Σάββατο 29 Μαρτίου 2025

Μάνος Ελευθερίου (1938-2018):

 


''Έχω να σας κεράσω

γλυκό του κουταλιού που

μου έστειλε μια φίλη από τη Σύρο.''

''Ευχαριστώ,

ίσως αργότερα'', απάντησα.

Εκείνος αρκέστηκε σε ένα

ποτήρι νερό κι ένα χαπάκι,

και κάθισε στην άκρη

της λαδί πολυθρόνας,

ανάμεσα στους μπουφέδες

και στα πολύτιμα ενθύμια.

Αν και ήταν

καλά προστατευμένος

με τόση αρχοντιά γύρω του,

μόλις άνοιξα το μαγνητόφωνο

έκανε το σταυρό του.

''Τις ερωτήσεις μου φοβάστε;''

αστειεύτηκα.

''Τις απαντήσεις μου!'' αποκρίθηκε.

''Γι' αυτό πήρα και ηρεμιστικό.''

Αναρωτήθηκα αν αστειευόταν.

Ως συνήθως, μια σοβαρή,

ακόμα και δραματική κουβέντα του

υπονομευόταν

από ένα εντελώς απρόσμενο,

κάποτε σαρκαστικό αστείο,

ειπωμένο, όμως, το ίδιο σοβαρά.

''Δεν έχω χιούμορ'', διαφώνησε

όταν του μίλησα γι' αυτό.

''Οι άλλοι μου το λένε.

Και δεν είμαι καθόλου έξυπνος.

Ο Σεφέρης έχει γράψει ότι ο Έλιοτ

του είχε πει πως ο Πολ Βαλερύ

''ήταν τόσο έξυπνος ώστε δεν

είχε καμία φιλοδοξία στη ζωή.''

Και σκέπτομαι:

Θεέ μου, εγώ που επίσης

δεν έχω καμία φιλοδοξία στη ζωή,

γιατί να μην είμαι έστω λίγο έξυπνος;

Γιατί δεν είναι τυχαίο

ότι με εκμεταλλεύτηκαν αισχρά

οι περισσότεροι από τους ανθρώπους.

Δεν πέρασα έτσι αεράτος,

σαν συννεφάκι από τη ζωή...

Όλα τα τραγούδια μου

έχουν μέσα τους από μια στάλα αίμα.

Ασχέτως επιτυχίας.

Ο Γιώργος Σεφέρης

έχει πει μια σοφή κουβέντα:

''Ο ποιητής προσφέρει το σώμα του.''

Έτσι είναι.

Το σώμα μας βάζουμε μπροστά,

και κάνουμε αυτό το παιχνίδι

του θανάτου με την αιωνιότητα.

Τον πατέρα μου τον γνώρισα

όταν ήμουν οκτώ ετών, το 1946.

Ήταν ναυτικός.

Την περίοδο του πολέμου

είχε αποκλειστεί στη Νέα Υόρκη,

κηρυγμένος όπως και άλλοι Συριανοί,

''εις αφάνειαν''.

Είχαμε ζήσει μεγάλη φτώχεια.

Στην Κατοχή, η μητέρα μου

είχε πουλήσει μέχρι και τη βέρα της

για να αγοράσει αβγά για μας.

Πώς να μην την έχω

δίπλα στα εικονίσματα;

Θα σας δείξω ένα συρτάρι, όπου

έχω φυλαγμένα και ταξινομημένα

περί τα τριακόσια τραγούδια,

που έχω στείλει

τα τελευταία χρόνια σε συνθέτες.

Τραγούδια που οι ίδιοι μου ζήτησαν.

Κι όμως, μετά δε λένε

να μου απαντήσουν.

Σέβομαι κυρίως τους μοναχικούς

ανθρώπους της επαρχίας

που γράφουν.

Πολλοί από αυτούς γράφουν

την ιστορία του τόπου τους,

είναι συλλέκτες,

μαζεύουν τραγούδια, μοιρολόγια

και οι άλλοι τους αντιμετωπίζουν

σαν εξωγήινους.

Γιατί σήμερα,

οι περισσότεροι άνθρωποι

πασχίζουν να ξεφορτωθούν

τη μνήμη.

Μονάχα σκέπτονται

τί θα γίνει αύριο το πρωί...''

Κοίταξε κλεφτά το κινητό του,

που παρέμενε βασανιστικά σιωπηλό,

και πρόσθεσε:

''Να σας φέρω τώρα το γλυκό;''

Φώτης Απέργης

Σαν σήμερα, το 1938,

γεννήθηκε ο Μάνος Ελευθερίου.

..................................................................

Απόσπασμα από το βιβλίο:

ΓΙΝΕΤΑΙ ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΗ

ΚΑΙ ΔΙΝΟΥΝ ΤΗΝ ΕΞΗΓΗΣΗ

Φωτογραφία:

Ανδρέας Σιμόπουλος / fosphotos


Σάββατο 22 Μαρτίου 2025

Νίκος Καββαδίας (1910-1975):



Η συνέντευξη που έδωσε ο Νίκος Καββαδίας στο Φρέντυ Γερμανό το 1961, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εικόνες στις 16 Φλεβάρη του 1962, με τον τίτλο: «Νίκος Καββαδίας: Ο ποιητής των Μαραμπού». Ο δημοσιογράφος έφτιαξε ένα μεγάλο πορτραίτο με το δικό του χαρακτηριστικό ύφος. Σε αυτό παραθέτει αυτούσιες φράσεις του Καββαδία, αλλά και αρκετά στοιχεία, που – προφανώς - του είπε ο ποιητής. Χρονολογικά, αυτή είναι η πρώτη δημοσιευμένη συνέντευξη του Καββαδία που εντοπίστηκε.

 

«Δεν έκανα τίποτε περισσότερο από το να περιγράφω απλά μερικά πράγματα που μου είχαν συμβεί στα ταξίδια μου και νομίζω ότι ντράπηκα λίγο από όλον αυτό το θόρυβο που γινόταν γύρω από το βιβλίο μου.

Δεν ήθελα να δένομαι με τίποτε. Ακόμη κι όταν ένιωθα ότι συνήθιζα ένα ζώο, μια μαϊμού, έναν παπαγάλο, τα έδιωχνα. Ήθελα να είμαι ελεύθερος, αδέσμευτος.

Έχω μια γοργόνα ζωγραφισμένη στο δεξί μου χέρι. Εδώ - τη βλέπεις; Είναι μια περίεργη συντροφιά. Έβαλα και μου τη χάραξαν το ’34. Καμιά φορά βλέπω στον ύπνο μου ότι η γοργόνα έφυγε από τη θέση της. Με κυριεύει τότε ένας πανικός. Ύστερα, όμως, όταν ανάβω το φως και τη βλέπω στη θέση της, ησυχάζω. Αφού είναι η γοργόνα εκεί, όλα πάνε καλά. Σβήνω το φως και ξανακοιμάμαι...

Οι ναυτικοί μοιάζουν με τους καλόγερους. Για πολύ καιρό είναι κλεισμένοι στο καράβι σαν ασκητές. Όταν βγαίνουν έξω δεν κάνουν διακρίσεις. Ζουν τη ζωή όπως τη βρουν. Ναι, μοιάζουν με τους καλόγερους, με τη διαφορά ότι εκείνοι δεν έχουν παράδεισο, ενώ οι ναυτικοί έχουν!...»

Πηγή: Vaterlo