Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2025

Γιώργος Σκαπαρδώνης: Πάνος Θεοδωρίδης

 

Σκάστε πουλιά, ο Πάνος μας κοιμάται 

Ο Πάνος Θεοδωρίδης –για να καταλάβουμε– ενόσω ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής της «Πολιτιστικής Πρωτεύουσας Θεσσαλονίκη 1997», είχε γράψει ένα εξαιρετικό, ολοσέλιδο ποίημα με το οποίο σατίριζε ανελέητα τον εαυτό του και το μοίραζε όρθιος, ο ίδιος, σε κίτρινο φέιγ-βολάν, μπροστά στον «Ιανό», στην πλατεία Αριστοτέλους. Υπήρξε ένα από τα πιο λαμπρά και πιο παιγνιώδη πνεύματα των τελευταίων δεκαετιών – μια πραγματική ιδιοφυΐα. Εξοχος πεζογράφος και ποιητής, με σπουδές αρχιτεκτονικής και βυζαντινής βιομηχανικής στο Γιορκ στην Αγγλία, σεναριογράφος («Δοξόμπους»), θεατρικός συγγραφέας, ηθοποιός, ντοκιμαντερίστας, αρθρογράφος, στιχουργός (στίχους του μελοποίησε ο Γιάννης Μαρκόπουλος) ειδικός σχεδόν στα πάντα –όταν έμενε ένα διάστημα στην Αγροσυκιά Πέλλας, πήγαιναν οι αγρότες σπίτι του να τον συμβουλευτούν τι τρακτέρ να αγοράσουν. Με καταγωγή από τα Γιαννιτσά, υπήρξε πλάνητας, έζησε στο εξωτερικό και κυρίως στη Θεσσαλονίκη, μετά στην Αγροσυκιά, στην Κέρκυρα, στη Θάσο, στην Βουλγαρία, στην Αθήνα, οπουδήποτε. Ηταν αμφιδέξιος – έγραφε και με τα δυο χέρια. Θυμάμαι, πριν τον γνωρίσω από κοντά, παρακολουθούσα με πάθος στο ραδιόφωνο της Μακεδονίας το «Ηχομυθιστόρημα του καπετάν Αγρα» που μετέδιδε θεατροποιημένο κάθε Κυριακή πρωί, σε σκηνοθεσία της τότε γυναίκας του Δέσποινας Πανταζή και μουσική Κώστα Βόμβολου. Εκπληκτικό – κυκλοφόρησε  ως μυθιστόρημα από τις εκδόσεις Κέδρος. Μετά έγραψε το «Θεόπαιδο», το «Τι απέγινε αυτός ο Χαμαιδράκων» και άλλα – άσε τα ποιήματα: «Σκάστε πουλιά, η αγάπη μου κοιμάται». Και τα σχεδόν καθημερινά αριστουργηματικά σχόλια, ποιήματα, παίγνια, ιστορίες, που εκσφενδόνιζε καθημερινά από την ιστοσελίδα του ως «Πετεφρής», τα τελευταία χρόνια. Μεγάλος μαέστρος της γλώσσας, απαράμιλλος, στην ιστορικότητα και στα ιδιώματά της, γεωγράφος, «Γη της Μακεδονίας», ερευνητής, σύμβουλος στην ΕΡΤ3, ειδικός σε παιχνίδια στρατηγικής, γνώστης όσο ελάχιστοι της Μακεδονικής γης, της Κωνσταντινούπολης και της Αγια-Σοφιάς –ένα τερατώδες μυαλό ανεξάντλητης έμπνευσης. Και ασύγκριτος χορευτής του ροκ-εν-ρολ, παρά τα κιλά του. Κάναμε στενή παρέα δυο τρία χρόνια με το Πάνο –είχαμε τότε μεγάλο πάθος για το Βυζάντιο και για τον Αλή Πασά. Θυμάμαι, μια χρονιά, κατατριβόμασταν μόνο με τον Αλή και γράψαμε από κοινού ένα σατιρικό θεατρικό «Αλή, Αλή, Πασά Τεπενενλή», που επρόκειτο να ανέβει στο ΚΘΒΕ, επί Μαρωνίτη, αλλά για θολούς λόγους ατύχησε. Τα τελευταία χρόνια, και προς τιμήν του, τον βοηθούσε με κάθε τρόπο ο Μανόλης Σαββίδης του «Ερμή» και του «Ιστού» – μέχρι το τέλος. Ισως ο Σαββίδης να είναι από τους λίγους εν Ελλάδι που κατάλαβαν το πνευματικό μέγεθος του Πάνου Θεοδωρίδη. Για μας, τους φίλους του στη Θεσσαλονίκη, είναι πραγματικά σπαρακτικό και σχεδόν απαράδεκτο, απίστευτο, το ότι ο Πάνος έφυγε την Πέμπτη 13 προς 14 Φεβρουαρίου, στις 2.30 το πρωί. Τουλάχιστον κάποιος να διασώσει το τεράστιο, διάσπαρτο αρχείο του.  

* Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης είναι συγγραφέας Πηγή: Protagon.gr

Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2025

Γίωργος Μανουσάκης (1914-2003):





Ο Γιώργος Μανουσάκης (Ηράκλειο Κρήτης, 1914 – Φεβρουάριος 2003 ) ήταν Έλληνας βραβευμένος (Ακαδημία Αθηνών1995) ζωγράφος[4], χαράκτης[5], φωτογράφος, συγγραφέας («Λίθοι και Πλίνθοι», Καστανιώτης, Δεκέμβριος 2000), εικονογράφος σχολικών εγχειρίδιων και φυσιολάτρης-στοχαστής. Ανήκε στη λεγόμενη καλλιτεχνική γενιά του ’30[6] και ασχολήθηκε κυρίως με ρεαλιστικές απεικονίσεις τοπίων και ανθρώπων, με έντονους χρωματισμούς. Γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών το 1934 [7] με δασκάλους τον Ο. Αργυρό και τον Κ. Παρθένη, ενώ ο Γιάννης Κεφαλληνός τον δίδασκε χαρακτική. Για λογαριασμό του ΕΟΤ επιμελήθηκε αφισών, ενώ έργα του εμφανίσθηκαν σε διάφορες εκδόσεις της Εμπορικής Τράπεζας. Πέθανε σε ηλικία 89 ετών και κηδεύτηκε στην Αθήνα.



Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2025

Κώστας Περδίκης:


Σταύρος Φιλοσόφ
 

Πράγματι, πολύ παράξενο όνομα για τα μέρη μας.

Αν ήταν παρατσούκλι ή το κανονικό του, δεν το μάθαμε ποτέ.

Είχε φτάσει μέχρι εδώ από την Ελευσίνα, όπου δούλευε σαν τεχνικός στο  "Τιτάν", το εργοστάσιο που ’βγαζε τσιμέντο.

Ήρθε σαν υπεύθυνος μηχανικός στο εργοστάσιο οινοποιίας του Μπισχινόκαμπου.

Περασμένα τα πενήντα, ζούσε με τη γυναίκα του στο σπιτάκι, που ήταν μέσα στον περίβολο του οινοποιείου.

Τα παιδιά του, μεγάλα πια ,ζούσαν μακριά τους.

Φήμες λέγανε ότι καταγόταν από τον Πόντο, εξ ου και το όνομά του.

Τότε, γύρω στο ’60, όλος ο κάμπος μας είχε παραδοθεί στην καλλιέργεια της όψιμης ντομάτας.

Κάθε χωράφι και πηγάδι, κάθε πηγάδι και μηχανή με αντλία για το πότισμα.

Οι περισσότερες μηχανές ήσαν μάρκας "Μαλκότση", Ελληνικές, η δική μας "Lister", Εγγλέζικη.

Ήρθε με το τραίνο,  μέσα σε ένα γερό ξύλινο κιβώτιο γεμάτο  ξένες επιγραφές.

Μετά την εγκατάσταση της μηχανής, το άδειο κιβώτιο έγινε πολυτελές ενδιαίτημα του Αηδόνη, του σκύλου μας.

Η κύρια απασχόληση του Σταύρου στο εργοστάσιο άρχιζε μετά τον δεκαπενταύγουστο, με τον τρύγο των αμπελιών και της σταφίδας.

Τον άλλο καιρό απασχολιόταν με τη συντήρηση των μηχανημάτων του οινοποιείου.

Είχε, έτσι, την ευκαίρια να τρέχει, με το μοτοσακό του, ένα σαραβαλιασμένο "Ζούνταπ", να επιδιορθώνει όποια μηχανή χαλούσε.

Τόσες πολλές που ήσαν, όλο και κάποια δεν έλεγε να πάρει μπροστά.

Το ίδιο και η δική μας.

Κάθε τόσο έκανε τα νάζια της.

Γυρίζοντας τη βαριά μανιβέλα αρνείται να κάνει το γνώριμο τσαφ τσουφ και να ξεκινήσει.

Το χώμα ξερό από τη λάβρα και οι ντοματιές να διψάνε, περιμένοντας πως και πως το νεράκι.

Αμέσως, με κάποιο τρόπο, να φωνάξουμε τον Σταύρο.

Εγώ και το ποδήλατό μου είναι η πιο γρήγορη λύση.

Καβαλάω και στο λεπτό παίρνω το στρατόνι, πλάι στις γραμμές του τραίνου.

Φτάνω και στο Μπισχιναίικο γεφύρι.

Παρατάω το ποδήλατο και το διαβαίνω πατώντας και ισορροπώντας στις ξύλινες τραβέρσες των γραμμών, που απέχουν μεταξύ τους είκοσι με τριάντα πόντους.

Κάτω από τα πόδια μου, χάος, σε βάθος έξι μέτρων τρέχει το λιγοστό νερό του ποταμιού.

Τρέμω μην πέσω.

Από το γεφύρι και μετά, μέχρι το σπίτι του Σταύρου, λιγότερο από ένα χιλιόμετρο, φτάνω τρέχοντας.

Είμαι τυχερός, ο Σταύρος είναι κει.

Του λέω για το συμβάν και αμέσως βάζει μπρος το σαραβαλάκι του και με μένα πίσω του ξεκινάμε.

Στο γεφύρι με αφήνει να συνεχίσω με το ποδήλατο.

Εκείνος, μη μπορώντας με το μηχανάκι να περάσει το γεφύρι, παίρνει τον άλλο δρόμο, κάνοντας κύκλο.

Φτάνουμε στο κτήμα μας σχεδόν ταυτόχρονα.

Ο Σταύρος πάντα με κείνο το χαμόγελο χαιρετάει τους δικούς μου, που είναι μέσα στην αγωνία.

Ανάβει τσιγάρο  και αρχίζει να κάνει τα μαγικά του.

Η μηχανή μας ξερνώντας μπλε καπνό και μυρουδιά άκαφτου πετρέλαιου παίρνει μπροστά.

Το νερό πετάγεται από τον σωλήνα και πέφτει στο αυλάκι.

Παίρνουμε όλοι μας ανάσα.

Ο Σταύρος έκανε για άλλη μια φορά το θαύμα του.

Δεν κρύβουμε τον θαυμασμό μας.

Εκείνος το παίρνει σαν κάτι συνηθισμένο και ασήμαντο.

Με το γελάκι του, μας αφήνει για να τρέξει σε άλλη μηχανή, που τα έχει κι αυτή παίξει.

Η φρενήρης καλλιέργεια και παραγωγή της όψιμης ντομάτας κράτησε περίπου δεκαπέντε  χρόνια.

Μετά, χρόνο με το χρόνο όλο και λιγόστευε, μέχρι που μηδενίστηκε.

Ήταν το αποτέλεσμα της κόπωσης των χωραφιών από την υπερκαλλιέργεια.

Το τέλος της ντομάτας συνέπεσε με το τέλος της παρουσίας του Σταύρου στον τόπο μας.

Κάποια στιγμή, όπως ήρθε έτσι και έφυγε.

Στο εξής, το Φιλοσόφ, το παράξενο όνομά του, θα έπαυε να ακούγεται και να θυμίζει Σοβιετία και κομουνισμό.

Άλλωστε, στη μικρή μας κοινωνία, τη φορτισμένη  με τα γνωστά εμφυλιοπολεμικά γεγονότα, ο Σταύρος κάθε άλλο παρά μισητό πρόσωπο ήταν.

Όλοι μας τον αγαπάγαμε και  σε όλους έσπευδε να δώσει τις γνώσεις και τη βοήθειά του.

Έτσι, στο πάνθεο των ιστορικών προσώπων, με ονόματα που λήγουν σε "οφ", όπως Χρουτσόφ, Γκορμπατσόφ, κ.ά. έχουμε και μεις να προσθέσουμε τον δικό μας άνθρωπο, τον "ήρωα" μας.

Τον Σταύρο, τον Φιλοσόφ…