
η Τιμητική του Βαγγέλη
Από την πρώτη μέρα που λειτούργησε ο θερινό μας κινηματογράφος, μέχρι και τη μέρα που έκλεισε οριστικά είχε πάντα τον ίδιο μηχανικό. Ήταν ο Βαγγέλης, μόνιμος και αναντικατάστατος. Κατάφερε, έτσι, να γίνει πρόσωπο αναφοράς και ένας "θρύλος" για τη μικρή μας πόλη.
Η λειτουργία του κινηματογράφου, κάθε χρόνο, άρχιζε στο τέλος του Ιουνίου, λίγες μέρες πριν κλείσουν τα σχολεία και διαρκούσε μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου, όταν άρχιζε η νέα σχολική χρονιά.
Ο Βαγγέλης με την οικογένειά του, όλο τον άλλο καιρό, ζούσε στην Αθήνα, όπου και δούλευε σαν μηχανικός σε διάφορα σινεμά. Ο ερχομός του, κάθε καλοκαίρι, αποτελούσε σημαντικό γεγονός για τον τόπο μας.
Βλέποντας τον Κυριάκο, τον γιο του Βαγγέλη, να εμφανίζεται ξαφνικά στη γειτονιά που παίζαμε, σήμαινε ότι από τις επόμενες μέρες ξεκίναγε και η δική μας ευτυχία. Θα τέλειωνε η μίζερη περίοδος με τα διαβάσματα και τις απαγορεύσεις και θ’ άρχιζαν τα μπάνια και οι ταινίες στο σινεμά.
Κάθε χρόνο, την πρώτη Δευτέρα μετά το δεκαπενταύγουστο, οι ιδιοκτήτες του κινηματογράφου τον παραχωρούσαν στον Βαγγέλη, για μια μέρα, για να κάνει την Τιμητική του βραδιά. Τα έσοδα της βραδιάς πήγαιναν όλα στον Βαγγέλη. Κάλυπτε έτσι τα έξοδά του και όσα του απόμεναν ήταν το κέρδος του, σαν λέμε το extra bonus του.
Είναι, νομίζω, περιττό να σας πω κατά πόσο είχε επιτυχία ή όχι η Τιμητική βραδιά του Βαγγέλη. Κάθε χρόνο γινότανε το σώσε. Ο χώρος του σινεμά, μέσα σε λίγη ώρα, φουλάριζε από κόσμο, καθήμενους και όρθιους. Εκτός από τους κατοίκους της πόλης μας, ήσαν πολλοί κι αυτοί που έρχονταν από τα γύρω χωριά. Μπαλκόνια και γειτονικές ταράτσες, που’ χαν θέα προς την οθόνη, κινδύνευαν να γκρεμιστούν από το πλήθος των τσαμπατζήδων.
Η επιλογή να γίνεται η Τιμητική την ίδια πάντα μέρα της εβδομάδας, μια Δευτέρα, δεν ήταν καθόλου τυχαία. Τότε, οι αθηναϊκοί θίασοι δεν έδιναν παραστάσεις τις Δευτέρες, γιατί έκαναν το ρεπό τους. Ο Βαγγέλης ζώντας και δουλεύοντας μια ζωή στους κινηματογράφους της Αθήνας και ποιον δεν γνώριζε από το σινάφι των ηθοποιών. Όποια πέτρα κι αν σήκωνες, από κάτω της εύρισκες τον Βαγγέλη.
Κάνοντας λοιπόν την Τιμητική του μια βραδιά Δευτέρας, μπορούσε εύκολα να πείσει μερικούς φίλους του ηθοποιούς να κατέβουν σαν εκδρομή μέχρι εδώ. Θα προλάβαιναν να κάνουν ένα μπάνιο στη μοναδική θάλασσά μας, να απολαύσουν τα υπέροχα τοπία μας και το βράδυ να παρουσιάσουν, ένα κωμικό σκετς ή να πουν μερικά ανέκδοτα.
Για χάρη και τιμής ένεκεν στον Βαγγέλη δεν ήσαν λίγοι αυτοί που είχαν έρθει, χωρίς εννοείται καμία αμοιβή. Ο Γκιωνάκης, ο Παράβας, ο Γιαννόπουλος, ο Μανέλης, ο Κοκοβιός και τόσοι άλλοι.
Κάθε χρονιά, ο δαιμόνιος Βαγγέλης προσπαθούσε να μας παρουσιάσει όλο και πιο πρωτότυπο και φαντασμαγορικό πρόγραμμα. Για τα παιδιά φρόντιζε απαραιτήτως να περιλαμβάνει μια μικρού μήκους ταινία με Μίκυ Μάους ή Χοντρό Λιγνό και για τους φιλάθλους λίγα επίκαιρα με αθλητικά γεγονότα, ποδόσφαιρο, κ.λ.π.
Για ταινία της βραδιάς επέλεγε συνήθως κάποιο θεαματικό έγχρωμο μιούζικαλ, θέλοντας έτσι να μας εντυπωσιάσει με ένα κινηματογραφικό είδος που τα είχε όλα, χορό, μουσική και τραγούδι. Έλα όμως, που όλοι σχεδόν εμείς άλλο περιμέναμε. Ο ανδρικός πληθυσμός κανένα καουμπόικο, ο δε γυναικείος κανένα δακρύβρεχτο μελό με τη Μάρθα Βούρτση. Η επιλογή του Βαγγέλη αντί να μας εντυπωσιάζει μάλλον μας απογοήτευε.
Ένα άλλο δρώμενο της βραδιάς που συγκέντρωνε το ενδιαφέρον και το γέλιο του κοινού ήταν ο διαγωνισμός μακαρονάδας. Τρία με πέντε νεαρά άτομα, πάνω στη σκηνή της οθόνης, έχοντας ο καθένας τους μπροστά του μια τεράστια μακαρονάδα πάσχιζαν, με χέρια και πιρούνια για το ποιος θα τη φάει πιο γρήγορα. Οι μακαρονάδες ήσαν ευγενική προσφορά, εκ περιτροπής, των δύο απέναντι από τον κινηματογράφο μαγέρικων, της Λουκουματζούς και των αδελφών Μπολιάρη.
Οι συμμετέχοντες ήσαν συνήθως φτωχόπαιδα και συνδύαζαν το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Έβρισκαν έτσι την ευκαιρία να το διασκεδάσουν, αλλά και να την πετσώσουν, κατά το κοινώς λεγόμενο.
Η κορύφωση όμως της βραδιάς ή αλλιώς το κρεσέντο της, ήταν ο διαγωνισμός ομορφιάς και η ανάδειξη της Μις Ζαχάρως.
Ο Βαγγέλης φρόντιζε από τις προηγούμενες μέρες να συγκεντρώνει από τα μεγάλα μαγαζιά της πόλης, με το πρόσχημα της διαφήμισης, διάφορα δώρα. Τα ακριβότερα δώρα θα προσφέρονταν, σαν βραβείο, στην νικήτρια της βραδιάς, αλλά και στις άλλες κοπέλες, που θα συμμετείχαν στον διαγωνισμό όλο και κάποιο δωράκι θα δινότανε. Είδη προικός από τη Λαϊκή Αγορά ή τον Καψή, ένα πετρογκάζ ή ράδιο από τον Τάγαρη, από τον Σώκα ένα σερβίτσιο, μια τούρτα από το ζαχαροπλαστείο του Ζαφειρόπουλου κ.ά.
Ο Γιάννης, ο γιος του ζαχαροπλάστη, φέρελπις νέος και πρωτοετής τότε φοιτητής της Νομικής, επιλέγεται εκείνη τη χρονιά από τον μηχανικό, ως ο πιο κατάλληλος για πρόεδρος της κριτικής επιτροπής. Στο διάλειμμα της ταινίας, ο Βαγγέλης μετά της συζύγου του, της κυρίας Ελένης, περνάνε απ’ όλα τα καθίσματα ψάχνοντας εναγωνίως να βρούνε ανάμεσα στους θεατές νέες κοπέλες, πρόθυμες να συμμετάσχουν στον διαγωνισμό ομορφιάς.
Οι ντόπιες διστάζουν, είναι ντροπαλές, σκέφτονται το τι θα πει ο κόσμος και αρνούνται κατηγορηματικά. Δυο τρεις ξένες, που έχουν έρθει για παραθερισμό, φαίνονται πιο θαρρετές. Καταλαβαίνοντας άλλωστε ότι δεν έχουν να χάσουν τίποτα πείθονται και του Βαγγέλη επιμένοντος σηκώνονται.
Οι δικές μας δείχνουν ακόμα αναποφάσιστες. Παρακινούνται, όμως, από τις ξένες και με το δέλεαρ των δώρων στο μυαλό τους παίρνουν την άδεια από τους γονείς τους και τελικά σηκώνονται κι αυτές. Η προσπάθεια του Βαγγέλη, δόξα τω Θεώ, κι αυτή τη φορά ευοδώνεται. Οι υποψήφιες για τον διαγωνισμό φτάνουν τον αριθμό έξι (6) και όλα βαίνουν καλώς.
Η τριμελής
επιτροπή, με πρώτο τον πρόεδρο ανεβαίνουν στη σκηνή. Έχουν όλοι τους ύφος
σοβαρό και αυστηρό, ανάλογο του σπουδαίου ρόλου, που έχουν επωμιστεί. Τους ακολουθούν
οι υποψήφιες, που ανεβαίνουν στην σκηνή και παρατάσσονται η μία δίπλα στην
άλλη, έχοντας φάτσα τον κόσμο. Όλες τους είναι ντυμένες κανονικά με τα φορέματά
τους και δεν προβλέπεται από την επιτροπή η παρέλασή τους με μπικίνι. Διαγωνισμός ομορφιάς μεν, αλλά και
διαφύλαξη της σεμνότητας δε.
Εκείνη τη βραδιά μεγάλη νικήτρια αναδείχθηκε μια δική μας κοπέλα, ψηλή, και όμορφη. Ήταν από σχετικά φτωχική οικογένεια, που έμενε σε ένα σπιτάκι, κοντά στη θάλασσα. Τα δώρα, έτσι, από τη βράβευσή της έπιασαν τόπο.
Ο Βαγγέλης ύστερα από μερικά χρόνια αποφάσισε να μείνει μόνιμα στην πόλη μας. Δούλευε σαν ηλεκτρολόγος τους άλλους μήνες και τους καλοκαιρινούς σαν μηχανικός στο σινεμά. Αγόρασε σπίτι και πολιτογραφήθηκε Ζαχαραίος. Μέχρι που πέθανε όσα χρόνια του έμειναν τα έζησε στη Ζαχάρω.
Όποτε κι αν τον συναντάγαμε, εκείνο το αμίμητο "ο Κολοσσός των Κολοσσών" έφτανε, ακόμα, στ’ αφτιά μας από τα μεγάφωνα του σινεμά. Ήταν η θρυλική φράση, με την οποία ο Βαγγέλης διαφήμιζε στα διαλείμματα την ταινία που θα παιζότανε "προσεχώς". Την εκφωνούσε από το καμαράκι του μηχανικού με τον δικό του χαρακτηριστικό τρόπο, τον ραδιοφωνικό, που θύμιζε κομφερασιέ, αλλά και σπίκερ ποδοσφαιρικού αγώνα.
Πέρναγε τη μέρα του καλαμπουρίζοντας με τους φίλους του στο καφενείο του Κούκιου. Μόνιμα θέματα της παρέας, τι άλλο, τα πολιτικά και ο Ολυμπιακός. Ο μεγάλος του Πειραιά, αλλά και ο δικός μας, ο Ολυμπιακός Ζαχάρως.
Είχε τον λόγο του, που προτιμούσε εκείνο το καφενείο. Ήταν ακριβώς απέναντι από τον κινηματογράφο. Η αγάπη του, βλέπετε, για κείνον ήταν τόσο μεγάλη, που δεν μπορούσε να τον αποχωριστεί. Ακόμα και όταν αργότερα τον γκρέμισαν για να γίνει η σημερινή πλατεία η ματιά του από απέναντι εκεί συνέχεια έπεφτε με θλίψη και νοσταλγία.
Ο Βαγγέλης σαν σε όνειρο, όταν βράδιαζε, συνέχιζε να βλέπει εκείνο το γλυκό κοκκινωπό φως να βγαίνει από τα μεγάλα γράμματα της λέξης ΟΛΥΜΠΙΑ και να καταυγάζει το σκοτάδι της νύχτας…
Α ρε Κώστα και νοσταλγικος και ανεξαντλητος! Να είσαι λοιπόν παραγωγικος και το 2021!
ΑπάντησηΔιαγραφήΔημήτρη τώρα είδα το σχόλιό σου και σε ευχαριστώ.Εύχομαι σε σένα και στην Τάνια μια καλύτερη χρονιά και πρώτα απ΄όλα υγεία.Ας ελπίσουμε ότι το εμβόλιο θα μας ελευθερώσει και θα ξανασυναντηθούμε...
ΑπάντησηΔιαγραφή