Σάββατο 6 Ιουνίου 2020

Κώστας Περδίκης:





μόνοι στο σπίτι
στην αδελφή μου

Το καλοκαίρι πήγαινε προς το τέλος του, αλλά η μέρα εξακο­λουθούσε να είναι μεγάλη. Αργούσε, ακόμη, αρκετά να σκοτει­νιάσει. Περνάγαμε τις τελευταίες μέρες των διακοπών στο μι­κρό εξο­χικό, στο κτήμα μας στον Παλιόκαμπο, αρκετά μακριά από το τελευταίο σπίτι του χωριού.
Οι γονείς μας, εκείνο το απόγευμα, είχαν να πάνε για κάποια δουλειά, που θα τους έπαιρνε τουλάχιστον δύο με τρεις ώρες.  Εγώ και η αδελφή μου, μικρά παιδάκια τότε, έπρεπε να μεί­νουμε στο σπίτι και να τους περιμένουμε. «Ανάφτε τη λάμπα μόλις νυχτώσει, κλειδώστε την πόρτα από μέσα και καθίστε ήσυχα μέχρι να γυρίσουμε», μας είπαν φεύγοντας.
Πριν το σκοτάδι πέσει για τα καλά,  ανάψαμε τη λάμπα. Το απαλό της φως γέμισε το δωμάτιο, δίνοντάς μας λίγο κουράγιο. Το σπιτάκι μας έστεκε στη μέση του κάμπου μονάχο του σχε­δόν. Γύρω του κάθε είδους δέντρα, αχλαδιές, μηλιές, ελιές. Ένα στενό δρομάκι έφτανε μέχρι την αυλόπορτα, γύρω στα εκατό μέτρα μακριά από τον δημόσιο δρόμο, που πή­γαινε στη θά­λασσα.
Κλειδώσαμε την πόρτα από μέσα, όπως μας είχαν πει και πα­σχίζαμε να βρούμε κάτι να κάνουμε, για να περνάει η ώρα και να ξεχνάμε κάπως την ερημιά μας. Απ’ έξω δεν ακουγόταν το παραμικρό, άκρα του τάφου σιωπή. Αυτό, όμως, αντί να μας ενθαρρύνει, μεγάλωνε τον φόβο μας. Στήναμε αυτί για να ακούμε αν κάποιος ανέβαινε τη σκάλα, ή έστεκε έξω από την πόρτα μας, στη βεράντα. Χωρίς να το λέμε μεταξύ μας, για να μη ντροπιαστούμε, βλέ­παμε ότι όσο πέρναγε η ώρα τόσο πιο πολύ φοβόμαστε.
Αποφασίσαμε, τότε, αντί να καθόμαστε κλειδωμένοι μέσα, μη μπορώντας να δούμε τι γίνεται απέξω, ν’ ανοίξουμε την πόρτα. Φέραμε τα δύο καρεκλάκια, που τα είχαν φτιάξει ειδικά για  μας και τα βάλαμε μπροστά από το άνοιγμα, στη μικρή βε­ρά­ντα. Κάτσαμε δίπλα-δίπλα σμίγοντας τα κορμιά μας, σφίγγο­ντας  αυθόρμητα ο ένας το χέρι του άλλου. Νοιώθαμε έτσι κά­πως καλύτερα. «Πρέπει να φανούμε γενναίοι όπως οι μεγάλοι», λέγαμε, χωρίς όμως και να το πολυπιστεύουμε.
Η νύχτα ήταν αφέγγαρη και η αστροφεγγιά φώτιζε, μόλις μια ιδέα, το πηχτό σκοτάδι. Μπορούσαμε, από κει, να αφου­γκρα­ζόμαστε και να έχουμε τα μάτια μας ορθάνοιχτα, στυλω­μένα προς το δρομάκι, μπας και δούμε κάτι να κινείται. Τα μόνα φώτα που βλέπαμε ήσαν οι ψόφιοι γλόμποι στους στύ­λους της ηλεκτρικής, που έφεγγαν στο βάθος, κατά μήκος του δημό­σιου δρόμου.
Η  απόλυτη νέκρα και σιγαλιά κάθε τόσο έσπαζε από κάποιο τριζόνι ή νυχτοπούλι. Από μακριά έφτανε πότε ένα γαύγι­σμα και πότε το λάλημα κά­ποιου ξενύχτη κόκορα.
Αυτά όμως τα ακούσματα για μας ήσαν ευχάριστα και ανα­κου­φιστικά, γιατί με το ’να ή τ’ άλλο, βρίσκαμε κάποιο ενδιαφέ­ρον και  η ώρα μας τσούλαγε. Αλλάζαμε μόνο λίγες κουβέντες με­ταξύ μας, όπως: «σε λίγο θα ’ρθουν, κοντεύουν», τα χέρια μας όμως δεν έλεγαν να χωρί­σουν, συνέχιζαν να μέ­νουν σφιχτά δε­μένα.
Λίγο μετά, νομίσαμε ότι αν πιάναμε κανένα τραγουδάκι, απ’ αυτά που είχαμε μάθει στην κατασκήνωση, θα βοηθούσε την κατάσταση και αρχίσαμε να ψιθυρίζουμε μαζί το: «ήτανε ένα μικρό καράβι»  και το: «τι να πρωτοθυμηθώ για σένα όμορφο χω­ριό». Όμως ούτε τα τραγούδια μας έκαναν πιο ξένοιαστους.
Κάποια στιγμή από το δρομάκι, στο βάθος, φτάσανε στα αυ­τιά μας κουβέντες και λίγο μετά, μόλις που διακρίναμε στο σκοτάδι να ’ρχεται το γαϊδούρι μας φορτωμένο και πίσω του να ακο­λουθούν οι γονείς μας. Τι ανακούφιση ήταν αυτή που νοιώ­σαμε τότε; Για πότε έγιναν σκόνη όλοι μας οι φόβοι; Πόσο δυ­νατοί και σίγουροι γινήκαμε μέσα σε μια στιγμή;
«Παιδιά δεν αργήσαμε»,  ακούσαμε τη μητέρα μας να λέει, «κά­ναμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε, δεν πιστεύω να φοβηθή­κατε, άλλωστε τώρα είσαστε πια μεγάλα παιδιά και θα πρέπει και σεις να αρχίσετε να παίρνετε τις ευθύνες πάνω σας». Εγώ και η αδελφή μου δεν είπαμε τίποτα, μόνο κοιταχτήκαμε στα μάτια, όλο νόημα. Ήταν σαν να λέγαμε: «η ψυχούλα μας το ξέρει…»

Από το βιβλίο ''Μικρές Ιστορίες'', 2016 εκδ. Οροπέδιο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου