Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2021

1908: Ένα γεύμα παραμονή των Χριστουγέννων

Γράφει Ο Μ. Μαλακάσης:




Ένα μουντό πρωινό χινοπωριάτικης ημέρας, παραμονές των Χριστουγέννων, εδώ και εικοσιπέντε τουλάχιστον χρόνια, ο Ευρυσθένης Τσανάκας, λόγιος και συγγραφέας και άνθρωπος κολασίμων παθών, έπερνε τον καφέ του στο υπόστεγο του μικρού καφενείου της Δεξαμενής στου κυρ Γιάννη. Τον έπινε και εδιάβαζε την εφημερίδα του, επισκοπώντας και από αταβισμόν ζουλαπιού τα περίγυρα, οσμιζόμενος και την ατμόσφαιρα. 

Ο Ευρυσθένης Τσανάκας! Τρομερό πρόσωπο, άνθρωπος πολυφαγάς, καυγατζής, χωρικός, θρασύδειλος, τύραννος και δούλος. Κακολόγος, κακόσουρτος, βραδύβ, αλλά παρατηρητικός και συγγραφέας με κάποιο ταλέντο. 

Είναι πεθαμένος εδώ και είκοσι χρόνια το λιγότερο. Υστερα από τόσον καιρό και ο Θεός ακόμα θα τον συγχώρησε. Αλλά δεν πρόκειται περί αυτού. Ο Ευρυσθένης Τσανάκας, λοιπόν, εκείνο το πρωί, έκαμε την τύχη του.

Όπως παραφύλαγε, ανασηκωμένος σε μια στιγμή, συνέλαβε με το μάτι το ξεκομμένο γαλόπουλο που κατέβαινε από το Λυκαβητό σαστισμένο και παραπατώντας. 

Εκαθόμουν ακριβώς αντίκρυ του και παρακολουθούσα τη σκηνή. Ο Τσανάκας το ήξερε και με υπόβλεπε. Ημαστε φίλοι, αλλά και εχτροί μαζύ. Μ’ αγαπούσε και δε με υπόφερε. Τον εκαφτηρίαζα εκεί που πονούσε και εφρίαζε. Και το πιο που τον λυσσούσε ήτανε ο αφελής και παιγνιδιάρικος τρόπος μου. Το γαλί ως τόσο κατέβαινε· έφτανε τώρα στο διάμεσο των δύο καφενείων, ήσαν τότε δύο τα καφενεία της Δεξαμενής, κ’ εκεί που κοντοστάθηκε αναποφάσιστο ακόμα, ο Ευρυσθένης Τσανάκας ευρέθηκε στο πλάι του. Είχε πάρει από κάτω ένα ξεροκάλαμο και διαγράφοντας ημικύκλιο, από τη μια μεριά τού έκοψε με το σώμα του το δρόμο, ενώ από την άλλη, τάπα, τάπα, με τη βέργα, τώφερνε προς το καφενείο. Συγχρόνως με λίγη ψύχα ψωμιού που έτριβε με το άλλο του χέρι, καθησύχαζε το πουλερικό, που αναθαρρεμένο έτσι, παρασύρονταν προς την κατεύθυνση που του έδινε ο Τσανάκας. Ητανε δε αυτή, μια παράγκα κολημένη στο καφενείο και που εφυλάγονταν τα καθίσματα του καλοκαιριού. Εκεί όταν το έφτασε, άνοιξε την πόρτα και αφού έσπρωξε το γαλί με το ξεροκάλαμο μέσα, την έσυρε πάλι προς αυτόν και την έκλεισε.

Εφώναξε τότε τον μικρόν του καφενείου και του είπε, κυττάζοντας και προς εμένα ύποπτα, αλλά και κάπως εξευτελισμένα: 

— Άκου, Θανάση, μέσ’ στην αποθήκη είνε ένα γαλόπουλο, αν το ζητήση κανένας, το δΐνεις. Αν όχι, το κρατείς κλεισμένο· το μεσημέρι εγώ θα γυρίσω από δω. Αγόρασέ του και λίγο καλαμπόκι και βάλε του σ’ ένα πιάτο και νερό. 

Γυρίζοντας σ’ εμένα, πάμε; μου λέει, κατεβαίνεις ή θα καθήσεις εδώ; 

— Κατεβαίνω, του απάντησα, και σηκώθηκα. 

Επήραμε την οδόν Πινδάρου σιωπηλοί για κάμποσα λεπτά και υποβλεπόμενοι. 

Αξαφνα μου λέει: Ξέρεις τι γένεται αυτό το πουλί με πατάτες στο φούρνο; λουκούμι. Αν δεν το γυρέψουν σαν το μεσημέρι, θα το κόψω. Θα πω του Παπαδιαμάντη και του Καρκαβίτσα να το φάμε το βράδυ. Η αφεντιά σου δεν ξέρω τι θα κάνεις. Θάρθης; 

— Βρε αδερφέ... 

— Να χαθής, γελοίε, με διέκοψε, και εχωρίσαμε. 

Το απόγιομα ήρθε ο Παπαδιαμάντης και με βρήκε. 

— Τι θα κάμουμε, μου είπε, το βράδυ θα πάμε; 

— Πού; 

— Στου κυρ Γιάννη. Ο Τσανάκας, λέει, έχει ένα γαλόπουλο με πατάτες. Εγώ δεν τρώω κρέας σήμερα, αλλά αν θέλεις… 

— Μα τι έγινε, του είπα, δεν το ζήτησε κανένας; 

— Ποιο. 

— Το γαλόπουλο. Τι δεν ξέρεις; 

— Δεν ξέρω τίποτε. 

— Βρε αδερφέ, αυτό το γαλόπουλο ο Τσανάκας το παραπλάνησε το πρωί ξεκομμένο, όπως είπε, από κοπάδι, και τόκλεισε στου κυρ Γιάννη και τώκοψε. Θέλεις τώρα να πάμε, δε θέλεις; Η γνώμη μου είνε να φάμε στου Πανταζή (ένα μπακάλικο στην οδό Αναγνωστοπούλου) και να ταφήσουμε αυτά. 

— Δίχως άλλο, απάντησε ο Παπαδιαμάντης. Και επρόσθεσε: Αυτό μούλειπε ναρτιθώ τέτοια μέρα σήμερα και με πουλί κλεμένο. Στου Πανταζή λοιπόν. Ελιές, ταραμά, χαλβά και για σένα κάτι ακόμα θα βρεθή. 

Αυτό και έγινε. Το βράδυ αντάμωσα με τον Παπαδιαμάντη στου Ζαχαράτου και ανεβήκαμε σιγά-σιγά την οδόν Αγχέσμου. Μιλούσαμε για το γαλόπουλο, για την πράξη αυτή του Τσανάκα, μισή κλοπή και μισή εύρημα, κατά τον Παπαδιαμάντη, που δεν τη συγχωρούσε, το περισσότερο, λόγω του νηστίσιμου της ημέρας. 

— Τέτοια μέρα κρέας, επανελάμβανε, και κλεμένο... 

Εφάγαμε ασκητικά οι δυο μας, χωρίς πολλές κουβέντες και χωρίς θόρυβο και μείναμ’ εκεί ως φτασμένα σχεδόν τα μεσάνυχτα. 

Εγώ εκάπνιζα, κ’ εκείνος κουτσόπινε και κάπνιζε. Ητανε όμως στρυφνός και στα νεύρα του. 

— Δεν είνε κρασί αυτό, μου έλεγε, Μιλτιάδη, είνε πετρέλαιο. Μόνον ο Καχρημάνης κι’ ο Κόπανος, κατά δεύτερο λόγο, επρόσθετε, τι τα θέλεις αυτά… τους Πανταζίδες… 

Το πρωί της άλλης ημέρας, ένα βροχερό και κρύο πρωινό, ελαφροί και σαν φοβισμένοι χτύποι στην πόρτα μου με ξύπνησαν. Θα ήτανε ως 8.30-9 η ώρα. 

— Ποιός; ρώτησα μισοκοιμισμένος. 

— Εγώ, ο Αλέξαντρος. 

— Ποιός; 

— Ο Παπαδιαμάντης. 

— Εφτασα, του αποκρίθηκα, σηκωνόμενος να του ανοίξω. 

— Δεν είνε ανάγκη, εμουρμούρισε, ήρθα να σου πω, για να μην το μάθης από τους άλλους, πως εγώ ψες το βράδυ που χωρίσαμε, πέρασα από του κυρ Γιάννη. 

— Τι;! 

— Πέρασ’ απ’ τα παιδιά και κάθησα και λίγο μαζί τους. Ηθελα να ξεπλύνω το στόμα μου από κείνο το παλιόκρασο του Πανταζή. 

— Και να πάρης και μεζέ, βέβαια, είπα, ανοίγοντας την πόρτα μου. 

— Σε ντρέπομαι, μου είπε χαμογελώντας, ενώ μ’ εκύτταζε. 

— Δυο πατατούλες, επρόσθεσε. 

— Κι’ από το γαλόπουλο, τίποτε; ρώτησα. 

— Μούχαν φυλάξει το μερδικό μου, είπε, και για να μην τους προσβάλω, έφαγα και το σηκώτι. Απ’ το άλλο όμως, σου ορκίζομαι, ούτε μπουκιά. 

— Και ποιοι ήτανε; ρώτησα για να τον βγάλω απ’ τη στενοχώρια που έβλεπα να βρίσκεται το περισσότερο, παρά για να μάθω γνωστά πράγματα. 

— Ο τσανάκας, ο Καρκαβίτσας, ο Πασαγιάννης κι’ ο κυρ Γιάννης της Δεξαμενής. 

— Κανένας άλλος; 

— Κι’... εγώ, είπε, χαμογελώντας, και έφυγε…

 

Πηγή: anemourion

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου