Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2017

Κώστας Περδίκης:



ο καλός μας γείτονας

στη μνήμη του

Ο μπαρμπα Χρήστος έμενε στο διπλανό μας σπίτι, μόλις λίγα μέτρα μακριά μας. Το σπίτι του ήταν παλιό, φτωχικό, φτιαγμένο με χωματόπλιθες και κεραμίδια. Στη φάτσα, προς τον δρόμο, είχε ένα μεγάλο χαγιάτι και μια ξύλινη σκάλα, που πήγαινε από την αυλή στο πάνω πάτωμα. Το μισό κατώι ήταν αχυρώνας και χρησίμευε για ενδιαίτημα της γαϊδούρας του. Το άλλο μισό αποτελούσε τον επαγγελματικό του χώρο. Ο μπαρ­μπα Χρήστος ήταν τσαγκάρης.
Άντρας ψηλός, με ευθυτενή κορμοστασιά και μεγάλο τσι­γκελωτό μουστάκι. Είχε την ίδια περίπου ηλικία με τον πατέρα μου και μεταξύ τους υπήρχε αμοιβαίος σεβασμός και εκτίμηση. Σωστός επαγγελματίας, αλλά και οικογενειάρχης.
 Άρχιζε τη μέρα του, πίνοντας τον πρώτο του καφέ αχά­ραγα, πάντα στο ζαχαροπλαστείο του κυρ Γιώργη, που ήταν καλός του φί­λος. Μετά από κει, κατηφόριζε προς το σπίτι, άνοιγε το μαγαζί, κρέμαγε από τον λαιμό του τη μακριά ποδιά και έπιανε δου­λειά. Άλλαζε σόλες, έκανε επιδιορθώσεις σε πα­λιά πα­πούτσια, έφτιαχνε όμως και καινούργια, κατά παραγ­γε­λία.
Γύρω στις έντεκα έκανε ένα διάλειμμα. Πήγαινε μια βόλτα στην αγορά για να πά­ρει ψωμί και τα σχετικά για το μεσημε­ριανό. Γυρνώντας, τα παρέδινε στην κυρα Μα­ρία, τη γυναίκα του και συνέχιζε τη δουλειά του. Αργά το μεσημέρι, έκλεινε την πόρτα του μαγαζιού κι ανέβαινε για φαγητό. Τ’ απογεύ­ματα, όταν δεν τον πίεζαν οι παραδόσεις των παπουτσιών και ο και­ρός ήταν καλός, έπαιρνε τη γαϊδούρα και τράβαγε  για τις ελιές του, λίγο έξω από την πόλη.
Τις ώρες που εκείνος έλειπε στις ελιές, η κυρα Μαρία εύ­ρι­σκε την ευκαιρία ν’ ανεβεί στο σπίτι μας για να κάνει παρέα με τη μη­τέρα μου. Πιάνανε τις καρέκλες μπροστά από το παρά­θυρο που ’βλεπε στον δρόμο και στο τσαγκάρικο, ράβο­ντας ή μπα­λώνοντας όλο και κανένα ρούχο. Παράλληλα σχολιά­ζανε τα τεκταινό­μενα στη μικρή μας κοινωνία, έρωτες, γάμους, θανά­τους κ.λ.π. Μόλις η φιγούρα του μπαρμπα Χρήστου, κα­βάλα στη γαϊ­δούρα, ξεμύτιζε στην άκρη του δρόμου, η κυρα Μαρία έντρομη μάζευε όπως, όπως τα ραφτικά της και πριν τον ακούσει να φωνάζει «Μαρία», τσακιζόταν να φτάσει πρώτη στη σκάλα για να τον υποδεχθεί.
Όταν σκοτείνιαζε, ο μπαρμπα Χρήστος ανηφόριζε για δεύ­τερη φορά τον δρόμο για το ζαχαροπλαστείο. Εκεί διάβαζε εμ­βριθώς όλες τις εφημερίδες για να έχει πλήρη ενημέρωση. Η πολιτική ήταν από τα πρώτα του ενδιαφέροντα. Φανατικός  φι­λο­βασιλι­κός και σταθερός ψηφοφόρος πρώτα του Παπάγου και μετά του Καραμανλή. Έλεγε και ξανάλαγε τις ίδιες ιστορίες για συμβά­ντα, που τα ’χε ζήσει από κοντά, την εποχή που ήταν φα­ντάρος στην Αθήνα, με πρωταγωνιστές τον Κονδύλη, τον δι­κτάτορα Πάγκαλο, κ.ά.
Είχαμε συνηθίσει να τον βλέπουμε, κάθε μέρα, με τα πρό­χειρα ρούχα της δου­λειάς. Όταν όμως υπήρχε λόγος, όπως π.χ. να παραστεί σαν μάρτυρας στο δικα­στήριο ή να εκκλησια­στεί στις μεγάλες γιορτές, μεταμορφωνόταν. Φόραγε το καφέ ριγέ κουστούμι του, το σταυροκουμπωτό και την καφέ ατσαλά­κωτη ρεπούμπλικα και γινόταν άλλος άνθρωπος.
Ήταν φιλόζωος. Οι γάτες ήσαν η αδυναμία του, αλλά και τα περιστέρια. Η αρχή είχε γίνει με ένα ζευγάρι πιτσούνια που μετά από λίγο καιρό έφτασαν να ’ναι αμέτρητα. Φώλιαζαν όπου εύρισκαν, στη στέγη και στο χαγιάτι του σπιτιού του, αλλά και στο απέναντι χάλασμα. Με το που ’βγαινε στην αυλή με τις χούφτες του γεμάτες σιτάρι, από όλες τις μεριές,  ορμού­σαν, κατά δεκάδες, για να προλάβουν να τσιμπολογή­σουν τα σπόρια, καθισμένα άφοβα πάνω στα χέρια του. Το αυστηρό πρόσωπό του γλύκαινε, τότε, από ευχαρίστηση και ικανοποί­ηση. Χαιρόταν σαν παιδί  για την αγάπη που του ’δειχναν τα πετεινά του ουρα­νού…
Με τις γάτες, άλλες μεγάλες αγάπες. Όταν πολύ αργότερα χήρεψε, έχασε την κυρα Μαρία του, τον θυμάμαι να κάθεται στην άκρη στο χαγιάτι, έχοντας πάντα στα γόνατά του να χαϊ­δεύει τρυφερά μια γάτα. Ήταν η μόνη του συντροφιά στον πόνο και την ερημιά του, στα στερνά του χρόνια, καθώς οι δυο γιοι του ζούσαν μακριά, ο μεγάλος στην Αμερική κι ο μικρός στην Αθήνα. Τι κι αν καμάρωνε για την προκοπή τους και τις φαμί­λιες τους, έκανε μαύρα μάτια  να τους δει.
Οι εθνικές εκλογές είχαν βαρύνουσα σημασία για τον μπαρμπα Χρήστο. Πολιτι­κολογούσε, σε χαμηλούς όμως τό­νους, στο μαγαζί με τους πελάτες του και πάντα ήταν απολύτως σίγουρος για τον θρίαμβο του κόμματός του. Μια ζωή ψήφιζε δεξιά και σταύρωνε τον μακρινό ξά­δελφό του, που ήταν υπο­ψήφιος βουλευτής της.
Για καμιά δεκαριά μέρες πριν τη Κυριακή των εκλογών, κρέμαγε στο χαγιάτι του, στο πιο εμφανές σημείο, μεγάλο πανώ με φωτο­γραφίες του αρχηγού του κόμματος και του υποψήφιου βουλευτή. Ξημερώνοντας η Δευτέρα, μετά τις εκλογές, μόλις η μητέρα άνοιγε το παράθυρο, που ’βλεπε στον δρόμο και στο χαγιάτι του μπαρμπα Χρήστου, έπαιρνε αμέσως το κακό χα­μπέρι για τ’ αποτελέσματα. Το πανώ προ πολλού είχε αποκα­θηλωθεί. Το κόμμα του γείτονα, που τύχαινε να είναι το  ίδιο με το δικό μας, είχε έρθει αυτή τη φορά, δυστυχώς, δεύτερο και καταϊδρωμένο.
Ο πολιτικός φανατισμός ήταν και τότε πολύ μεγάλος. Πε­νήντα μέτρα πιο κάτω από το τσαγκάρικο, ήταν το περίπτερο του μπαρμπα Γιάννη του Μπελέκα, φανατι­κού οπαδού του «Γέ­ρου» και της «Ένωσης Κέντρου». Στο περίπτερό του, εκτός των άλλων, αγόραζες και τις Αθηναϊκές εφημερίδες. Στο φύλλο του Σαββάτου, πριν τις εκλογές, εκείνα τα χρόνια, έβαζαν ολοσέ­λιδη φωτογραφία από την κεντρική προεκλο­γική συγκέντρωση των κομμάτων στην πλατεία Κλαυθμώνος. Την πιο εντυπω­σιακή και πολυπληθέστερη συγκέ­ντρωση είχε ο «Γέρος» και τα «Νέα» αφιέρωναν την πρώτη σελίδα αποκλειστικά σ’ αυτήν, δείχνο­ντας τις χιλιάδες των συ­γκεντρωμένων οπαδών.
Ο Μπελέκας το μεσημέρι έκλεινε για λίγο το περίπτερο και πεταγόταν μέχρι το σπίτι του για να βάλει κάτι στο στόμα του. Για να πικάρει και να ειρωνευτεί, λοιπόν, τον πολιτικό του αντί­παλο, βάδιζε με αργό βηματισμό την απόσταση από το πε­ρίπτερο μέχρι το σπίτι του, περνώντας μπροστά από το τσαγκά­ρικο όλο καμάρι, κρατώντας με τα δυο του χέρια αναπεπταμένη την εφημερίδα με τη ολοσέλιδη φωτογραφία της συγκέ­ντρωσης της «Ένωσης Κέντρου». Η πορεία του αυτή ήταν σιωπηλή μεν,  αλλά  φαρμακερή, με πολλά υπονοού­μενα. Δεν πήγαινε, όμως, πίσω σε κάτι τέτοια και ο μπαρμπα Χρήστος.  Όλο και κάποιο πεί­ραγμα ή αστείο θα πέταγε, βλέποντας κάποιον γνωστό του να περνάει στον δρόμο.
Εκείνον τον καιρό, ήταν στα μαχαίρια με έναν γείτονά του, που είχε βιβλιο­χαρτο­πωλείο, λίγα μέτρα πιο πέρα. Αργά το απόγευμα, όταν γύριζε από τις ελιές ανηφόριζε τον δρόμο, πά­ντα κα­βάλα στη γαϊ­δούρα του. Φτάνοντας  μπροστά ακριβώς από το μαγαζί του «εχθρού» του, κάτι της έκανε και η γαϊ­δούρα, που ζοριζόταν η έρμη στην ανηφόρα, άφηνε μια δυ­νατή παρατετα­μένη πορδή. Γι’ αυτό το ζήτημα, που είχε επαναλη­φθεί πολλές φορές, είχαν φτάσει μέχρι τα δικαστή­ρια. Άντε τώρα ο δικα­στής να βγάλει συμπέρασμα και να αποδώσει δι­καιοσύνη…
Πολλές ώρες, σαν παιδί, πέρασα χαζεύοντας τα διάφορα αντικείμενα του μαγα­ζιού, αλλά και τον ίδιο τον μπαρμπα Χρήστο να μαστορεύει. Έμαθα να ξεχωρίζω τα δέρματα, τα σεβρά από τα αδιάβροχα. Μου άρεσε η μυρουδιά που ’βγαζε το χοντρό δέρμα για το σόλιασμα, όπως και το άρωμα του κεριού από κηρήθρα, που χρησίμευε για το κέρωμα του σπά­γκου του ραψίματος.
     Πάνω στον μικρό πάγκο υπήρχαν ριγμένα, φύρδην-μίγδην, τα πάντα. Σφυριά, τα­νάλιες, φαλτσέτες, σουβλιά, πρόκες και ξυλόπρο­κες. Στον απέναντι τοίχο κρεμασμένα, κατά ζευγάρια, έβλεπες όλα τα νούμερα τα καλαπόδια. Κοντά στο παράθυρο και στο φως, ήταν η μηχανή για τα γαζώματα.
     Από τα πειράγματα του μπαρμπα  Χρήστου δεν γλίτωνα, βέβαια, ούτε εγώ. Τον είχα συνηθίσει όμως και δεν μου κακο­φαι­νόταν. Καταλάβαινα ότι κατά βάθος με αγαπούσε. Δεν παρέ­λειπα όμως κι εγώ, μόλις τον έβλεπα, να τον χαιρετάω με σεβα­σμό και να του δείχνω την αγάπη και τη συμπάθειά μου. Αργό­τερα, όταν σπούδαζα και κατέβαινα για διακοπές, με αντι­μετώ­πιζε βέβαια αλλιώς, ήμουν βλέπετε ακαδημαϊκός πολίτης και η εκτί­μησή του στο πρόσωπό μου ήταν ολοφάνερη. Η κου­μπαριά μας που ακολούθησε, όταν βάφτισα την εγγόνα του, με έκανε πλέον επί­τιμο μέλος της οικο­γένειάς του.
      Τα χρόνια κύλησαν σαν νεράκι και ο μπαρμπα Χρήστος πέ­ρασε τα ογδό­ντα. Πα­ντρεύτηκα κ’ εγώ.
      Το καλοκαίρι κόντευε να τελειώσει και είχε αρχίσει να σουρουπώνει πιο νωρίς, όταν μια μέρα τον είδα να κάθεται στην ίδια θέση του στο χαγιάτι. Ανέβηκα για να του κάνω λίγη συ­ντροφιά. «Πώς τα πας μπαρμπα Χρή­στο» τον χαιρέτησα, σφίγ­γοντας  το ζαρωμένο χέρι του. «Κά­τσε», μου ’πε, δείχνο­ντας μια καρέκλα πλάι του.
Ήταν βαρύς, ανόρεχτος, έδειχνε παραιτημένος. «Δεν πα­λεύεται η μοναξιά παιδί μου», είπε σχεδόν ψιθυριστά. «Δεν έχω τίποτα πια να περιμένω. Τώρα που έχω την ανάγκη της και θέλω λίγη συντροφιά, εκείνη λείπει. Έμεινα μόνος κι έρημος να φυλάω τη γειτονιά». Άρχισε τότε να μου μετράει  έναν-έναν όσους από τη γειτονιά είχαν ήδη πεθάνει. Σταμάτησε κάποια στιγμή, κατάλαβα ότι είχε βουρκώσει. Η γάτα, που είχε λουφά­ξει για τα καλά στα γόνατά του,  μισοκοιμόταν αφημένη στο χάδι του.
Άρχισαν να ανάβουν τα φώτα του δρόμου, σχεδόν είχε νυ­χτώσει. Δεν εύρισκα τί­ποτα να του πω για να τον παρηγορήσω. Χωρίς να θέλω η ματιά μου έπεσε στα γύρω σπίτια. Μόλις που ξεχώριζαν στο μισοσκόταδο, κλειστά και έρημα. Μου βγήκε τότε ένα αυθόρμητο μίσος για κείνα τα άψυχα ντουβά­ρια. Δεν μπορούσα να δεχθώ ότι θα συνέχιζαν να  μένουν όρθια για πολλά, δεν ξέρω πόσα, ακόμη χρόνια, ενώ όσοι έζησαν εκεί μέσα, πεθαμένοι τώρα,  θα ’πεφταν αργά ή γρήγορα  στη λησμο­νιά.

Ο μπαρμπα Χρήστος δεν άργησε. Μετά από λίγους μήνες μας άφησε. Αναχώρησε για τας αιωνίας μονάς. Έκλεισε έτσι και ο δικός του κύκλος.
Ένας δυνατός σεισμός,  μετά από χρόνια, γκρέμισε και το σπίτι του…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου