Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2024

Paul Arène (1843-1896): «Η Πρωτοχρονιά του Νέγρου» (Μετάφραση: Καίτη Κάστρο)

 


Ο ήλιος δεν είχε φανεί τούτο το πρωινό, ούτε το προηγούμενο, ούτε και κανένα άλλο πρωινό, όλες τις μελαγχολικές τούτες μέρες, ενός ακόμη πιο μελαγχολικού τέλους του χρόνου. Ένας ήλιος γκρίζος σ΄ έναν πιο γκρίζο και πιο μουντό ουρανό. Από τον φουσκωμένο Σηκουάνα που τα κιτρινισμένα νερά του παράσερναν θάμνους και πλημμύριζαν υδατοφράκτες και αποβάθρες, αναδύονταν μια ομίχλη που τον έκανε να φαντάζει ακόμη πιο πλατύς, μια πυκνή ομίχλη –σκιά και φάντασμα του ποταμού- που υπερπηδώντας το περίφραγμα, πότιζε τα σπίτια με τ΄ απαλά της κύματα και γιόμιζε με μελαγχολία τις χαρούμενες μικρές προθήκες.

Η προκυμαία ήταν έρημη∙ μονάχα κάποιος νέγρος στεκόταν ακίνητος μπροστά σε μια βιτρίνα και κοίταζε κάτι μικροσκοπικές σέρες με κάτι ακόμη πιο μικροσκοπικά φυτά, που με τις αιχμηρές τους άκρες και τους ελικοειδείς κορμούς τους φάνταζαν μικρογραφία τροπικού τοπίου. Με τα παιδιάστικα μάτια του, όπου η ξενιτιά είχε σταλάξει τόση θλίψη, ο κακόμοιρος γέρο-νέγρος, τουρτουρίζοντας από το κρύο, φανταζόταν πως έβλεπε, ανάμεσα από τα φύλλα του καχεκτικού κάκτου και της ραχιτικής αλόης, τους ανάλαφρους λόφους κάποιας όασης της πατρίδας του να αχνοφαίνονται σε κάποιον μακρινό αντικατοπτρισμό και την απέραντη κοιλάδα να τελειώνει ΄κει κάτω στον ορίζοντα σε μια λευκή γραμμή, που ΄ρχονταν σε τέλεια αντίθεση με το βαθύ γαλάζιο ουρανό.


Έμεινε ΄κει ώρα πολλή, σαν σε έκσταση, ο κακόμοιρος ο νέγρος∙ ύστερα απομακρύνθηκε λιγάκι, για να σταθεί και πάλι σε κάποιαν άλλη βιτρίνα, όπου πίσω από το γυαλιστερό πλέγμα των μεγάλων κλουβιών πετούσαν και ξεφώνιζαν χαρούμενα κάθε είδους πολύχρωμα πουλιά, που πάνω στις φτερούγες τους ήταν χαραγμένη η χαρά κάποιας ηλιόλουστης χώρας.

Ο Paul-Auguste Arène ήταν Προβηγκιανός ποιητής και Γάλλος συγγραφέας.

Πηγή: Ποιείν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου