Τετάρτη 17 Ιουνίου 2020

Κώστας Περδίκης:



ξυλάκι, κρέμα σοκολάτα 

Ο Χρήστος, ο Καρτινός, είχε ένα μικρό μανάβικο στην κάτω αγορά. Για να τα βγάζει όμως πέρα, έκανε κι άλλα πράγματα. Τον χειμώνα, ερχόταν στο σχολείο στα διαλείμματα και μας πούλαγε σάμαλι με το κομμάτι, από μια φαρδιά λαμαρίνα.
     Μόλις έμπαινε το καλοκαίρι, που η κίνηση μεγάλωνε, άφηνε στο μανάβικο τον γερο-Νέγκα, ένα συγγενή του και  ο ίδιος έκανε τον παγωτατζή. Γύριζε σ’ όλη την πόλη με το «όχημά» του και πούλαγε το παγωτό, που ο ίδιος έφτιαχνε.Ένα μόνο εί­δος, κρέμα βανίλια, που την σέρβιρε μέσα σε μικρά χωνάκια.
Το «όχημά» ήταν επινόηση δική του. Ένα παλιό ποδήλατο, που στη θέση της μπροστινής ρόδας είχε προσαρμόσει ένα άσπρο ξύλινο κιβώτιο με δύο ρόδες. Στις τρεις πλαϊνές πλευρές, στο κιβώτιο, ήταν γραμμένη η ρεκλάμα: Παγωτά «Ταϋγετος».
Στη πάνω του πλευρά είχε ένα πορτάκι, που από κει ο Χρή­στος έχωνε το χέρι του και με ένα κουτάλι έβγαζε παγωτό και γέμιζε τα χωνάκια. Η γεύση της κρέμας, με άρωμα βανίλιας, αλλά και το τραγανιστό χωνάκι μας τρέλαι­ναν.
Το τσίγκινο δοχείο με το παγωτό ήταν πάντα βυθισμένο στο βάθος του κιβωτίου μέσα σε τριμμένο πάγο. Για να λειώνει μάλλον πιο καλά ο πάγος, ο Χρήστος του έριχνε λίγο χοντρό αλάτι, του μονοπωλίου.
Μια φορά, καθώς αρχίσαμε να γλύφουμε με βουλιμία τα χωνάκια, μας φάνηκε η γεύση τους κάπως αρμυρή. Στην αρχή νομίσαμε ότι ήταν η ιδέα μας. Τελικά πειστήκαμε ότι το πα­γωτό του Χρήστου ήταν αλατισμένο. Το δοχείο με την κρέμα κάπου φαίνεται είχε τρυπήσει και το λιωμένο αλάτι είχε αλ­λοιώσει τη γεύση της. Ακόμη όμως κι έτσι, αλατισμένο, το κα­ταβροχθίσαμε…
Αργότερα, ήρθαν και τα πρώτα παγωτά της ΕΒΓΑ. Από την πρωτομαγιά και ύστερα, μια δυο φορές τη βδομάδα, κατέφτανε ένα μεγάλο φορτηγό-ψυγείο και άραζε στην πάνω αγορά, κάτω από το παλιό Δημαρχείο. Μικροί και μεγάλοι έσπευδαν, τότε, να δοκιμάσουν τον νέο εκείνο δροσερό πειρα­σμό.
Εγώ κι αδελφή μου, παιδάκια τότε, μίζερα στο φαγητό, εί­μαστε μια ζωή καχεκτικά. Κάθε τόσο και λιγάκι αρρωσταίναμε από τις αμυγδαλές μας, τα «λαιμά» μας, όπως έλεγε η μητέρα μας. Εκείνη, με τον φόβο μην ξαναρρωστήσουμε, με το ζόρι μας έδινε κάπου-κάπου λε­φτά, αλλά για ένα μόνο παγωτό. Μιάμιση δραχμή.
Έτρεχα τότε όλο λαχτάρα κι αγόραζα ένα ξυλάκι, κρέμα σο­κολάτα και τρέχοντας πάλι μη μου λιώσει, το έφερνα στο σπίτι. Φούσκωνα, φυσώντας με το στόμα μου, το χάρτινο σακουλάκι, έβγαζα το παγωτό και της το παρέδινα. Η μητέρα, μας το μοί­ραζε ακριβοδίκαια, κόβοντάς το κατά μήκος.
Απολαμβάναμε  στη συνέχεια ο καθένας το μερίδιό του, λίγο-λίγο με το κουταλάκι,  όσο πιο αργά για να μη μας τελειώ­σει. Η κρέμα, αλλά και  η σοκολάτα του από τότε έχουν σφη­νωθεί στο μυαλό μου. Τόσα χρόνια έχουν περάσει και δεν λένε να ξεχαστούν.
Από εκείνα τα παγωτά, ύστερα από τη μοιρασιά της μητέ­ρας, περίσσευαν μονάχα τα ξυλάκια, που τα γλείφαμε, πότε εγώ και  πότε η αδελφή μου για πολλή ώρα μετά, εκ περιτροπής… 

Από το βιβλίο ''Ματιές'', 2018 εκδ. Παπαηλιού

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου