Σάββατο 27 Ιουνίου 2020

Κώστας Περδίκης:




εγκώμιον μπάρμπα-Χρηστίδη

          
     Έφαγα όλο το νεκροταφείο να ψάχνω για  τον τάφο σου.                
Με τα πολλά, τον βρήκα πνιγμένο στα ξερόχορτα, σε πλήρη εγκατά­λειψη. Μόλις που φαινόταν ο σταυρός με τα μισοσβη­σμένα ονόματα. Στον ίδιο τάφο, εσύ μαζί με τις τρεις αδελφές σου. Χωρίς καντήλι, χωρίς λιβάνι. Α ρε μπαρμπα-Χρηστίδη, να σε θυμάται τώρα κανείς;
Οι δικοί σου, αλλά και οι γνωστοί σου σχεδόν όλοι έχουν πεθά­νει. Κάποια ανιψιά, που είχες, ζει κι αυτή μακριά …Οι νε­ότε­ροι, που τότε σε γνώριζαν, σήμερα, άλλα θα ’χουν στο μυαλό τους. Εμείς όμως σε θυμόμαστε και δεν πρόκειται, όσο υπάρ­χουμε, να σε ξεχάσουμε. Σου χρωστάμε, άλλωστε, τόσα πολλά οι τρεις μας, εγώ, η αδελφή μου κι ο Γιάννης ο φίλος μας.
Από κάποια αρρώστια, μας έλεγες, έχασες το φως σου όταν ήσουνα πολύ μικρός. Μέχρι που «έφυγες», στα βαθιά γερά­ματα, όταν ερχόμουνα για διακοπές, Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρια, περνούσα πά­ντα από το φτωχικό σου για να σε δω.
Μ’ έψαχνες με τα χέρια σου, με ψηλάφιζες να δεις αν άλλαξα, αν μεγάλωσα όπως έλεγες και δεν σε καταδεχόμουνα πια. Σου ορκιζόμουνα τότε πως σ’ αγαπάω όσο σ’ αγάπαγα παλιά, μπο­ρεί και περισσότερο. Δεν πρέπει να έχεις παράπονο.
Όλη σου τη ζωή την πέρασες στο Πλατανούλι μαζί με τις αδελ­φές σου, στην ταπεινή χαμοκέλα, με την ξεραμένη γλίνα για πάτωμα. Πολύ μεγάλη φτώχεια. Ανύμφευτος έμεινες εσύ και ανύπαντρες εκείνες. Η μεγαλύτερη, η θεια-Βασίλω, λέγανε, δεν είχε και πολύ μυαλό…Από όλους σας μόνο η μικρότερη, η Θο­δώρα, είχε μάθει λίγα κολλυβογράμματα και  μπορούσε κου­τσά-στραβά να διαβάζει.
Αγόραζε ανελλιπώς κάθε βδομάδα το Ρομάντσο και σας το διά­βαζε τα βράδια. Ήταν η μοναδική σας σπατάλη. Μάθαινες όλο το περιοδικό απ’ έξω, από την αρχή μέχρι το τέ­λος και μετά έφτιαχνες δικές σου ιστορίες και παραμύθια. Είχατε πά­ντοτε και δυο-τρεις γίδες, που εσύ τις έβοσκες και έτσι  βολευ­όσαστε με το γάλα, το τυρί και τα κατσίκια τους.
Εκείνα τα χρόνια, στα μικράτα μας, εσύ μας συμπλήρωνες την καθημερινή μας διασκέδαση και τη χαρά μας. Καλή η μπάλα, το κυνηγητό και οι κούνιες. Η δική σου όμως συντρο­φιά για μας είχε άλλη γλύκα, ήταν  πολύτιμη. Τύφλα να ’χουν οι σημε­ρινές τηλεοράσεις και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια. Το μόνο που διαθέταμε, τότε, ήταν ένα ράδιο, κι αυτό με το ζόρι έπιανε δεν έπιανε δυο-τρεις σταθμούς.
Νωρίς, κάθε απόγευμα έφερνες τις γίδες σου για να βοσκή­σουν στα γύρω μας χωράφια. Για την ακρίβεια οι γίδες σ’ έφερ­ναν, που ήξεραν τον δρόμο, ενώ εσύ ήσουνα στα μαύρα σκοτά­δια. Έδενες τα ζωντανά σου από μια ελιά και ερχόσουνα ύστερα, ψαχτά με τη μαγκούρα σου, για να μας κάνεις την κα­θημερινή επίσκεψη.
«Ω ρε Κωσταντή, φώναζες, που είσαι;» Αμολιόμουνα με λα­χτάρα τότε να σε προϋπαντήσω και να σε φέρω, πάνω στη βε­ράντα, να κάτσεις. Αρχίζαμε αμέσως τα παρακάλια για να μας πεις τα παραμύθια και τα τραγούδια που ήξερες, αδιαφορώντας αν τα είχαμε ακούσει, τα ίδια και τα ίδια, δεκάδες φορές. Ήταν σαν να τα ακούγαμε πρώτη φορά. Εσύ, άλλο που δεν ήθελες.
«Μες στο τσαντίρι μου
βρέχει, όλο βρέχει
και η άδεια τσέπη μου
φράγκο δεν έχει
τσάντι, τσαντιρά, τσάντιράκι μου
τσάντι, τσαντιρά, τσάντιράκι μου…»
Μας κάθιζες στα γόνατά σου και μας χόρευες. Σου παίρναμε τη μαγκούρα και την κάναμε παιχνίδι μας. Μας άφηνες να σου ανάβουμε με το τσακμάκι τα τσιγάρα σου, τα άφιλτρα, που τότε τ’ αγόραζες δέκα-δέκα, χύμα.
Με τον πατέρα μου ήσαστε μακρινά ξαδέλφια και καθώς εκεί­νος ήταν πιο μεγάλος στα χρόνια και πιο αδύναμος στα μπρά­τσα από σένα, σε είχε πάντοτε το δεξί του χέρι στις βαριές δου­λειές. Φόρτωνες τα βαριά σακιά με τις ελιές ή το αραποσίτι στο γαϊ­δούρι του, πάταγες με τις ώρες τα σταφύλια στον λινό, όταν τρυγάγαμε το αμπέλι μας και μετά γύριζες τη βαριά τσι­που­ριά[1]. Ξεφύλλιζες τα καλαμπόκια, από τα φλίτσια[2], έξυνες τις κούκλες[3] με την ξύστρα για να βγει ο καρπός από τα λουμπού­σκια[4] και ύστερα, αργά το απόγευμα, όταν έπιανε το αεράκι τον λίχναγες. Έκανες τις δουλειές τέλεια, σαν να μην σου ’λειπε το φως.
Τον Αύγουστο, η παρέα μας μεγάλωνε, γιατί ερχόταν για δια­κοπές, ο Κώστας ο ξάδελφός μας. Μαζί με μας είχες χαρά κι εσύ, σαν επίτιμο μέλος της συντρο­φιάς μας. Εκείνος, πάλι, μας θάμπωνε και μας εντυπωσίαζε κάθε καλο­καίρι, όλο και με κά­ποιο καινούργιο παιχνίδι.
Έστηνε αληθινές παραστάσεις Καραγκιόζη, κρεμώντας για μπερντέ ένα παλιό σεντόνι της μητέρας μας, ανάμεσα στις δυο κολώνες, στον χώρο κάτω από τη βεραντούλα μας. Ζωγράφιζε τις φιγούρες, τις κόλλαγε στα χαρτόνια και μετά τις έκοβε με μαεστρία, ώστε να είναι έτοιμες για το βράδυ. Όσο μπορούσα τον βοηθούσα κι εγώ.
 Με το που σκοτείνιαζε άρχιζε το πανηγύρι. Θεατές ήμαστε εμείς τα παιδιά, οι γονείς μας και φυσικά εσύ, που δεν μπορού­σες να λείπεις. Μόνο που εσύ τα λόγια μόνο άκουγες, ενώ τα υπόλοιπα τα φα­νταζόσουνα. Με τον ίδιο τρόπο ζούσες και τις ταινίες, που εμείς βλέπαμε στον θερινό σινεμά και που την άλλη μέρα μας έβαζες να στις διηγούμαστε με το νι και με το σίγμα.
Τις Κυριακές και τις γιορτές, πιασμένος από τον ώμο του πα­τέρα μου, πήγαινες μαζί του στην εκκλησία. Φόραγες την καλή σου μπόλκα[5] και το άσπρο πουκάμισο, κου­μπωμένο μέ­χρι πάνω, όλα καθαρά, αλλά μισοφορεμένα πρώτα από τον με­γάλο σου αδελφό, τον λάλα σου όπως συνήθιζες να τον λες, που ζούσε σε άλλη πόλη. Ήξερες τα περισσότερα τροπάρια και τα σιγοψιθύριζες όμορφα.
Ήσουν τόσο καλός ρε μπαρμπα-Χρηστίδη. Αν υπάρχει Πα­ρά­δεισος, σίγουρα εκεί μέσα θα κατοικοεδρεύεις τώρα. Ο κα­λός Θεούλης, που πάντα τον πίστευες βαθιά, θα σου έχει ξανα­δώσει το φως σου. Θα μας βλέπεις εδώ κάτω και θα χαμογελάς ευχα­ριστημένος, που με τόση αγάπη συνεχίζουμε να σε θυμό­μαστε. Θα έχεις και κει φτιάξει την παρέα σου και θα τους λες τις ιστορίες και τα τραγούδια σου. Σε φαντάζομαι ακόμη, να βό­σκεις τις γίδες σου, τις αγα­πημέ­νες, με τις ώρες, εν τόπω χλο­ερώ του Παραδείσου…



[1]τσιπουριά =μηχάνημα για το στύψιμο των τσίπουρων (τσάμπουρων)
[2] φλίτσια =  τα φύλλα που τυλίγουν τον λοβό του καλαμποκιού
[3] κούκλα = ο λοβός του καλαμποκιού
[4] λουμπούσκι =ό,τι απομένει μετά την αφαίρεση του καρπού 
[5] μπόλκα = μακρύ σακκάκι

Από το βιβλίο ''Μκρές Ιστορίες'', 2016 εκδ. Οροπέδιο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου