Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2021

Κώστας Περδίκης:


 

η Τιμητική του Βαγγέλη

 

      Από την πρώτη μέρα που λειτούργησε ο θερινό μας κινημα­το­γράφος, μέχρι και τη μέρα που έκλεισε οριστικά είχε πάντα τον ίδιο μηχανικό. Ήταν ο Βαγγέλης, μόνιμος και αναντικατά­στατος. Κατάφερε, έτσι, να γίνει πρόσωπο αναφοράς και ένας "θρύλος" για τη μικρή μας πόλη.

Η λειτουργία του κινηματογράφου, κάθε χρόνο, άρχιζε στο τέ­λος του Ιουνίου, λίγες μέρες πριν κλείσουν τα σχολεία και διαρκούσε μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου, όταν άρχιζε η νέα σχο­λική χρονιά.

Ο Βαγγέλης με την οικογένειά του, όλο τον άλλο καιρό, ζούσε στην Αθήνα, όπου και δούλευε σαν μηχανικός σε διά­φορα σι­νεμά. Ο ερχομός του, κάθε καλοκαίρι, αποτελούσε ση­μαντικό γεγο­νός για τον τόπο μας.

Βλέποντας τον Κυριάκο, τον γιο του Βαγγέλη, να εμφανίζε­ται ξαφνικά στη γειτονιά που παίζαμε, σήμαινε ότι από τις επό­με­νες μέρες ξεκίναγε και η δική μας ευτυχία. Θα τέλειωνε η μίζερη περίοδος με τα διαβάσματα και τις απα­γορεύσεις και θ’ άρχιζαν τα μπάνια και  οι ταινίες στο σινεμά.

Κάθε χρόνο, την πρώτη Δευτέρα μετά το δεκαπενταύγου­στο, οι ιδιοκτήτες του κινηματογράφου τον παραχωρούσαν στον Βαγ­γέλη, για μια μέρα, για να κάνει την Τιμητική του βραδιά. Τα έσοδα της βραδιάς πήγαιναν όλα στον Βαγγέλη. Κάλυπτε έτσι τα έξοδά του και όσα του απόμεναν ήταν το κέρ­δος του, σαν λέμε  το extra bonus του.

Είναι, νομίζω, περιττό να σας πω κατά πόσο είχε επιτυχία ή όχι η  Τιμητική βραδιά του Βαγγέλη. Κάθε χρόνο γινότανε το σώσε. Ο χώρος του σινεμά, μέσα σε λίγη ώρα, φουλάριζε από κόσμο, καθήμε­νους και όρθιους. Εκτός από τους κατοίκους της πόλης μας, ήσαν πολλοί κι αυτοί που έρχονταν από τα γύρω χωριά. Μπαλκόνια και γειτονικές ταράτσες, που’ χαν θέα προς την οθόνη, κινδύνευαν να γκρεμιστούν  από το πλήθος των τσα­μπατζήδων.

Η επιλογή να γίνεται η Τιμητική την ίδια πάντα μέρα της εβδο­μάδας, μια Δευτέρα, δεν ήταν καθόλου τυχαία. Τότε, οι αθηναϊκοί θίασοι δεν έδιναν παραστάσεις τις Δευτέρες, γιατί έκαναν το ρεπό τους. Ο Βαγγέλης ζώντας και δουλεύοντας μια ζωή στους κινηματο­γράφους της Αθήνας και ποιον δεν γνώριζε από το σινάφι των ηθοποιών. Όποια πέτρα κι αν σήκωνες, από κάτω της εύρισκες τον Βαγ­γέλη.

Κάνοντας λοιπόν την Τιμητική του μια βραδιά Δευτέρας, μπο­ρούσε εύκολα να πείσει μερικούς φίλους του ηθοποιούς να κα­τέβουν σαν εκδρομή μέχρι εδώ. Θα προλάβαιναν να κάνουν ένα μπάνιο στη μοναδική θάλασσά μας, να απολαύσουν τα υπέροχα τοπία μας και το βράδυ να πα­ρουσιάσουν,  ένα κωμικό σκετς ή  να πουν μερικά ανέκδοτα.

Για χάρη και τιμής ένεκεν στον Βαγγέλη δεν ήσαν λίγοι αυ­τοί που είχαν έρθει, χωρίς εννοείται καμία αμοιβή. Ο Γκιωνά­κης, ο Παράβας, ο Γιαννόπουλος, ο Μανέλης, ο Κο­κοβιός και τόσοι άλλοι.

Κάθε χρονιά, ο δαιμόνιος Βαγγέλης προσπαθούσε να μας πα­ρουσιάσει όλο και πιο πρωτότυπο και φαντασμαγορικό πρό­γραμμα. Για τα παιδιά φρόντιζε απαραιτήτως να περι­λαμβάνει μια μι­κρού μήκους ταινία με Μίκυ Μάους ή Χοντρό Λιγνό και για τους φιλάθλους λίγα επίκαιρα με αθλητικά γεγο­νότα, ποδό­σφαιρο, κ.λ.π.

Για ταινία της βραδιάς επέλεγε συνήθως κάποιο θεαματικό έγ­χρωμο μιούζικαλ, θέλοντας έτσι να μας εντυπωσιάσει με ένα κινηματογραφικό είδος που τα είχε όλα, χορό, μουσική και  τραγούδι. Έλα όμως, που όλοι σχεδόν εμείς άλλο περιμέναμε. Ο ανδρικός πληθυσμός κανένα καουμπόικο, ο δε γυναικείος κα­νένα δακρύβρεχτο μελό με τη Μάρθα Βούρτση. Η επιλογή του Βαγγέλη αντί να μας εντυπωσιάζει μάλλον μας απογοήτευε.

Ένα άλλο δρώμενο της βραδιάς που συγκέντρωνε το ενδια­φέ­ρον και το γέλιο του κοινού ήταν ο διαγωνισμός μακαρονά­δας. Τρία με πέντε νεαρά άτομα, πάνω στη σκηνή της οθόνης, έχο­ντας ο καθένας τους μπροστά του μια τεράστια μακαρονάδα πάσχιζαν, με χέρια και πιρούνια για το ποιος θα τη φάει πιο γρήγορα. Οι μακαρονάδες ήσαν ευγενική προσφορά, εκ περι­τροπής, των δύο απέναντι από τον κινηματογράφο μαγέρικων, της Λουκου­ματζούς και των αδελφών Μπολιάρη.

Οι συμμετέχοντες ήσαν συνήθως φτωχόπαιδα και συνδύα­ζαν το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Έβρισκαν έτσι την ευκαιρία να το διασκεδάσουν, αλλά και να την πετσώσουν, κατά το κοι­νώς λεγό­μενο.

Η κορύφωση όμως της βραδιάς ή αλλιώς το κρεσέντο της, ήταν ο διαγωνισμός ομορφιάς και η ανάδειξη της Μις Ζαχάρως.

Ο Βαγγέλης φρόντιζε από τις προηγούμενες μέρες να συγκε­ντρώνει από τα μεγάλα μαγαζιά της πόλης, με το πρόσχημα της διαφήμισης, διάφορα δώρα. Τα ακριβότερα δώρα θα προσφέ­ρονταν, σαν βραβείο, στην νι­κήτρια της βραδιάς, αλλά και στις άλλες κοπέλες, που θα συμ­μετείχαν στον διαγωνισμό όλο και κάποιο δωράκι θα δινότανε. Είδη προικός από τη Λαϊκή Αγορά ή τον Καψή, ένα πετρογκάζ ή ράδιο από τον Τάγαρη, από τον Σώκα ένα σερβίτσιο, μια τούρτα από το ζαχαροπλαστείο του Ζαφειρό­πουλου κ.ά.

Ο Γιάννης, ο γιος του ζαχαροπλάστη, φέρελπις νέος και πρωτοε­τής τότε φοιτητής της Νομικής, επιλέγεται εκείνη τη χρονιά από τον μηχανικό, ως ο πιο κατάλληλος για πρόεδρος της κριτικής επιτροπής. Στο διάλειμμα της ταινίας, ο Βαγγέλης μετά της συζύγου του, της κυρίας Ελένης, περνάνε απ’ όλα τα καθίσματα ψάχνοντας εναγωνίως να βρούνε ανάμεσα στους θεατές νέες κοπέλες, πρό­θυμες να συμμετάσχουν στον διαγωνι­σμό ομορφιάς.

Οι ντόπιες διστάζουν, είναι ντροπαλές, σκέφτονται το τι θα πει ο κόσμος και αρνούνται κατηγορηματικά. Δυο τρεις ξένες, που έχουν έρθει για παραθερισμό, φαίνονται  πιο θαρρετές. Κα­ταλαβαίνοντας  άλλωστε ότι δεν έχουν να χάσουν τίποτα πείθο­νται και του Βαγγέλη επιμένοντος σηκώνονται.

Οι δικές μας δείχνουν ακόμα αναποφάσι­στες. Παρακινού­νται, όμως, από τις ξένες και με το δέλεαρ των δώ­ρων στο μυαλό τους παίρνουν την άδεια από τους γονείς τους και τελικά σηκώνονται κι αυτές. Η προσπάθεια του Βαγ­γέλη,  δόξα τω Θεώ, κι αυτή τη φορά ευοδώνεται. Οι υποψή­φιες για τον δια­γωνισμό φτάνουν τον αριθμό έξι (6) και όλα βαίνουν καλώς.

Η τριμελής επιτροπή, με πρώτο τον πρόεδρο ανεβαίνουν στη σκηνή. Έχουν όλοι τους ύφος σοβαρό και αυστηρό, ανά­λογο του σπουδαίου ρόλου, που έχουν επωμιστεί. Τους ακο­λουθούν οι υποψήφιες, που ανεβαίνουν στην σκηνή και παρα­τάσσονται η μία δίπλα στην άλλη, έχοντας φάτσα τον κόσμο. Όλες τους είναι ντυμένες κανονικά με τα φορέματά τους και δεν προβλέπεται από την επιτροπή η παρέλασή τους με  μπικίνι. Διαγωνισμός ομορφιάς μεν, αλλά και διαφύλαξη της σεμνότη­τας δε.

Εκείνη τη βραδιά μεγάλη νικήτρια αναδείχθηκε μια δική μας κοπέλα, ψηλή, και όμορφη. Ήταν από σχετικά φτωχική οικογένεια, που έμενε σε ένα σπι­τάκι, κοντά στη θάλασσα. Τα δώρα, έτσι, από τη βράβευσή της έπιασαν τόπο.

Ο Βαγγέλης ύστερα από μερικά χρόνια αποφάσισε να μείνει μόνιμα στην πόλη μας. Δούλευε σαν ηλεκτρολόγος τους άλλους μήνες και τους καλοκαιρινούς σαν μηχανικός στο σινεμά. Αγό­ρασε σπίτι και πολιτογραφήθηκε Ζαχαραίος. Μέχρι που πέθανε όσα χρόνια του έμειναν τα έζησε στη Ζα­χάρω.

Όποτε κι αν τον συναντάγαμε, εκείνο το αμίμητο "ο Κολοσ­σός των Κολοσσών" έφτανε, ακόμα, στ’ αφτιά μας από τα με­γάφωνα του σινεμά. Ήταν η θρυλική φράση, με την οποία ο Βαγγέλης διαφήμιζε στα διαλείμματα την ταινία που θα παιζό­τανε "προσεχώς". Την εκφωνούσε από το καμαράκι του μηχανι­κού με τον δικό του χαρακτηριστικό τρόπο, τον ραδιοφω­νικό, που θύμιζε κομφερασιέ, αλλά και σπίκερ ποδοσφαιρικού αγώνα.

Πέρναγε τη μέρα του καλαμπουρίζοντας με τους φίλους του στο καφενείο του Κούκιου. Μόνιμα θέματα της παρέας, τι άλλο, τα πολιτικά και ο Ολυ­μπιακός. Ο μεγάλος του Πειραιά, αλλά και ο δικός μας, ο Ολυμπιακός Ζα­χάρως.

Είχε τον λόγο του, που προτιμούσε εκείνο το καφενείο. Ήταν ακρι­βώς απέναντι από τον κινηματογράφο. Η αγάπη του, βλέπετε, για κείνον ήταν τόσο μεγάλη, που δεν μπορούσε να τον αποχω­ριστεί. Ακόμα και όταν αργότερα τον γκρέμισαν για να γίνει η σημε­ρινή πλατεία η ματιά του από απέναντι  εκεί συνέχεια έπε­φτε με θλίψη και νοσταλγία.

Ο Βαγγέλης σαν σε όνειρο, όταν βράδιαζε,  συνέχιζε να βλέπει εκείνο το γλυκό κοκκι­νωπό φως να βγαίνει από τα με­γάλα γράμ­ματα της λέξης ΟΛΥ­ΜΠΙΑ και να καταυγάζει το σκοτάδι της νύχτας…       

 



2 σχόλια:

  1. Α ρε Κώστα και νοσταλγικος και ανεξαντλητος! Να είσαι λοιπόν παραγωγικος και το 2021!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Δημήτρη τώρα είδα το σχόλιό σου και σε ευχαριστώ.Εύχομαι σε σένα και στην Τάνια μια καλύτερη χρονιά και πρώτα απ΄όλα υγεία.Ας ελπίσουμε ότι το εμβόλιο θα μας ελευθερώσει και θα ξανασυναντηθούμε...

    ΑπάντησηΔιαγραφή