Ὁμίχλη
Ὅταν ἐρχόταν ὁ καιρός τῆς ὁμίχλης, εἶχα πάντα τό νοῦ μου σ' αὐτήν. Μέρα τή μέρα περίμενα νά μέ σκεπάσει κι ἐγώ νά χώνομαι ἀθέατος μέσα της. Θλιβόμουν ὅμως πολύ, ὅταν ἔπεφτε τίς καθημερινές, τήν ὥρα πού βασανιζόμουν μέ τά χαρτιά στό γραφεῖο. Παρακαλοῦσα νά κρατήσει ὥς τό βράδυ, συνήθως ὅμως γύρω στό μεσημέρι διαλυόταν ἀπό ἕναν ἥλιο ἰδιαίτερα δυσάρεστο.
Μά, καμιά φορά, ὅταν ξυπνώντας τ' ἀπόγευμα, τήν ὥρα πού ἔλεγα ἄν θά πάω στό σινεμά ἤ στό καφενεῖο, ἔβλεπα ἀναπάντεχα ἀπ' τό παράθυρο τό ἀπέραντο θέαμα τῆς ὁμίχλης, ἄλλαζα ἀμέσως σχέδια καί πορεῖες. Σήκωνα τό γιακά τῆς καμπαρντίνας, κατέβαινα μέ σιγουριά τά σκαλιά κι ἔφευγα γιά τήν παραλία, χωρίς ταλαντεύσεις. Ἡ ὁμίχλη εἶναι γιά νά βαδίζεις μέσα σ' αὐτήν. Διασχίζεις κάτι πού εἶναι πυκνότερο ἀπό ἀέρας καί σέ στηρίζει. Ἀλλά καί κάτι ἀκόμα· ὁμίχλη χωρίς λιμάνι εἶναι πράγμα ἀταίριαστο.
Ἡ ὁμίχλη ἦταν ἀκόμα πιό γλυκιά, ὅταν τήν ψιλοκεντοῦσε ἐκείνη ἡ βροχή, ἡ πολύ ψιλή βροχή τοῦ οὐρανοῦ μας. Αὐτή πού δέ σέ βρέχει, μά σέ ποτίζει μονάχα καί φυτρώνουν πιό λαμπερά τά μαλλιά σου τήν ἄλλη βδομάδα. Καί τότε ἔπαιρναν νόημα τά φῶτα καί τά τράμ καί τά κορναρίσματα. Ἀκόμα κι οἱ πολυκατοικίες γίνονταν ἑλκυστικές μές στάν ἀχνάδα.
Κι ὕστερα ἔφτανα στό καφενεῖο τοῦ λιμανιοῦ, αὐτό πού ἀπό χρόνια εἶναι γκρεμισμένο, νά ξαναβρῶ τήν παρέα μου. Κι ὅταν δέν ἦταν ἐκεῖ —καί δέν ἦταν ποτέ ἐκεῖ— καθόμουν ὧρες καί καρτεροῦσα. Πίσω ἀπ' τά τζάμια διαβαῖναν ἀράδα οἱ σκιές αὐτῶν, πού τώρα ἔχουν πεθάνει. Κολλοῦσαν τό μοῦτρο τους γιά μιά στιγμή στό θαμπό τζάμι κι ἄλλοι ἔμπαιναν μέσα, ἐνῶ ἄλλοι τραβοῦσαν ἀνατολικά γιά τόν Πύργο τοῦ Αἵματος.1 Κι ἄν δέ μοῦ ἔγνεφε κανείς ἔβγαινα κι ἀκολουθοῦσα μιά σκιά, πού ποτέ δέν μποροῦσα νά προφτάσω.
Δέ θυμᾶμαι ἀπό ποῦ ἐρχόταν ἐκείνη ἡ ὁμίχλη· μᾶλλον κατέβαινε ἀπό ψηλά. Τώρα, πάντως, ξεκινάει βαθιά ἀπ' τά ὄνειρα. Αὐτά πού χρόνια μένανε σκεπασμένα μ' ἕνα βαρύ καπάκι, πού ὅμως πῆρε ἀπ' τήν πίεση γιά καλά νά παραμερίζει.
Πέφτει πολλή ὁμίχλη, γίνομαι ἕνα μ' αὐτήν, καί ξεκινάω. Ἀκολουθῶ ἄλλες σκιές ὀνοματίζοντάς τες. Περπατῶ κοιτάζοντας τό λιθόστρωτο. Αὐτό σέ πολλούς δρόμους καί δρομάκια ἀκόμα διατηρεῖται. Δέν ὑπάρχει, βέβαια, ἀνάμεσα στίς πέτρες τό χορταράκι, πού φύτρωνε τότε. Ὅλα ἔχουν γκρεμίσει ἤ ξεραθεῖ. Κανένας θάνατος δέν εἶναι καλός. Ὤ, καί νά 'ταν ἀλήθεια, αὐτό πού λένε, πώς θά τούς ξαναβροῦμε ὅλους...
Ἀκολουθώντας τίς σκιές μπαίνω πάντα στόν ἴδιο δρόμο. Τά δέντρα καί τά φυτά θεριεύουν μές στή μοναξιά καί τή θολούρα. Γίνονται σάν κάστρα τεράστια. Φτάνω στό ἀγέρωχο σπίτι τό τυλιγμένο μέ κισσούς καί φυλλώματα. Παρόλο πού οἱ σκιές κοντοστέκονται καί σά νά μοῦ γνέφουν, ἐγώ δέν πλησιάζω κάν στήν Πορτάρα.2 Θαρρῶ πώς μόνο ἀγαπημένο πρόσωπο θά μέ πείσει κάποτε νά τήν περάσω.
Φεύγω καί ξαναχάνομαι μέσα στά τράμ, τά φῶτα καί τήν κίνηση. Ὁ νοῦς μου εἶναι κολλημένος στήν ὁμίχλη καί σ' ὅλα ὅσα εἶδα μέσα σ' αὐτήν. Προσπαθώντας νά ξεχαστῶ περπατῶ πολύ τίς ὁμιχλιασμένες νύχτες. Αἰσθάνομαι κάποια ἀνακούφιση μέ τό βάδισμα.Τά μεγάλα βάσανα κατασταλάζουνε3 σιγά σιγά στό κορμί καί διοχετεύονται ἀπ' τά πόδια στό ὑγρό χῶμα.
(Ἡ μόνη κληρονομιά, 1974)
|
Γεννήθηκε το 1927 στη Θεσσαλονίκη από γονείς Θρακιώτες πρόσφυγες. Ο πατέρας του Ιωάννης κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη από τη Ραιδεστό της Ανατολικής Θράκης, προερχόμενος από αστική οικογένεια. Η μητέρα του Αθανασία ήταν από την Κεσσάνη της Ανατολικής Θράκης. Ο Γιώργος προερχόταν από πλούσια οικογένεια, που ήθελε ο γιος τους να γίνει σπουδαίος και το όνομα του να ακούγεται παντού. Έτσι οι γονείς του τον ζόριζαν αρκετά να ακολουθήσει τα δικά τους όνειρα. Ο Γιώργος σπούδασε και βρήκε αρκετά καλές δουλειές, όμως ακολούθησε το δικό του όνειρο και έγινε λογοτέχνης.
Ο Γιώργος Ιωάννου μεγάλωσε στο κέντρο της πόλης της Θεσσαλονίκης και σπούδασε με λαμπρούς δασκάλους στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στο Α.Π.Θ. μάλιστα υπηρέτησε για ένα διάστημα ως βοηθός στην έδρα της Αρχαίας Ιστορίας. Από το 1960 εργάστηκε ως φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση στην Αθήνα και σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Από το 1962 και για δύο χρόνια δίδαξε στο Ελληνικό Γυμνάσιο στη Βεγγάζη της Λιβύης. Το 1974 ορίστηκε μέλος της Επιτροπής για τη συγκρότηση ανθολογίου κειμένων λογοτεχνίας για το Δημοτικό σχολείο, καθώς και για την ανανέωση των Νεοελληνικών Αναγνωσμάτων του Γυμνασίου. Υπήρξε σύμβουλος έκδοσης του σημαντικού περιοδικού Ελεύθερη γενιά (μηνιαίο περιοδικό για τις μαθητικές κοινότητες), που εξέδιδε το Υπουργείο Παιδείας. Πέθανε το 1985 στα 58 του χρόνια, από νοσοκομειακή λοίμωξη που επήλθε μετά από μια απλή επέμβαση στον προστάτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου