Σάββατο 30 Μαρτίου 2019

Γιάννης Περδίκης:

«Χαρταετοί»

Ο Γιώργος Ευαγγέλου ξύπνησε με ένα φριχτό πονοκέφαλο, ιδρωμένος και αφυδατωμένος, απόρροια μιας νύχτας σύγχυσης και αλκοόλ σε τοπικό μπαρ του Βύρωνα. Μετά από δύο μήνες ασταμάτητης δουλειάς, με τις προθεσμίες να τον ζορίζουν, είχε ανάγκη να βγει για να ξεσκάσει. Ίσως και να το παράκανε, τελικά. Το πρωί της καθαράς Δευτέρας του 2010 τον βρήκε, πάντως, ολομόναχο στο μικρό ρετιρέ του, να καπνίζει και να χαζεύει τον Υμηττό. Στην κορυφή ίσα που μπόρεσε να διακρίνει έναν – δυο χαρταετούς που λόγω του ξέπνοου ανέμου περιορίζονταν σε χαμηλές πτήσεις. Άλλωστε, ήταν ακόμη νωρίς, οι ορδές από πιτσιρίκια, λαγάνες και ταραμοσαλάτες δεν είχαν ξεχυθεί στους δρόμους.
Μες την πρωινή του θολούρα, και αφού έριξε αρκετό νερό στο πρόσωπό του για να ξυπνήσει, ο Ευαγγέλου αναλογίστηκε πόσο διαφορετική θα ήταν η συγκεκριμένη ημέρα – όπως και όλες οι άλλες ημέρες-, αν ήταν ακόμη στη ζωή του η Λυδία.
Θα ξυπνούσαν μαζί, θα έκαναν έρωτα – μπορεί και όχι- . Θα έπιναν καφέ από την ίδια κούπα και θα κάπνιζαν ένα τσιγάρο στη μέση. Έπειτα, θα ντύνονταν με την ησυχία τους και θα τραβούσαν για το ίδιο γνώριμο δρομάκι προς το Σκοπευτήριο. Εκείνος θα έπαιρνε μαζί την παλιά αναλυτική του Leica. Θα την φωτογράφιζε ξαπλωμένη στο δροσερό χορτάρι, να πίνει κρασί σε πλαστικό και να χαμογελάει. Θα χάζευαν τα υπόλοιπα ζευγάρια και τις υστερικές μαμάδες με τα παιδιά τους. Θα κάθονταν αγκαλιασμένοι μέχρι να πέσει ο ήλιος, θα μίλαγαν για τα πάντα, θα γελούσαν, το βλέμμα τους θα χανόταν στον ορίζοντα, μακριά. Στο τέλος θα έφευγαν χαρούμενοι και μεθυσμένοι, σχεδόν τρεκλίζοντας στο δρόμο της επιστροφής.
Οι σκέψεις πέρασαν από μπροστά του σαν το φλας της παλιάς Leica. O καφές που είχε φτιάξει για να συνέλθει από το άγριο ξενύχτι, ένιωθε να του καίει το στομάχι. Ενώ βυθιζόταν στον καναπέ, αγκαλιά με το λάπτοπ, ο Ευαγγέλου θυμήθηκε πόσο του είχε λείψει να δει την θάλασσα από κοντά. Χωρίς να το σκεφτεί πολύ, άρπαξε το κινητό του, έψαξε στο όνομα “Σταύρος” και κάλεσε. Μετά από λίγη ώρα βρισκόταν πάνω στην μηχανή του, μια παλιά στρουγγυλοφάναρη Βmw, στον παραλιακό δρόμο που βγάζει στο Κερατσίνι. Περνώντας μέσα από τις προβλήτες του λιμανιού, πρόσεξε ένα βαπόρι που ετοιμαζόταν να φύγει για την Κρήτη και αυτόματα θυμήθηκε τα χρόνια που ήταν φοιτητής. Δεκάδες φορές η ίδια διαδρομή: Πειραιάς – Ρέθυμνο, Ρέθυμνο – Πειραιάs, μέχρι να πάρει τελικά πτυχίο. “Μεσοπέλαγα αρμενίζω κι έχω πλώρα τον καημό, κι έχω την αγάπη πρίμα κι άλμπουρο τον χωρισμό…”, σιγοψιθύρισε τους στίχους του μεγάλου Μουντάκη.
Και ενώ οι αναμνήσεις ακόμη τον τύφλωναν, ο κρύος αέρας που ερχόταν από την θάλασσα τον αναζωογονούσε. Η ιδεά ότι θα περνούσε την Καθαρά Δευτέρα παρέα με τον παιδικό του φίλο, μαζί με μπόλικο χαλβά και ρακή, ήταν, αν μη τι άλλο, μια ανακούφιση. Φτάνοντας στο ισόγειο προσφυγικό σπίτι της οικογένειας του Σταύρου άκουσε φωνές και χάχανα, ενώ η μυρωδιά από το χταποδάκι που ψηνόταν έφτανε μέχρι έξω στον δρόμο.
Ανοίγοντας την πόρτα της μικρής αυλής, ο Ευαγγέλου χαμογέλασε βλέποντας την παρέα που είχε μαζευτεί. Πριν προλάβει να χαιρετήσει, τον πρόλαβε ο μικρός γιος του Σταύρου, ο Στέλιος που έπεσε σχεδόν πάνω του, να τον αγκαλιάσει, ενώ στο άλλο χέρι κρατούσε μια ξεφούσκωτη πλαστική μπάλα με το σήμα του Ολυμπιακού. “Η Λυδία που είναι;”, τον ρώτησε ο μικρός με μια αυθόρμητη απορία. Ο Ευαγγέλου χαμογέλασε αμήχανα, κοίταξε πρώτα πάνω τον συννεφιασμένο ουρανό και έπειτα με νόημα τον Σταύρο. ¨Μην το παρεξηγείς ρε Γιώργο, μικρό παιδί είναι”, του έγνεψε γελώντας εκείνος. “Είναι στην κορυφή ενός βουνού και μας παρατηρεί, Στέλιο”, απάντησε και άρχισε να ψάχνει στις τσέπες τα τσιγάρα του.

 Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό fractal

* Ο Γιάννης Περδίκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1981. Είναι νομικός και κοινωνικός επιστήμονας, ενώ από το 2008 ασχολείται με την πολιτιστική κριτική και το ραδιόφωνο, μεταξύ άλλων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου