Ήταν παντρεμένος με την επίσης αρχαιολόγο Έφη Μπαζιωτοπούλου, με την οποία απέκτησαν δύο γιους.
Απεβίωσε στις 14 Μαΐου 2025, σε ηλικία 71 ετών
Κώστας Ι. Περδίκης
Ήταν παντρεμένος με την επίσης αρχαιολόγο Έφη Μπαζιωτοπούλου, με την οποία απέκτησαν δύο γιους.
Απεβίωσε στις 14 Μαΐου 2025, σε ηλικία 71 ετών
Στο άλογό μου
Το ξέρω πόσο σε κούρασα. Στραβά
φορτωμένο ακολούθησες υποταχτικά στις πορείες της νύχτας. Γρήγορα γίναμε φίλοι.
Με συνήθισες. Έπαψα πια να σε χάνω μέσα στ’ άλλα τα ζώα της Μονάδας μας. Έπαψα
να μη σε γνωρίζω.
Αν αρχίσω τα «θυμάσαι» δε θα τελειώσω
ποτέ. Λατρεύω τη συντομία! Θα σου θυμίσω μονάχα τρεις νύχτες μας. (Απορώ με τον
εαυτό μου απόψε. Τόσο στοργικά δε μίλησα ποτέ σε κανένα).Θυμάσαι τη νύχτα με τη
βροχή; Ανελέητα κι οι δυο μουσκεμένοι, προχωρούσαμε μέσα στη νύχτα. Μόνοι. Σε
οδηγούσα ή με οδηγούσες; Κάρφωνα τα νυσταγμένα μου μάτια στο νυχτερινό
παραπέτασμα, όπως δεν τα κάρφωσα τότε που αναζητούσα φανάρια στη Βόρειο
θάλασσα. Η όσφρησή σου μας έσωσε. Ένας στάβλος μάς έγινε άσυλο. Παραμερίσαμε το
σανό κι ανάψαμε μεγάλη φωτιά. Λέω, ανάψαμε. Εσύ μου ‘δινες θάρρος.
Τα χέρια μου έχουνε σκληρύνει από τα
λουριά σου, κι η ψυχή μου από άλλη αιτία. Όμως πρέπει. Αισθάνομαι την ανάγκη.
Γι’ αυτό θα σου γράψω.
Στην αρχή δεν με ήθελες. Καταλάβαινες σε
μένα τον άπραγο με το αδύνατο χέρι. Είχες δίκιο. Ίσως για πρώτη φορά έβλεπα
άλογο από τόσο κοντά. Τ’ άλογα που είχα δει στη ζωή μου ήτανε στα τσίρκα, που
τα δουλεύανε κοζάκοι, και στις κούρσες, που τα παίζαν οι άνθρωποι. Αυτό με είχε
πειράξει. Δεν είστε προορισμένα για τόσο χαμηλές πράξεις. Ας είναι… Αυτό είναι
μιαν άλλη ιστορία, καθώς λέει ο Κίπλινγκ, αυτός που τόσο σας είχε αγαπήσει και
ιστορήσει.
Ξαπλωμένος σ’ άκουα να μασάς. Κατόπι σου
μίλησα.
Ποτέ δε συμφώνησα με τους ανθρώπους όπως
τότε με σένα. Κοιμηθήκαμε συζητώντας. Εγώ ξαπλωμένος στο χόρτο. Εσύ όρθιο.
Πόσοι άνθρωποι δεν κοιμούνται όρθιοι περπατώντας δίχως να ‘χουν τη δική σου
νόηση; Ας είναι…
Η δεύτερη νύχτα: Τότε που μπήκαμε μ’
άλλους πολλούς μες στη μάχη. Μπορούσε κοντά από ‘κεί να κουβαλήσουμε
τραυματίες. Ακούσαμε μαζί τον θόρυβο του πολέμου και τον συνηθίσαμε. Πήραμε το
παλικάρι με το πληγωμένο πόδι και φύγαμε. Ποτέ μου δε σε είδα πιο προσεχτικό
και τόσο αλαφροπάτητο. Είχες ξεχάσει κείνο το νευρικό σου συνήθειο να πηδάς
σηκώνοντας το σαμάρι. Τα ‘χες όλα νιώσει ίσως πριν από μένα.
Και τώρα, η νύχτα στο βουνό με τη λάσπη:
βαρυφορτωμένοι, κατάκοποι προχωρούσαμε. Είν’ αφάνταστη η λύπη κι η κακομοιριά
που δοκιμάζεις σαν αισθάνεσαι να ‘σαι και να βλέπεις ανθρώπους και ζώα και τα
πάντα μες στη λάσπη.
Άλογα και μουλάρια πεσμένα μάς κόψανε το
δρόμο. Εμείς προχωρούσαμε. Άξαφνα έπεσες. Πέσαμε θέλω να πω. Με τα δυο σου
πόδια σπασμένα, με το κεφάλι χωμένο στις λάσπες. Θυμάσαι πόσο προσπάθησα. Δεν
το κατόρθωσα. Πρέπει να νιώσεις καλά πως δε φταίω. Ποτέ δεν προσπάθησα τόσο.
Έμεινα δίπλα σου ολόκληρη νύχτα. Πιο πέρα από μας ένας Ιταλός σκοτωμένος. Πάνω
μας η Μεγάλη Άρκτος, το Βόρειο Στέμμα, ο Αστερισμός του Ωρίωνα ψιχάλιζαν φως.
Δεν είδα ποτέ πώς πεθαίνουν οι άνθρωποι. Γύρισα πάντα τα μάτια μου από το
θάνατο. Μα φαντάζομαι…Παύω. Φοβάμαι μήπως πω λόγο μεγάλο.
Φυλάω ακόμη το ξυστρί και τη βούρτσα σου.
Κι όταν κάποτε κι αυτά θα τα παραδώσω, θα σε φυλάξω στη μνήμη μου. Οι κάλοι των
χεριών μου από τα λουριά σου μου είναι τόσο αγαπητοί, όσο εκείνοι που κάποτε
απόχτησα στις θαλασσινές μου πορείες. Θα σου ξαναγράψω!…”
Οι μύθοι της Ολυμπίας αποτελούν μια άλλη οπτική ενός πανάρχαιου χώρου. Πέρα από τα μνημεία, τις περιγραφές και την ιστορία τους, αναδεικνύουν μια άλλη πραγματικότητα αυτή που συνδέει το μύθο με τον λόγο και τον λόγο με τον μύθο. Επιχειρούν κατά βάση μια απάντηση σε ερωτήματα της μορφής: τι κρύβεται άραγε πίσω από τον μύθο και πως η σύγχρονη λογοκρατία μπορεί να προσεγγίσει και να νιώσει τη μαγεία της μυθικής αλληγορίας; Γι' αυτό και ως βιβλίο "οι μύθοι" ακροβατούν ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα, το αφηρημένο και το συγκεκριμένο, την κρίση και την παράσταση, το σύμβολο και την ιδέα. Γενικά, οι "μύθοι της Ολυμπίας" είναι μια αναζήτηση, μια σκληρή αλλά απολαυστική ιχνηλασία πάνω στα σπαράγματα - μικρά ή μεγάλα - της αρχαίας τέχνης που παίρνουν νόημα και ουσία μέσα από τον μύθο αβέβαιη και όχι πάντα ασφαλής διαδικασία, πάντα όμως συναρπαστική. (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)
Ο Δημήτρης Δρακόπουλος γεννήθηκε στη Ζαχάρω Ολυμπίας. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και υπηρέτησε στη Μέση Εκπαίδευση επί σειρά ετών. Συμμετείχε σε ομάδες συγγραφής διδακτικών βιβλίων και σε επιτροπές σύνταξης Προγραμμάτων Σπουδών του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου. Έχει δημοσιεύσει βιβλία, μελέτες και άρθρα ποικίλου περιεχομένου.
Το σημαντικό βιβλίο του συμολίτη μας αρχιτέκτονα Νίκου Αλεξανδρόπουλου.
Το βιβλίο είναι το αποτέλεσμα και ο καρπός της αγάπης του για την Ιστορία
και της επίπονης και μακροχρόνιας έρευνάς του για τους πλείστους όσους
αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία, κατά κύριο λόγο, του τόπου μας, δηλαδή της
περιοχής που ορίζεται στα βόρεια από τον Αλφειό, στα Νότια από τη Νέδα, στα
ανατολικά από τη Μίνθη και το Λύκαιο όρος και δυτικά από το Ιόνιο πέλαγος.
Συσχετίζει όμως την παραπάνω περιοχή και τα γεγονότα, που έλαβαν χώρα σ’ αυτήν και με άλλες πόλεις και τοποθεσίες της Πελοποννήσου, αλλά και του υπόλοιπου Ελλαδικού χώρου.
Η σφοδρή επιθυμία και επιδίωξη του συγγραφέα είναι να αναδείξει στο ευρύ κοινό τη μεγάλη ιστορία και τη συμβολή του τόπου μας στη εξέλιξη του Ελληνικού πολιτισμού.
Σήμερα συμπληρώνονται δέκα (10) χρόνια ζωής του Φανοστάτη.
Ευχαριστούμε τις φίλες και τους φίλους του!
Συνεχίζουμε...
Γεννήθηκα στο Αργοστόλι αλλά δεν έγινα Κεφαλλονίτης
δεν έχω τίποτα με τους Επτανήσιους μεγαλουσιάνους
και τους κόντιδες
εκτός από τον ιππότη Διονύσιο κόμητα Σολωμό·
άλλη αρχοντιά δεν έχω.
Εμένα η δική μου η σειρά κρατάει κάτω από τʼ αυλάκι
παρέμεινα σαν τους γονιούς μου βέρος Ζουρτσάνος
αν και δεν ξεκαθάρισα ποτέ ακριβώς Ζούρτσα τι θα πει.
Με γέννησαν η Ζούρτσα και το Αργοστόλι
μεγάλωσα στην Καλογραίζα και τους Ποδαράδες
έκανα δάσκαλος επάνω στα βουνά.
Θα ήθελα κι εγώ, σαν τον κύκνο της Μάντουας
να είχα τραγουδήσει βοσκούς, αγρούς και ήρωες
όπως, όσο κι αν φαίνεται απίστευτο,
έθαλλαν τότε ακόμη
όταν άνοιγαν στο φως τα βρεφικά μου μάτια.
Δεν πρόλαβα
πάει καιρός που όλα τούτα πνίγηκαν
στο βόμβο και στους καπνούς της λεωφόρου.
Δεν έχω πια πατρίδα, δεν πιστεύω σε θεούς
ούτε γνωρίζω ακριβώς ποιος είμαι·
στο τέρας του καιρού
που μʼ έχει φυλακίσει στη σπηλιά του
σαν με ρωτάει απαντάω ανυπόκριτα Ούτις.
Ήμουν κι εγώ στην Καλογραίζα
τριγυρίζοντας ολημερίς στα λιγνιτωρυχεία και στα Τουρκοβούνια
εκεί που κατά τον Παυσανία υπήρχε ιερό του Δία
μα δεν το συναντήσαμε ποτέ κι ούτε μας ένοιαζε […]
Ήμουν κι εγώ στην Καλογραίζα
προτού γίνει Καλογρέζα […]
Στα χρόνια εκείνα του κατατρεγμού
Μα τότε ήταν αλλίως,
τότε ο θάνατος ήταν ακόμη ανύπαρκτος
κι ας έτρεχε ποτάμι το αίμα στα βουνά
κι ας στέναζαν οι φυλακές κι οι εξορίες
κι ας έφτασε το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης
το μήνυμα στην εκκλησία
πάνω που ο στεντόρειος Παπα-Στρατής
βγάζοντας τον Εσταυρωμένο
βοούσε το «σήμερον κρεμάται επί ξύλου»,
πως πάει, ο πατέρας μου σκοτώθηκε
στο άγριο μεκελλειό της Βαμβακούς
κι η μάνα μου γκρεμίστηκε λιπόθυμη απʼ το στασίδι.
Μοραΐτης την καταγωγή, από τη Ζούρτσα της Ολυμπίας, ο Τάσος Γαλάτης (Παπαδόπουλος) γεννήθηκε στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς τον Δεκέμβριο του 1937 και μεγάλωσε στην Καλογρέζα και στη Νέα Ιωνία. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε ως φιλόλογος στη Μέση Παιδεία σε διάφορα σχολεία του εσωτερικού και του εξωτερικού. Ποιήματά του δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά στο περιοδικό «Πανσπουδαστική» (Απρίλιος του 1962). Έως σήμερα έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές. Το 2006 τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο ποιήσεως. Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά από τον Γιώργο Δανιήλ George Thaniel.
Πηγή: Ποιείν