Παρασκευή 15 Μαρτίου 2019

ΒΑΣΩ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ:


Αναμνήσεις

Ήταν στο νοσοκομείο και δεν θυμόταν τίποτε. Ποιος ήταν από που ερχόταν, που πήγαινε. Τον είχαν  βρει  νύχτα αναίσθητο στον δρόμο και τον μάζεψαν. Ή τον είχε χτυπήσει αυτοκίνητο και τον παράτησε εκεί, ή γλίστρησε, έπεσε και έχασε τις αισθήσεις του. Είχε πάθει διάσειση  του είπαν, αλλά τώρα ήταν καλά μπορούσε να φύγει. Του έδωσαν λίγα  λεφτά που είχαν βρει στις τσέπες του. Ταυτότητα δεν είχε και δεν ήξεραν ποιόν να ειδοποιήσουν. Ο νοσοκόμος του έδειξε  ποιόν δρόμο να πάρει για να βγει στο Δημαρχείο. Ίσως εκεί  μπορούσαν  να βρουν μιαν άκρη με τα χαρτιά του.

Βγήκε έξω και περπάτησε στην τύχη.
Είδε μια ταμπέλα που έγραφε Δημαρχείο και προχώρησε  προς εκεί που έδειχνε το βέλος. Ήταν ένα κτίριο μεγάλο ογκώδες, υπερυψωμένο με ένα φαρδύ εξώστη,  στον οποίο ανέβαινες  από δυο μαρμάρινες σκάλες  που είχε δεξιά και αριστερά. Μπροστά ήταν ανοιχτός. Ανέβηκε προσεχτικά τις σκάλες χωρίς  να κοιτάζει γύρω του, του είχαν πει στο νοσοκομείο να προσέχει  να μην ζαλιστεί. Από τον εξώστη μπήκε σε μια μεγάλη αίθουσα. Υπάλληλοι μπροστά σε κομπιούτερ και κόσμος που περίμενε. Δεν του άρεσε. Γύρισε και βγήκε πάλι στον εξώστη και τότε από εκεί ψηλά πέρα από την λεωφόρο  που περνούσε μπροστά από το Δημαρχείο είδε τη θάλασσα, σκίρτησε η καρδιά του.

Κατέβηκε  σβέλτα τα σκαλιά διέσχισε την λεωφόρο πέρασε το λιμάνι που ήταν αραγμένα βάρκες και καϊκια και συνέχισε να περπατάει  στην ακρογιαλιά σαν  να ήξερε πολύ καλά πού πήγαινε. Και τότε άκουσε γρήγορα βήματα πίσω του,  επάνω στα βότσαλα και πριν προλάβει να γυρίσει κάποιος τον αγκάλιασε από τούς ώμους και ήταν όλο χαρά. Έλα ρε Μίλτο, του είπε, πού χάθηκες τόσες ημέρες. Και συνέχισε χωρίς να  περιμένει απάντηση. Του είχε φυλάξει τα σύνεργα για το ψάρεμα  και έλεγε να  πάρουν μια βάρκα σήμερα και να πάνε στα ανοιχτά και το βράδυ  στην ταβέρνα  θα άνοιγαν καινούργιο. Εκείνος τον κοίταζε και τον άκουγε και το πρόσωπο του έλαμψε από χαρά. Είχε βρει έναν φίλο που ήξερε το όνομά του  και  θα  ψάρευαν μαζί παρέα  στη θάλασσα που κυμάτιζε  γαλάζια και πράσινη  στον  ήλιο.

Τι άλλο ήθελε. Η ζωή ήταν ωραία.

Βά­σω Σι­νο­πού­λου. Γεν­νή­θη­κε καὶ ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει δι­η­γή­μα­τα καὶ πα­ρα­μύ­θια σὲ ἐ­φη­με­ρί­δες καὶ πε­ρι­ο­δι­κά.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου