίνηση την έδινε μια μη­χανή με ένα μακρύ και φαρδύ λουρί. Η ίδια εκείνη μηχανή άναβε και τις λιγοστές λάμπες, που, κρεμασμένες από τα πατε­ρόξυλα της στέγης, φώτιζαν τον χώρο. Πιο παλιά τα λιθάρια τα γύριζαν άλογα. Στο μέσον ήταν το πιεστήριο με το μεγάλο έμ­βολο και τους ντορβάδες[2] και τέλος λίγο πριν την εξώπορτα, το μηχά­νημα που ξεχώριζε το καθαρό λάδι από το λιόζουμο.

Το μάζεμα των ελιών άρχιζε, συνήθως, μετά τη γιορτή του Άγιου Σπυρίδωνα, του πολιούχου μας. Ήταν δύσκολη δουλειά, που γινόταν ακόμη δυσκολότερη, όταν ο καιρός χάλαγε και πιάνανε βροχές και παγωνιές. Τα καημένα τα ζώα, άλογα και γαϊ­δούρια, φορτωμένα πότε με τα βρεγμένα λιόπανα και πότε με τα  τσουβάλια γεμάτα καρπό αγκομάχαγαν τσαλαπατώντας μέσα στη λάσπη, στα ανηφορικά μονοπάτια. Το τέλος της συ­γκομιδής έφερνε στους γονείς μας μεγάλη ανακούφιση. Οι γιορτές των Χριστουγέννων, που έφταναν λίγες μέρες μετά, ήσαν για κείνους ευκαιρία για να ξαποστάσουν και να πάρουν μιαν ανάσα.

Το πρώτο λάδι έβγαινε λίγες μέρες πριν τις γιορτές και πά­ντοτε βράδυ. Με το που μας ειδοποιούσαν ότι ήρθε η σειρά μας, η μητέρα έβαζε στο σακούλι ένα καρβέλι ψωμί, μια χι­λιάρα κρασί και έχοντάς με μόνιμο συνοδό σπεύδαμε στο λι­τρουβιό.

Περνώντας το κατώφλι του μπαίναμε σ’ ένα άλλο σύμπαν. Κα­πνοί από τσιγάρα, αναθυμιάσεις και μυρουδιές από τις λειω­μέ­νες ελιές, λιγοστό φως από τις λάμπες και μια ζεστα­σιά μας τύλιγαν. Στο βάθος, δυο-τρεις εργάτες άδειαζαν τα τσου­βάλια στη γούρνα με τα λιθάρια, που γύριζαν ασταμάτητα. Στο πιε­στήριο δέσποζαν με την παρουσία τους ο λεγόμενος «καραβο­κύρης» με τους δυο βοηθούς του, που φόραγαν και οι τρεις τους ποδιές από τον λαιμό μέχρι τα πόδια, φτιαγμένες από το­μάρια. Οι βοηθοί γέμιζαν τους χοντρούς ντορβάδες με τον λειωμένο πολτό και ο «καραβοκύρης» στοίβαζε τον ένα πάνω στον άλλο, στο πιεστήριο. Εκεί, με τη μεγάλη πίεση και το ζε­ματιστό νερό που ’ριχνε πάνω τους, το λάδι ανάβλυζε και έτρεχε στα πλάγια των ντορβάδων. Μετά το στύψιμο, τους άδειαζαν από το υπόλειμμα, το λιοκόκι, που ακόμη άχνιζε και έβγαζε μια χαρακτηριστική μυρουδιά. Μόλις σταμάταγαν να πάρουν μιαν ανάσα, η μητέρα εύρισκε την ευκαιρία και πήγαινε κοντά τους με τη χιλιάρα το κρασί. Εκείνοι λούτσα στον ιδρώτα, αξύρι­στοι και λαδωμένοι, το ’πιναν μονορούφι ο ένας μετά τον άλλο, με το ίδιο ποτήρι. Ό,τι υγρό έβγαινε στο πιεστή­ριο, στη συνέχεια, πέρναγε από το μηχά­νημα, που ξεχώριζε και κράταγε το καθαρό λάδι ενώ το λιό­ζουμο, άχρηστο πια, έπεφτε στη γράνα.

Βλέποντας η μητέρα να στάζει το φρέσκο λάδι, ζεστό και μυ­ρωδάτο, έκοβε σε φέτες το καρβέλι, που ’χε φέρει και τις έδινε για να τις καψαλίσουν στη φωτιά που έκαιγε για το ζέ­σταμα του νερού. Έπιανε μετά λίγο λάδι, το ’ριχνε πάνω τους και φί­λευε τους ερ­γάτες και φυσικά κι εμένα. Η όλη ατμό­σφαιρα του λιτρουβιού, η μυρουδιά του φρεσκοβγαλμένου λα­διού και η υπόπικρη γεύση έκανε εκείνη τη φέτα του ψωμιού πολύτιμη. Τελειώ­νοντας, γυρνάγαμε στο σπίτι και περιμέναμε τους αγω­γιάτες να μας φέρουν το λάδι, φορτωμένο στ' άλογα μέσα σε ασκιά.

Μόλις τα πέταλα των αλόγων χτύπαγαν  στο πλα­κόστρωτο της αυλής μας, ο πατέρας με μια λάμπα στο χέρι και η μητέρα με ένα πιάτο κουραμπιέδες, κατέβαιναν και άνοιγαν το κατώι. Με το που έλυναν οι αγωγιάτες το ασκί και το λάδι με ένα «πλαφ» έπεφτε στο τσί­γκινο ντεπόζιτο ή στο πήλινο πιθάρι, μας έλεγαν τις ευχές τους  «καλοφάγωτο, υγεία, καλές γιορτές» και η μητέρα τους γλύ­καινε με το φίλεμά της.

Την άλλη μέρα το πρωί, όταν εγώ κ’ η αδελφή μου είμαστε ακόμη στα κρεβάτια μας, έφτανε στα ρουθούνια μας από την κουζίνα η μυρουδιά των λαλαγκίδων[3], που η μητέρα μας σηκω­μένη αχάραγα είχε τηγανίσει, όπως κάθε χρονιά, με το πρώτο λάδι. Πριν φύγουμε για το σχολείο γευόμαστε λαίμαργα όσο πιο πολλές λαλαγκί­δες  μπορούσαμε, ζεστές ακόμη, βουτηγμέ­νες μέσα στο γλυκό πετι­μέζι.

Εμείς είχαμε πολλές ελιές, άλλες στον κάμπο και άλλες στο ύψωμα, τον Κάνταλο. Χρόνο παρά χρόνο βγάζαμε μπόλικο λάδι. Κρατάγαμε όσο χρειαζόταν για το σπίτι και το υπόλοιπο το πουλάγαμε για να βγάλουμε τα έξοδα και κάποιο μικρό κέρ­δος. Υπήρχαν όμως σπιτικά, που δεν είχαν ούτε μια ρίζα ελιά, για να λαδώσουν, που λέει ο λόγος, το άντερό τους. Για να βρουν λίγο λάδι, είχαν, οι δύστυχοι δυο τρόπους.

Ο ένας ήταν το χαμολόι. Οι φτωχές νοικοκυρές πήγαιναν, συ­νήθως τ’ απογεύματα, στα λιοστάσια όπου είχε γίνει ήδη το μάζεμα και πεσμένες στα γό­νατα μάζευαν σε μια κανίστρα, μία-μία, όσες ελιές έβρισκαν κάτω στο χώμα. Ώρες πολλές για να γεμίσουν, με το ζόρι, ένα τσουβάλι.

Άλλος τρόπος ήσαν οι καράβες, και ήταν δουλειά που ’κα­ναν, αποκλειστικά, τα μικρά φτωχόπαιδα εκείνων των σπιτι­κών. Με βέργες από λυγιές και καλάμια, φτιάχνανε, εκεί που άρχιζε η όχθη της γράνας, μικρά φράγματα, τις καράβες. Τα λιό­ζουμα που ’πεφταν από τα λιτρουβιά στη γράνα, ζεστά ακόμη και αφρισμένα, παράσερναν και λίγο λάδι, που οι καρά­βες το συ­γκρατούσαν, καθώς εκείνο έπλεε  πάνω πάνω. Οι μι­κροί εκείνοι φτωχοδιάβολοι το μάζευαν λίγο-λίγο με το κουτάλι και γέμιζαν τα μικρά τενεκεδάκια τους.

Όλη αυτή η προσπάθεια και ο κόπος για μια στάλα λάδι. Πόσο, αλήθεια,  απίστευτα μας φαίνο­νται αυτά σήμερα...



[1] Λιτρουβιά = λιοτρίβια
[2] Ντορβάδες = είδος χοντρού σάκου από τρίχες γίδας
[3] Λαλαγκίδες = τιγανίτες




1 σχόλιο:

  1. ΕΜΕΙΣ ΕΙΧΑΜΕ ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΛΑΔΙ ΑΛΛΑ ΟΤΑΝ ΕΡΧΟΤΑΝ ΣΠΙΤΙ Η ΠΡΩΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΜΟΥ ΗΤΑΝ ΝΑ ΜΑΣ ΚΑΝΕΙ ΤΗΓΑΝΙΤΕΣ ΡΙΧΝΟΝΤΑΣ ΠΑΝΩ ΑΥΤΟ ΤΟ ΘΑΥΜΑΣΙΟ ΜΕΛΙ ΠΟΥ ΕΙΧΑΜΕ ΤΟΤΕ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΑΣ !!

    ΑπάντησηΔιαγραφή