
Ο Κώστας
Ταχτσής (Θεσσαλονίκη, 8 Οκτωβρίου 1927 - Αθήνα, πιθανόν 25 Αυγούστου 1988) ήταν
διακεκριμένος Έλληνας λογοτέχνης της μεταπολεμικής γενιάς.
Το
απόγευμα του Σαββάτου 27 Αυγούστου 1988, βρέθηκε νεκρός από την αδερφή του, στο
σπίτι του στην οδό Τυρνάβου 26, στον Κολωνό. Η ιατροδικαστική εξέταση αποφάνθηκε
ότι είχε πέσει θύμα στραγγαλισμού πριν από περίπου 36 ώρες. Παρά τη δημοσιότητα
που πήρε το θέμα και τις έρευνες της Αστυνομίας, τόσο στον κύκλο των γνωστών
του όσο και στο περιβάλλον των εκδιδόμενων στο οποίο ανήκε, δεν έγινε δυνατόν
να βρεθεί ο δράστης και η υπόθεση μπήκε στο αρχείο.[3]
Αναμφίβολα, ο Νίκος Πουλαντζάς ήταν ένας από τους ανθρώπους που με καθόρισαν. Χτίσαμε μια αδελφική και συντροφική σχέση. Δεν ήταν απλώς φίλος μου, ήταν ο αδελφός μου . Μαζί του ανοίχτηκα όχι μόνο στην περιπέτεια της ζωής, των απολαύσεων, των αμφιβολιών, των άσκοπων περιπλανήσεων και των ατελείωτων ενδοσκοπήσεων αλλά και στις ιδέες, στην πολιτική συνείδηση και στράτευση και στη θεωρητική θεμελίωση των υπό διαμόρφωση εφηβικών μας πεποιθήσεων. Όλα αυτά έλαβαν τέλος όταν αυτοκτόνησε μπροστά στα μάτια μου, στο σπίτι μου, στο Παρίσι. Ήταν το μεγαλύτερο πλήγμα της ζωής μου. Έκανα πολλά χρόνια να μιλήσω γι’ αυτό. Έμενα σ’ ένα διαμέρισμα μιας πολυώροφης πολυκατοικίας. Ο Νίκος είχε ήδη κάνει μια απόπειρα αυτοκτονίας. Ένα βράδυ με είχε πάρει τηλέφωνο και μου είπε: «Αδελφέ μου, σε παίρνω για να σε αποχαιρετήσω». Χωρίς να μου λέει πού ακριβώς ήταν μου είπε ότι θα πέσει πάνω σε ένα φορτηγό, και μου έκλεισε το τηλέφωνο. Ενημέρωσα τη γυναίκα του, η οποία τα είχε χάσει, και μετά από λίγη ώρα γύρισε ματωμένος στο σπίτι του. Είχε κάνει την απόπειρα, αλλά τότε είχε γλιτώσει. Έξι μήνες αργότερα δεν γλίτωσε. Ήρθε στο σπίτι μου. Ήταν πρωί. Θυμάμαι να μου λέει κάποια δυσνόητα για μένα πράγματα, αλλά δεν έδωσα σημασία. Σε μια στιγμή άνοιξε το παράθυρο. Λίγη ώρα αργότερα πήρε ένα χαρτί και έγραψε κάτι. Μετά πήγε στο παράθυρο και πήδηξε. Κόντεψα να τρελαθώ. Το διαμέρισμά μου ήταν στον 29ο όροφο. Δεν τόλμησα να κοιτάξω από το παράθυρο. Όταν ήρθε η αστυνομία, τους έδωσα το σημείωμα που είχε αφήσει. Έγραφε: «Είμαι αθώος». Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που έγραψε. Θεωρούσε ότι τον κυνηγούσαν και είχε αρχίσει να τρελαίνεται. Ποτέ δεν πήρα απάντηση γιατί έδωσε τέλος στη ζωή του.
Ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς (Αθήνα, 5 Αυγούστου 1937) είναι Έλληνας κοινωνιολόγος, πανεπιστημιακός και πολιτικός. Δίδαξε σε ελληνικά, αμερικανικά, γαλλικά
και μεξικανικά πανεπιστήμια και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, πρόεδρος του
Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών και βουλευτής Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ.[2][3][4]
Το 2025 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας
Αθηνών.
«Επήγα στας Αθήνας –ωσάν να επήγαινα σε μία Μέκκα–
αποφασισμένος να μ’ αρέσει, κι εκράτησα τον λόγο μου. […] Σε διαβεβαιώ πως σ’
όλο αυτό δεν με παρέσυρε ο πατριωτισμός. Αφέθηκα απλώς να με καθοδηγήσουν –όπως
αρέσκομαι κατά καιρούς να κάμω– το Συναίσθημα και η Πλάνη»,
Το πρώτο ταξίδι του Καβάφη στην Ελλάδα και στην Αθήνα
έγινε το καλοκαίρι του 1901 και ήταν καταρχάς ένα ταξίδι γνωριμίας με τον τόπο
και τους ανθρώπους του σε πραγματικό χρόνο, πέρα από την Ελλάδα των θρύλων και
των μύθων, αλλά και αναψυχής, καθώς βρισκόταν σε άδεια.
Ο ποιητής ήταν τότε 38 ετών και τον συντρόφευε ο
αδελφός του Αλέξανδρος (είχε άλλα επτά αδέλφια, δύο από τα οποία πέθαναν μωρά).
Η Αθήνα εκείνης της εποχής ήταν μια «μικρομέγαλη» πολιτεία με λίγο
περισσότερους από 123.000 κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 1896, η οποία,
εκτός του ιστορικού κέντρου, θύμιζε περισσότερο χωριό.
Στην Αθήνα την έκδοση εκπροσώπησε το βιβλιοπωλείο του Kauffmann. Μια Αθήνα που σίγουρα διέφερε πολύ από τη σύγχρονη, κάποια εμβληματικά της σημεία όμως, όπως το ιστορικό κέντρο και το τρίγωνο«Σύνταγμα - Ομόνοια - Μοναστηράκι», εύκολα θα τα αναγνώριζε και σήμερα ένας κάτοικός της των αρχών του 20ού αιώνα.
Την εποχή εκείνη, πολλά από τα μεγάλα αθηναϊκά δημόσια
κτίρια είχαν ανεγερθεί ή ήταν υπό ανέγερση. Ουκ ολίγα εξ αυτών δεν επιβίωσαν,
όπως συνέβη με πολλά άλλα, ακόμα και ιστορικά θέατρα και καφέ, που αναφέρει – η
πόλη μας είχε από παλιά αυτήν τη σχιζοφρενική σχέση αγάπης-μίσους με το
πρόσφατο παρελθόν της που, όποτε μπορούσε, το έσβηνε επιμελώς.
Ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος Κηφισιά-Πειραιάς ήδη
λειτουργούσε όταν έφτασε ο Καβάφης, ενώ πυκνοκατοικημένα, πολύβουα, αλλά ακόμα
πρωτοκλασάτα σήμερα προάστια όπως το «Αμαρούσι» και η Κηφισιά ήταν τότε
γραφικές εξοχές με μποστάνια και διάσπαρτες βίλες. Αξιοσημείωτο είναι επίσης
ότι αρκετοί από τους αρχαιολογικούς χώρους που επισκέφθηκε κατοικούνταν ακόμα,
όπως συνέβαινε επί αιώνες, καθώς δεν είχαν ολοκληρωθεί οι απαλλοτριώσεις.
Στο αρχικό αυτό ταξίδι από τα τέσσερα που έκανε
συνολικά στα μέρη μας ο ποιητής κάνει εκτενείς αναφορές στο ημερολόγιο που
κρατούσε κατά την παραμονή του στην Αθήνα, και υπάρχει στο Αρχείο Καβάφη. Το
ημερολόγιο αυτό, μαζί με πολλά ακόμα στοιχεία για τον ποιητή, περιέχονται στον
τόμο Ο βίος και το έργο του Κ.Π. Καβάφη των Δημήτρη Δασκαλόπουλου και Μαρίας
Στασινοπούλου (εκδόσεις Μεταίχμιο, α’ έκδοση 2002), που είχε επίσης
κυκλοφορήσει σε βιβλιαράκι από τις Ροές (α’ έκδοση 1998).
F«Χθες το απόγευμα στις 2μμ φθάσαμε στας Αθήνας… Πολύ πολύ χαριτωμένη πόλις, εντελώς Ευρωπαία, Γαλλικού ή Ιταλικού τύπου», γράφει στη σελίδα του εν λόγω ημερολογίου, με ημερομηνία 17/6/1901. Εξαίρει επίσης την «ομορφότατη μικρή πολιτεία» του Πειραιά όπου έδεσε το πλοίο που μετέφερε αυτόν και τον αδελφό του από την Αλεξάνδρεια, ενώ ένα από τα πρώτα πράγματα που μαγνητίζουν το βλέμμα του είναι «οι στολές των αξιωματικών οι οποίοι, μαζί με τους στρατιώτες, κάνουν την καλύτερη εντύπωση».
Στην πρώτη του βόλτα στο κέντρο στις 17/6 παρατηρεί τα
κτίρια της Εθνικής Τράπεζας, της Τράπεζας των Αθηνών, της (παλιάς) Βουλής, του
Βασιλικού Θεάτρου (μετέπειτα Εθνικού) και του Πανεπιστημίου που τα χαρακτηρίζει
«ωραίες οικοδομές», παραπονιέται όμως για την έλλειψη σκιάς στους δρόμους
[«λόγω του πλάτους των (σ.σ. κάτι που σήμερα θα ακουγόταν αστείο) και λόγω του
μικρού ύψους των σπιτιών»].
Την επομένη επισκέπτεται το Εθνικό Αρχαιολογικό
Μουσείο όπου ξεχωρίζει «μια ιδιαίτερα έμορφη προτομή του Αντινόου» (η εν λόγω
προτομή του νεαρού ευνοούμενου του αυτοκράτορα Αδριανού, αγνώστου καλλιτέχνη,
βρέθηκε στην Πάτρα και είναι του 2ου αιώνα μ.Χ.).
Στις 19/6, μαζί με τον αδελφό του και τον φίλο τους
Αλέξανδρο Ζιρό κατεβαίνουν με το τραμ στο Φάληρο που το βρίσκει «χαριτωμένο»,
με «καλό καζίνο και καλή παραλία», ενώ στη διαδρομή θαύμασε «το άγαλμα του
Βύρωνος, τις στήλες του Ολυμπίου Διός και το Σκοπευτήριον». Την επομένη το πρωί
περιηγείται το Πανεπιστήμιο και την Ακαδημία και το απόγευμα τα δυο αδέλφια
επισκέπτονται την Ακρόπολη και το (παλαιό, βεβαίως) μουσείο της. Γνωρίζουμε ότι
νεότερος ο ποιητής, όταν δοκιμαζόταν στη δημοσιογραφία, η οποία ευτυχώς ή
δυστυχώς δεν τον κέρδισε, υποστήριζε με κείμενό του σε ξενόγλωσσο περιοδικό της
Αλεξάνδρειας την επιστροφή των Ελγινείων! («Give back the Elgin Marbles»,
Μάρτιος 1891, δημοσιεύτηκε μεταφρασμένο και στην αθηναϊκή εφημερίδα «Εθνική»).
Περιδιαβαίνοντας τον Ιερό Βράχο τα βρίσκει όλα
«υπέροχα!», ενώ «χάρη, μεγαλοπρέπεια και ενδιαφέρον» αποδίδει στο Ζάππειο, στο
στάδιο του Αβέρωφ, στο Θησείο, στα κτίρια των υπουργείων Εσωτερικών και
Οικονομικών στη Σταδίου καθώς και του Στρατιωτικών στην Ακαδημίας, στο ανάκτορο
του Διαδόχου στην Κηφισίας (σημερινό Προεδρικό Μέγαρο), στους τάφους του
Κεραμεικού, στους Αγίους Ασωμάτους και σε δύο ακόμη βυζαντινές εκκλησίες – επισκέφθηκε
και άλλες κατά την αθηναϊκή διαμονή του, παρακολούθησε και λειτουργία στη
Μητρόπολη. Παρότι, μάλιστα, μαθημένος στα θερμά κλίματα, δυσφορεί κάποιες φορές
με τη θερινή ζέστη («φρικτός ο ήλιος στο σημείο μεταξύ Ζαππείου και οδού
Λυσικράτους» γράφει, για παράδειγμα, στις 26/6).
Την 1η Ιουλίου οι αδελφοί Καβάφη μετακομίζουν σε ξενοδοχείο του Φαλήρου, όπου δύο μέρες μετά συναντά τυχαία σε πάρκο μια ομάδα αξιωματικών. Ανάμεσά τους διακρίνει τους νεαρούς πρίγκιπες Νικόλαο και Ανδρέα, του οποίου επισημαίνει το «ωραίο παρουσιαστικό» και την «άψογη» ελληνική προφορά. Το ίδιο βράδυ δειπνεί έξω από το ξενοδοχείο του συνοδεία μπάντας, καταγράφοντας ταυτόχρονα κάποιους επώνυμους συνδαιτυμόνες, ανάμεσά τους οι Σκουζέ, οι Δεληγιάννηδες και ο Ιωάννης Μαυρογορδάτος της γνωστής τότε φαναριώτικης οικογένειας, ο οποίος του συστήνει «έναν νέο λεγόμενο Μελά» (τον μετέπειτα ονομαστό μακεδονομάχο).
Τη μεθεπομένη ξανακατεβαίνει στην παραλιακή όπου
βρίσκει τη θάλασσα του Παλαιού Φαλήρου «πολύ καθαρή κ’ ευχάριστη για μπάνιο»
και «πραγματικά γοητευτική» τη θέα προς τον Σαρωνικό. Οι δύο πρίγκιπες θα είναι
παρόντες και στην παράσταση ενός «όχι πολύ σπουδαίου» γαλλικού θιάσου στο
θέατρο του Φαλήρου όπου πηγαίνει και ο Καβάφης, προς επιβεβαίωση δε της κρίσης
του φεύγουν προτού τελειώσει, καθώς γράφει. Ο ίδιος, πάντως, δεν φαίνεται να
κακοπέρασε: «Σε κάθε διάλειμμα το κοινό έβγαινε στην παραλία να πάρει
αναψυκτικά ή να σεργιανίσει. Η παραλία έπλεε στα ηλεκτρικά φώτα. Το θέαμα ήταν
πραγματικά έμορφο», σχολιάζει.
Φεύγοντας από κει τα μεσάνυχτα πηγαίνουν σε ένα
καφενείο στην Ομόνοια, κάτω από το οποίο βρισκόταν «ένα είδος πορνείου. Το
επεσκέφθηκα. Είν’ ένα μικρό δωμάτιο, μ’ άλλα μικρότερα δωμάτια συνεχόμενα, όπου
παίζουνε χαρτιά. Δείχνει μέρος πρόστυχο. Είχε ένα σωρό Γερμανίδες κοπέλλες»,
γράφει και είναι γνωστό πόσο τον εξίταραν κάτι τέτοια λαϊκά «χαμετυπεία» –
θυμίζει κιόλας η περιγραφή την «ύποπτη ταβέρνα» από το μεταγενέστερο ποίημα
«Μια Νύχτα» αλλά και τα «χαμαιτυπεία» τού «Μέσα στα καπηλειά».
Από τις τελευταίες μέρες της πρώτης του αυτής
παραμονής στην Αθήνα ξεχωρίζουν ακόμη τρία περιστατικά. Αρχικά, μια συνάντησή
του στις 16/7 στο ξενοδοχείο του Φαλήρου με τους Μαυρογορδάτο, Μελά,
Νεγρεπόντη, Παπαρρηγόπουλο και Βαλαωρίτη που χαρακτηρίζει νέους «της υψηλής (κοινωνίας)».
«Άνοιξαν κουβέντα για την κοινωνία και τα κοινωνικά γεγονότα, για την υψηλή
αριστοκρατία, αυτήν που την αποτελούνε “groupements” διαφορετικά (Αθήναι,
Αλεξάνδρεια, Κωνσταντινούπολη, Λόνδρα, Μασσαλία κ.λπ.), μα ωστόσο τόσο στενά
συνδεδεμένα μεταξύ τους ώστε κάθε σημαντικό γεγονός και κάθε όνομα του ενός να
είναι στην εντέλεια γνωστό και στο άλλο», σημειώνει, δίνοντας την εικόνα μιας
διεθνοποιημένης κυβερνώσας ελίτ – μην ξεχνάμε ότι είμαστε στην εποχή της πρώτης
μεγάλης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης που θα ανέκοπτε το ξέσπασμα του Α’
Παγκοσμίου Πολέμου.
Κατά δεύτερο, μια επίσκεψή του την επομένη στο σπίτι
του Παύλου Μελά (με τον οποίο συναντήθηκαν κι άλλες φορές) προκειμένου να δει
τη συλλογή αρχαιοτήτων του πατέρα του: «Ο Μελάς μού έδειξε πρώτα το μέρος των
αρχαιοτήτων που είναι προσωπικό του μερίδιο και που διατηρεί στο σπίτι του της
οδού Πανεπιστημίου, όπου κατοικεί με τη μητέρα του. Ύστερα, με πήρε στο σπίτι
του αδελφού του –που είναι το μέγαρο Σλήμαν: η Κα Λ. Μελά ήταν κόρη Σλήμαν– για
να δω το υπόλοιπο της συλλογής. Καθώς ο αδελφός του έλειπε απ’ τας Αθήνας, είδα
μονάχα όσες αρχαιότητες ήταν τοποθετημένες στις βιτρίνες του καπνιστηρίου.
Εκτός τις αρχαιότητες, είχε πολλές ωραίες ελαιογραφίες και υδατογραφίες. Το
μέγαρο Σλήμαν είναι εξαιρετικό. Οι τοιχογραφίες, τα μωσαϊκά, τα έπιπλα, όλα
είναι θαυμάσια».
Στις 21/7, τέλος, επισκέπτεται τον Γρηγόριο Ξενόπουλο στο σπίτι του στην Πατησίων 11, όπου ήταν και τα γραφεία του περιοδικού «Διάπλασις των παίδων» που εξέδιδε: «Με δέχτηκε με τη μεγαλύτερη εγκαρδιότητα, εγκωμίασε την ποίησή μου και μου έδωσε ένα αντίτυπο του τελευταίου του έργου».
«Το αθηναϊκό λογοτεχνικό κατεστημένο εναντιώθηκε και συγχρόνως εξύμνησε τον ποιητή, προκαλώντας τον να προωθήσει ενεργά τη φήμη του και να καλλιεργήσει στρατηγικές συμμαχίες. Φτάνοντας στο τέλος της ζωής του, ο Καβάφης είχε καταφέρει να καθιερωθεί ως έγκριτος Έλληνας ποιητής… ωστόσο, αυτό το επίτευγμα επισκιάστηκε τελικά από τα βάσανα με τα οποία ταυτίστηκε στη ζωή του η Αθήνα στα ύστερά του χρόνια».
Πηγή: Lifo