Σάββατο 29 Ιουνίου 2024

Χαρούλα Λαμπράκη:

 

 
Λαϊκή τραγουδίστρια. Γεννήθηκε στο Κακόβατο, ένα ψαροχώρι στη Ζαχάρω της Ηλείας, και μένει στην Καλλιθέα. Ο Βασίλης Τσιτσάνης τη φώναζε «νινί».


Οι ρεματιές βούιζαν στο χωριό από το τραγούδι μου. Βγαίναμε στα χωράφια και κουβαλάγαμε τις σταφίδες κι εγώ τραγουδούσα από το πρωί μέχρι το βράδυ. Τότε, σε αυτά τα μέρη υπήρχε εκείνη η απόλυτη ησυχία και ακουγόταν η φωνή μου χιλιόμετρα μακριά. Αυτή, λοιπόν, ήταν η τρέλα μου από μικρό παιδί, το τραγούδι.

• Από τότε που ήμουν πέντε έχω την εικόνα του πατέρα μου που με είχε στα γόνατά του και μου μάθαινε τα δημοτικά τραγούδια. Μου μάθαινε τα κλέφτικα, τα τραγούδια του τραπεζιού, όπως τα λέγαμε εμείς. Αργότερα, τα ηχογράφησα σε έναν δίσκο αφιερωμένο σε αυτόν. Αν και οι γονείς μου ήταν γεωργοί, άνθρωποι των κτημάτων, είχαν ανοιχτό μυαλό. Ο πατέρας μου δεν έφερε ποτέ αντίρρηση στο να ακολουθήσω αυτό το επάγγελμα. Το μόνο που μου είχε πει, θυμάμαι, ήταν να μην τον ατιμάσω.

Και οι δύο μου γονείς είχαν πολύ καλή φωνή και ο αδελφός της μητέρας μου ήταν δεξιός ψάλτης στο χωριό. Έτσι, από πολύ μικρή είχα τους ψαλμούς στο αίμα μου. Ο ψαλμός, άλλωστε, είναι πολύ κοντά στο δημοτικό τραγούδι. Οι ρίζες μου είναι δημοτικές, άσχετα αν αργότερα τραγούδησα πολλά λαϊκά και ρεμπέτικα. 

• Είχα μια θεία που ήταν πολύ καλή φίλη της μητέρας του Μπάμπη Μπακάλη, ενός από τους μεγαλύτερους λαϊκούς συνθέτες. Στην τελευταία τάξη του γυμνασίου, το 1963, ήρθα, λοιπόν, στην Αθήνα, με σκοπό να δοκιμάσω την τύχη μου στο τραγούδι και, αν δεν τα κατάφερνα, το σχέδιο ήταν να γίνω φιλόλογος.

• Στην Columbia πήγα φορώντας τη σχολική μου ποδιά. Στην αρχή με άκουσε ο Μπακάλης και μετά με έστειλε στον διευθυντή της εταιρείας, τον Τάκη Λαμπρόπουλο. Για να μην τα πολυλογώ, με ενέκριναν κι έτσι υπέγραψα το πρώτο μου συμβόλαιο. Δυστυχώς, ήταν επταετές. Και λέω δυστυχώς, διότι μέχρι να τελειώσει αυτό το συμβόλαιο ήμουν δέσμια, χωρίς δικαιώματα και χωρίς ποσοστά. Πού να τα ξέρω αυτά εγώ, μικρό κορίτσι, όταν έβαζα την υπογραφή μου. Βέβαια, στην Columbia ήταν που είπα τις πολύ μεγάλες επιτυχίες με τον Τσιτσάνη, τον Χιώτη, τον Πλέσσα, τον Πάνου και άλλους. 

Κανονικά, το επώνυμό μου ήταν Λαμπροπούλου. Το έκανα Λαμπράκη μετά την παρότρυνση του Μπακάλη. Μου είχε πει: «Άλλαξέ το καλύτερα, διότι θα πας στον Λαμπρόπουλο και θα νομίζουν ότι έχεις την εύνοιά του λόγω ονόματος».

• Ο Λαμπρόπουλος με έστειλε σε πολλούς συνθέτες. Ο πρώτος ήταν ο Νίκος Δαλέζιος, ο οποίος μου έδωσε το ζεϊμπέκικο «Ανάθεμά σε, βρε ζωή». Ο δεύτερος ήταν ο Απόστολος Καλδάρας, που μου έδωσε το τραγούδι «Στου κάτω κόσμου τα σκαλιά» και με αυτό το κομμάτι βγήκα από την ανωνυμία.

Ήταν τέλη του '65, αρχές του '66. Κάποια στιγμή με έστειλε και σε ένα μαγαζί στις Τζιτζιφιές -τότε, όλα τα καλά λαϊκά μαγαζιά ήταν εκεί-, όπου εμφανιζόταν ο Πάνος Γαβαλάς. Με ρωτάει ο Γαβαλάς «ποιο τραγούδι θες να πεις;» κι εγώ του απάντησα τα «Ξένα Χέρια». Κάπου εκεί ήταν, λοιπόν, που τελείωσε για μένα το όνειρο της καθηγήτριας Φιλολογίας. Φυσικά, ποτέ δεν έπαψε να μου αρέσει το διάβασμα.

• Λίγους μήνες μετά βρέθηκα να τραγουδάω μαζί με τον Γαβαλά στην Τριάνα του Χειλά, στη λεωφόρο Συγγρού, ένα θρυλικό μαγαζί. Από κει είχαν περάσει ο Καζαντζίδης, ο Μπιθικώτσης, η Μαρινέλλα, η Πάνου, η Μοσχολιού. Για να σταθεί ένα μικρό κορίτσι δίπλα σε τέτοια ονόματα έπρεπε να έχει είτε μεγάλη τύχη είτε μεγάλη φωνή. Εγώ είχα και από τα δυο, όπως είχε πει ο Γαβαλάς.

• Μια μέρα έρχεται ο Λαμπρόπουλος και μου λέει: «Θα πας στην οδό Αχαρνών 1 να συναντήσεις τον Τσιτσάνη, που θέλει να σε γνωρίσει». Πάω, λοιπόν, και του χτυπάω το κουδούνι πολύ κομπλαρισμένη. Μου ανοίγει και με πηγαίνει σε ένα δωματιάκι που είχε διαμορφώσει σαν στούντιο, παίρνει το μπουζούκι και μου λέει: «Πάμε ένα τραγουδάκι;».

Ήταν το «Δεν ρωτώ ποια είσαι». Το είπαμε, το ξαναείπαμε και μέσα σε δέκα μέρες κυκλοφόρησε σε δισκάκι και έγινε η πιο μεγάλη επιτυχία. Από τότε ο Τσιτσάνης για επτά ολόκληρα χρόνια έγραφε τραγούδια πάνω στη φωνή μου. Πρέπει να έχω πει τουλάχιστον 25 τραγούδια του.

• Δεν ήθελε να τον φωνάζω κύριο Τσιτσάνη αλλά Τσίλια, όπως τον έλεγαν και οι φίλοι του. Κι εμένα δεν με φώναζε ποτέ με το όνομά μου. Με έλεγε νινί. Ήταν πολύ φιλικός και αρκετά προστατευτικός, θα έλεγα. Για μένα δεν ήταν δεύτερος πατέρας, ήταν πατέρας μου, στα χέρια του μεγάλωσα.

• Πολλοί από τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάστηκα έφυγαν, δυστυχώς, νέοι. Ο Μανώλης Χιώτης, ο Πάνος Γαβαλάς, ο Μανώλης Αγγελόπουλος, ο Βασίλης Τσιτσάνης και ο Στράτος Διονυσίου. Όταν φεύγουν από τη ζωή οι άνθρωποι που είναι πολύ κοντά σου, νιώθεις ένα τεράστιο κενό. Εγώ είχα την ατυχία να χάσω αυτούς τους όχι μόνο πολύ καλούς συνεργάτες αλλά και σπουδαίους φίλους.

• Για πρώτη φορά στην Αμερική πήγα με τον Στράτο Διονυσίου, το 1969. Ξεκινήσαμε από τον Καναδά και μετά περάσαμε στη Νέα Υόρκη. Τότε συνειδητοποίησα πόσο πολύ μου αρέσουν τα ταξίδια κι έτσι, όποτε μου δίνεται η ευκαιρία -πάντα μέσα από τη δουλειά μου-, ταξιδεύω όπου και αν με φωνάξουν. Έχω γυρίσει όλη την Αμερική, την Αυστραλία και τη μισή Ευρώπη.

Έχω ταξιδέψει, βέβαια, και σε όλη την Ελλάδα. Όταν με καλούν οι τοπικοί σύλλογοι στα πανηγύρια τους, τρέχω σαν την τρελή. Μου αρέσουν πολύ γιατί βλέπω τα γλέντια που κάνουν στον κάθε τόπο κι έτσι καταλαβαίνω τη διαφορετική κουλτούρα του κάθε μέρους. Κάθε χωριό, πόλη και χώρα είναι κι ένα τραγούδι.

• Αν με ρωτήσει κάποιος ποιο τραγούδι υπήρξε σταθμός στη καριέρα μου, θα δυσκολευτώ να απαντήσω, διότι όλα έπαιξαν εξίσου σημαντικό ρόλο, κάθε συνθέτης που μου εμπιστευόταν το τραγούδι του ήταν σταθμός. Παρ' όλα αυτά, νομίζω ότι το «Στου κάτω κόσμου τα σκαλιά» του Καλδάρα υπήρξε καθοριστικό, γιατί με αυτό άρχισε να με γνωρίζει ο κόσμος. Πολλοί, επίσης, μπερδεύονται και νομίζουν ότι πρόκειται για ερωτικό τραγούδι.

Θυμάμαι, όταν είχα πάει να το κάνω πρόβα, παρατήρησα στο δωμάτιο τη φωτογραφία ενός παιδιού, ενός κοριτσιού συγκεκριμένα, και δίπλα ακουμπισμένα λίγα λουλούδια και ένα καντηλάκι. Στην αρχή δεν έδωσα σημασία, αλλά έπειτα, όταν ο Καλδάρας άρχισε να παίζει το τραγούδι στην κιθάρα, άρχισε να κλαίει γιατί το είχε γράψει για το παιδί του που έχασε.

Οι στίχοι λένε: «Αν υπάρχουνε αγάπες και στην άλλη τη ζωή, η δική μου η αγάπη θα είσαι πάλι μόνο εσύ. Μες στου Άδη τα σκοτάδια σαν ακούσεις στεναγμό, μην τρομάξεις αγαπούλα, θα είμαι εγώ να σε ζητώ». Θα έλεγα, λοιπόν, πως ναι, με έχει στιγματίσει αυτό το τραγούδι.

• Όταν κάποια στιγμή σταματήσω να τραγουδάω θα έχω να λέω ότι κέρδισα πάρα πολλά από αυτήν τη δουλειά, ότι γνώρισα πολλούς ανθρώπους και πολλά μέρη.

Από το Lifo



Κυριακή 23 Ιουνίου 2024

Μαρίνα Καραγάτση (1936-2024): ''Το ευχαριστημένο''

 


Σταυρούλα Παπασπύρου

«Θα προσπαθήσω να κοιμηθώ καμιά ωρίτσα, αλλά κι αν δεν κοιμηθώ δεν χάλασε κι ο κόσμος. Με τη θανατερή τοξικότητα της φαντασίας μου, θ’ αρχίσω να ονειρεύομαι ξύπνιος τα όνειρα που θέλω. Άραγε πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό της αγαπητής μου θυγατέρας πως ο πατέρας της δεν είναι παρά ένας δειλός φυγάς της δυσάρεστης πραγματικότητας, που αυτοχασισώνεται σαν δερβίσης τις ώρες που γράφει κι όχι μόνο τότε; Δυστυχώς, όμως, δεν υπάρχει κατανόηση. Μοναξιά. Απέραντη μοναξιά…»

Για να μπει κανείς στο κεφάλι του Καραγάτση, να του δώσει φωνή και να εκθέσει σε κοινή θέα την εκρηκτική ιδιοσυγκρασία του και τον κυκλοθυμικό του χαρακτήρα, δεν απαιτείται μόνο τόλμη, βέβαια, αλλά και αφηγηματικό ταλέντο. Το πιθανότερο είναι πως ο συγγραφέας του «Γιούγκερμαν» –ο κατά κόσμον Δημήτρης Ροδόπουλος– πίστευε ότι η αγαπημένη του θυγατέρα στερούνταν και τα δύο. Έστω και κατόπιν εορτής, όμως, εκείνη τον διέψευσε.

Πέρα από εξαιρετική διαχειρίστρια των πνευματικών δικαιωμάτων του, η Μαρίνα Καραγάτση στάθηκε ικανή ν’ αναπλάσει πειστικά τα βιώματα και τους κρυφούς συλλογισμούς του πατέρα της, τοποθετώντας τον ως ήρωα στο οικογενειακό τους σύμπαν, σ’ ένα βιβλίο που μοιάζει με σπονδυλωτό μυθιστόρημα αλλά δεν παύει να είναι σπαρταριστή και από πρώτο χέρι μαρτυρία.

Όσο για το μονόπρακτο, αυτό εκτυλίσσεται την άνοιξη του 2006 στον παράδεισο, έναν παράδεισο ολόιδιο με το «αυλιδάκι» του σπιτιού της γιαγιάς στην Άνδρο. Εκεί, όπου τα πεθαμένα μέλη της οικογένειας, συμφιλιωμένα, αναπολούν το παρελθόν και σχολιάζουν την απόφαση της Μαρίνας να γράψει βιβλίο για κείνους, λίγο πριν έρθει στη συντροφιά τους και η ίδια.

Χάρη στον σύντομο μονόλογο που αναλογεί στον Καραγάτση, γινόμαστε μάρτυρες της καθημερινότητας που βίωνε η έφηβη τότε κόρη του και η στωική σύζυγός του, η ζωγράφος Νίκη Καραγάτση, αντιμέτωπες με τις αϋπνίες που τον ταλάνιζαν, τα τεντωμένα νεύρα του, τα σεξουαλικά του παραστρατήματα και την υπεροψία που του έδινε ο δημιουργικός του οίστρος.

Ο Καραγάτσης που ζωντανεύει εδώ, είναι πολύ εκνευρισμένος. Έχει αρχίσει να μπαφιάζει με τα τσαλίμια της «κυρίας Γιώτας» με την οποία διατηρεί δεσμό κοντά έξι χρόνια, η «παθητική αντίσταση» της γυναίκας του από τη διπλανή κρεβατοκάμαρα κάθε άλλο παρά τον ανακουφίζει, κι η υποψία ότι η κόρη του τον έχει δει να κουτουπώνει βιαστικά τη Λασκαρώ, όσο να ΄ναι τον αναστατώνει.

«Μυστήριο αυτό το κορίτσι», λέει για τη Μαρίνα. «Είναι σοβαρή, είναι του καθήκοντος, αλλά της λείπει ο ενθουσιασμός, η φαντασία… Πίσω από το απλανές βλέμμα διακρίνει κανείς την απουσία κάθε αισθήματος. Μια νέκρα, μια παγωμάρα…».

Οι «μελιστάλαχτες ηθογραφικές περιγραφές» των σχολικών της εκθέσεων τον κάνουν έξαλλο με την αφέλειά τους. Το ίδιο και ο θαυμασμός της για τον «επαρχιώτη, ψιλοαριστερό δασκαλάκο» που έφερε στο σπίτι τις προάλλες, ανύποπτη για τη μεταχείριση που θα του επιφυλασσόταν.

Ανακαλώντας όμως τις μέρες των Δεκεμβριανών, αυτός που ούτε αριστερός ούτε δεξιός δήλωνε –«εγώ είμαι ένας καλλιτέχνης»– ζώνεται από τύψεις για το ότι άφησε τα θηλυκά της οικογένειας να διακινδυνεύουν στους δρόμους για να φέρουν φαγώσιμα. Κι η ανάμνηση της μακαρίτισσας αδελφής του Ροδόπης, του στοιχειώνει το μυαλό, καθώς φοβάται μήπως και τα δικά του νεύρα τον οδηγήσουν στη μελαγχολία και την παραίτηση.witterook 

Μια αποκαλυπτική εικόνα για την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο σπιτικό των Ροδόπουλων τα πρώτα μετακατοχικά χρόνια είχε δώσει κι ο Μένης Κουμανταρέας στο διήγημά του «Οδός Σπάρτης 14» από τη συλλογή «Η μέρα για τα γραπτά κι η νύχτα για το σώμα» (Κέδρος, 1999). Υλικό είχε αντλήσει από τη μαρτυρία μιας παλιάς δασκάλας της Μαρίνας, η οποία αδυνατούσε να διαχειριστεί το σοκ που είχε δεχτεί  βλέποντας από κοντά την ανθρώπινη, τυραννική σχεδόν για τους οικείους του, πλευρά του συγγραφέα.

Ανάλογο τράνταγμα περιμένει και τον αναγνώστη του «Ευχαριστημένου», στο μέτρο τουλάχιστον που αυταπατάται ότι οι πνευματικοί άνθρωποι διαφέρουν από τους κοινούς θνητούς και ζουν αμόλυντοι από αδυναμίες και πάθη, μέσα σε γυάλινους πύργους.

Ωστόσο, το «Ευχαριστημένο» είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα πορτρέτο του πιο ερωτικού και του πιο πολυδιαβασμένου συγγραφέα της Γενιάς του ΄30 που έφερε σε αμηχανία τους καθωσπρέπει λογίους της εποχής του. Ένα σημαντικό μέρος του βιβλίου, άλλωστε, είναι αφιερωμένο στη Λασκαρώ: τη γυναίκα που ανάθρεψε τη Μαρίνα λειτουργώντας πάντα σαν αποκούμπι της, εκείνη που την αποκαλούσε «ευχαριστημένο», αυτήν που της πρόσφερε την αγάπη που λογικά θα καρπώνονταν τα δικά της παιδιά, αν η ζωή τής είχε φερθεί πιο γενναιόδωρα. Στην ανδριώτισσα Λασκαρώ, που στάλθηκε στα δεκαετρία της ως δουλικό στην Αλεξάνδρεια, επέστρεψε στο νησί βιασμένη, παντρεύτηκε με το ζόρι έναν μισότυφλο μεσήλικα κάνοντας μαζί του δυο γιούς, και κάποια στιγμή, απηυδισμένη από τα ξυλοφορτώματα του άντρα της, «φυγαδεύτηκε» στους Ροδόπουλους στην Αθήνα, την πόλη όπου εγκλωβίστηκε μέχρι να πεθάνει εγκαταλελειμμένη απ’ όλους σε νοσοκομείο, μόνη σαν το σκυλί.

Φτάνοντας στην καρδιά του «Ευχαριστημένου», η σκυτάλη της αφήγησης περνά στη γιαγιά Μίνα, κι εμείς, από την πλατεία Αγάμων όπως λεγόταν η πλατεία Αμερικής παλιότερα, μεταφερόμαστε στην Άνδρο, στα ενδότερα ενός μεγάλου εφοπλιστικού σογιού από το οποίο καταγόταν η Νίκη Καραγάτση. Σ’ έναν κόσμο στραμμένο προς τη Δύση, με πνευματικές ανησυχίες και άφθονο χρήμα, και ταυτόχρονα, έναν κόσμο βουτηγμένο στη μεγαλοαστική υποκρισία, γεμάτο ανοιχτές πληγές. ebook witter

Δεκάδες πρόσωπα παρελαύνουν τώρα μπροστά μας. Πανίσχυροί ή αδέξιοι καπεταναίοι, αρχόντισσες δυναμικές αλλά στεγνές, Γαλλίδες γκουβερνάντες και δουλικά, άλλοι σφηνωμένοι στον κορσέ της κοινωνικής τους τάξης κι άλλοι έτοιμοι να τα τινάξουν όλα στον αέρα για ν’ ακολουθήσουν τον δρόμο των ενστίκτων ή της καρδιάς.

Η Μαρίνα Καραγάτση σκαλίζει οικογενειακές έριδες και μυστικά, δείχνει πώς φτιάχνονταν και πώς εξανεμίζονταν περιουσίες, ρίχνει φως στον μελαγχολικό ψυχισμό της μητέρας της αναδεικνύοντας και την καθαρή της ματιά, και, φυσικά, δεν παραλείπει να δει τον «ομορφονιό» μπαμπά της, το «Χόλιγουντ» όπως τον αποκαλούσε κι ο δικός του αυταρχικός πατέρας, με τα γυαλιά της Μίνας, της αυστηρής πεθεράς του:

«Ο γαμπρός μου -είναι κωμικοτραγικόν αλλά αυτή είναι η πραγματικότης- πιστεύει ακραδάντως ότι διαθέτει εξαιρετικά επιχειρηματικά προσόντα και ότι αν του εδίδετο η ευκαιρία θα ημπορούσε να γίνει μέγας εφοπλιστής… Προ μηνών που έλεγε ότι σκοπεύει να γράψει ένα μυθιστόρημα όπου ο ήρως είναι μέγας συγγραφεύς -έχει πάρει και το βραβείο Νομπέλ- είναι και μεγαλοβιομήχανος, είναι και μεγαλοεφοπλιστής. "Μπράβο Δημητράκη μου, πολύ ωραία η ιδέα σου" του είπα εγώ. Ας βγάλει κι αυτός ο κακομοίρης το άχτι του στα βιβλία, μήπως και ηρεμήσει, και μας αφήσει και εμάς λιγάκι στην ησυχία μας»…

Μισό αιώνα αργότερα, στο παραδεισένιο αυλιδάκι, οι ήρωες της Καραγάτση αστειεύονται, πειράζουν ο ένας τον άλλο τρυφερά, ζυγίζουν ακριβοδίκαια τα όσα τους ένωναν ή τους χώριζαν εν ζωή, προβαίνουν σε εξομολογήσεις. «Πράγματι, και καβγαδίζαμε και στενοχωρούσαμε ο ένας τον άλλο» λέει ο Καραγάτσης στη Νίκη. «Ναι. Ήμουν δύστροπος, στραβοκέφαλος, ανοικονόμητος, ανυπόφορος. Όχι όμως ψεύτης και κάλπης. Αυτό τουλάχιστον πρέπει να το παραδεχτείς…».

Πηγή: Lifo

 

Σάββατο 15 Ιουνίου 2024

Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996): Ο ελληνισμός επέτυχε ως γένος αλλ’ απέτυχε ως κράτος

 


Σε μια σπάνια συνέντευξη που έδωσε ο Οδυσσέας Ελύτης στον Ρένο Αποστολίδη στην Ἐφημερίδα Ἐλευθερία στις 15 Ιουνίου του 1958, τα λόγια του παραμένουν επίκαιρα.


Ζητεῖται ἡ γνώμη σας, κύριε Ἐλύτη, ἡἐντελῶς ἀνεπιφύλακτη καί ἀδέσμευτη, ἐπάνω σέ ὅ,τι θεωρεῖτε ὡς τήν πιό κεφαλαιώδη κακοδαιμονία τοῦ τόπου. Ἀπό τί κυρίως πάσχουμε καί τί πρωτίστως μᾶς λείπει; Ποιά θά ὀνομάζατε «πρώτη μάστιγα» τῆς νεοελληνικῆς ζωῆς;Ἀπό τί πάσχουμε κυρίως;

Θά σᾶς τό πῶ ἀμέσως: ἀπό μιά μόνιμο, πλήρη, καί κακοήθη ἀσυμφωνία μεταξύ τοῦ πνεύματος τῆς ἑκάστοτε ἡγεσίας μας καί τοῦ «ἤθους» πού χαρακτηρίζει τόν βαθύτερο ψυχικό πολιτισμό τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ στό σύνολο του!


Ἄ! Ἀρχίσαμε!… Μόνιμος, πλήρης καί κακοήθης ἀσυμφωνία!…


Βεβαίως! Ἀλλ᾿ἀφῆστε με νά συνεχίσω. Αὐτή ἡ ασυμφωνία δέν εἶναι μιά συγκεκριμένη κακοδαιμονία, εἶναι, ὃμως, μιά αἰτία πού ἐξηγεῖ ὃλες τίς κακοδαιμονίες, μικρές καί μεγάλες, τοῦ τόπου αὐτοῦ. Ἀπό τήνἡμέρα πού ἔγινε ἡ Ἑλλάδα κράτος ἕως σήμερα, οἱ πολιτικές πράξεις, θά ἔλεγε κανένας, ὅτι σχεδιάζονται καί ἐκτελοῦνται ἐρήμην τῶν ἀντιλήψεων γιά τή ζωή, καί γενικότερα τῶν ἰδανικῶν πού εἶχε διαμορφώσει ὁ Ἑλληνισμός μέσα στήν ὑγιή κοινοτική του ὀργάνωση καί στήν παράδοση τῶν μεγάλων ἀγώνων γιά τήν άνεξαρτησία του. Ἡ φωνή  τοῦ  Μακρυγιάννη δέν ἔχει χάσει, οὔτε σήμερα ἀκόμη, τήνἐπικαιρότητά της. Σημειῶστε ὅτι δέν βλέπω τό πρόβλημα ἀπό τήν ἀποκλειστική κοινωνική του πλευρά, οὔτε κάνω δημοκοπία.

Δημοκοπία ἀσφαλῶς ὄχι. Πολιτική, ὅμως, ναί. Τό ἐντοπίζετε, δηλαδή, [τό πρόβλημα] κυρίως μέσα στόν χώρο τῆς πολιτικῆς – ἤ κάνω λάθος; Στό κέντρο μάλιστα τοῦ δικοῦ της χώρου. Ἐκεῖ μᾶς πάει τό πρόβλημα πού θέσατε, τῶν σχέσεων μεταξύ λαοῦ καί ἡγεσίας.


Μά ναί. Γιατί εἶναι βασικό. Εἶναι πρῶτο… κι ἄς εἶμαι ποιητής, ἐγώ πού τό λέω, μακριά πάντα ἀπό τήν «πολιτική». Κοιτάξτε: ὁ λαός αὐτός κατά κανόνα ἐκλέγει τήν ἡγεσία του. Καί ὅμως, ὅταν αὐτή ἀναλάβει τήν εὐθύνη τῆς ἐξουσίας –εἴτε τήν ἀριστοκρατία ἐκπροσωπεῖ εἴτε τήν ἀστική τάξη εἴτε τό προλεταριάτο–, κατά ἕναν μυστηριώδη τρόπο ἀποξενώνεται ἀπό τή βάση πού τήν ἀνέδειξε, καί ἐνεργεῖ σάν νά βρισκόταν στό Τέξας ἤ στό Οὐζμπεκιστάν!


Στό Τέξας καί στό Οὐζμπεκιστάν; Ποιητικές χῶρες!… Ἤ μήπως θέλετε νά πεῖτε: «Σάν νά βρισκόταν στή χώρα τοῦ ἑκάστοτε ρυθμιστικοῦ ‘‘ξένου παράγοντος’’; Τοῦ ἑκάστοτε… ‘‘προστάτου’’ μας;» Μήπως ἐκεῖ ἀκριβῶς ἔγκειται τό κακό;


Τό εἶπα μέ τρόπο, ἀλλά βλέπω ὅτι τό θέλετε γυμνό. Καί δέν ἔχω ἀντίρρηση νά τό ξαναπῶ φανερά, καί πιό ἔντονα: ἕνας ἀπό τούς κυριότερους παράγοντες τῶν «παρεκκλίσεων» τῆς ἡγεσίας ἀπό τό ἦθος τοῦ λαοῦμας, εἶναι ἡ ἐκ τοῦ ἀφανοῦς καί ἐκ τῶν ἔξω «προστατευτική» κατεύθυνση. Ἀποτέλεσμα καί αὐτό τῆς ἀπώλειας τοῦ ἕρματος, τῆς «παράδοσης». Ἀντιλαμβάνομαι ὅτι στήν ἐποχή μας ἡἀλληλεξάρτηση τῶν ἐθνοτήτων εἶναι τόση, πού ἡ πολιτική δέν μπορεῖ ν᾿ἀγνοήσει, ὥς ἕναν βαθμό, αὐτό πού θά λέγαμε «γενικότερη σκοπιμότητα». Ὅμως, ὑπάρχει τεράστια διαφορά ἀνάμεσα στήν «προσαρμοστική πολιτική» καί στή δουλοπρέπεια! Αὐτό εἶναι τό πιό εὐαίσθητο σημεῖο τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, «τό τιμιώτατόν του»! Καί αὐτό τοῦ καταπατοῦν συνεχῶς, κατά τόν ἐξοργιστικότερο τρόπο, οἱ ἐκπρόσωποί του στήν ἐπίσημη διεθνῆ σκηνή!


Κι ὁ «ἐπίσημος» ὅρος τῆς δουλοπρέπειας αὐτῆς, κύριε Ἐλύτη; Μήπως εἶναι ὑποκριτικότερος ἀπ᾿  τό «προσαρμοστική πολιτική»; Ἐξοργιστικότερος;


Δέν μ᾿ἐνδιαφέρει ὁ ἐπίσημος ὅρος τῆς δουλοπρέπειας. Μ᾿ἐνδιαφέρει ἡ οὐσία. Κι ἐκεῖνο πού ξέρω εἶναι ὅτι μ᾿ αὐτά καί μ’ αὐτά ἐφτάσαμε σέ κάτι πού θά μοῦ ἐπιτρέψετε νά ὀνομάσω «ψευδοφάνεια». Ἔχουμε, δηλαδή, τήν τάση νά παρουσιαζόμαστε διαρκῶς διαφορετικοί απ’ ὅ,τι πραγματικά εἴμαστε. Καί δέν ὑπάρχει ἀσφαλέστερος δρόμος πρός τήν ἀποτυχία, εἴτε σάν ἄτομο σταδιοδρομεῖς εἴτε σάν σύνολο, ἀπό τήν ἔλλειψη τῆς γνησιότητας. Τό κακό πάει πολύ μακριά. Ὅλα τά διοικητικά μας συστήματα, οἱ κοινωνικοί μας θεσμοί, τά ἐκπαιδευτικά μας προγράμματα, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τούς Βαυαρούς, πάρθηκαν μέ προχειρότατο τρόπο ἀπό ἔξω, καί κόπηκαν καί ράφτηκαν ὅπως ὅπως ἐπάνω σ᾿ἕνα σῶμα μέ ἄλλες διαστάσεις καί ἄλλους ὅρους ἀναπνοῆς. 

Ὥστε, λοιπόν, ζητᾶτε «δικούς μας ὅρους ἀναπνοῆς»!


Ναί. Καί δέν πρόκειται βέβαια γιά «προγονοπληξία». Τά λέω, ἄλλωστε, αὐτά ἐγώ πού, σ᾿ἕναν τομέα ὅπως ὁ δικός μου, κήρυξα μέ φανατισμό τήν ἀνάγκη τῆς ἐπικοινωνίας μας μέ τό διεθνές πνεῦμα, καί πού σήμερα μέ ἐμπιστοσύνη ἀποβλέπω στή διαμόρφωση ἑνός ἑνιαίου εύρωπαϊκοῦ σχήματος, ὅπου νά ἔχει τή θέση της ἡἙλλάδα. Μέ τή διαφορά ὅτι ὁ μηχανισμός τῆς ἀφομοιώσεως τῶν στοιχείων τῆς προόδου πρέπει νά λειτουργεῖ σωστά, καί νά βασίζεται σέ μιά γερή καί φυσιολογικά ἀναπτυγμένη παιδεία. Ἐνῶ σ’ἐμᾶς, ὄχι μόνον δέν λειτουργεῖ σωστά, ἀλλά δέν ὑπάρχει κἄν ὁ μηχανισμός αὐτός γιά νά λειτουργήσει! Καί μέ τή διαφορά ἀκόμη ὅτι, ἐκτός ἀπό ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις, ἡ ἡγετική μας τάξη, στό κεφάλαιο τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, ἔχει μαῦρα μεσάνυχτα! Κοιτάξετε μέ προσοχή τά ἔντυπα πού εκδίδει ἡ ἴδια, ἤ πού προτιμᾶ νά διαβάζει, τά διαμερίσματα ὅπου κατοικεῖ, τίς διασκεδάσεις πού κάνει, τή στάση της ἀπέναντι στή ζωή. Οὔτε μιά σταγόνα γνησιότητας! Πῶς θέλετε, λοιπόν, ν᾿ἀναθρέψει σωστά τή νέα γενιά;  Ἀπό τά πρῶτα διαβάσματα πού θά κάνει ἕνα παιδί ὥς τά διάφορα στοιχεῖα πού θά συναντήσει στό καθημερινό του περιβάλλον, καί πού θά διαμορφώσουν τό γοῦστο του, μιά συνεχής καί άδιάκοπη πλαστογραφία καί τίποτε ἄλλο! Θά μοῦ πεῖτε: εἶσαι λογοτέχνης, καλαμαράς, καί βλέπεις τά πράγματα ἀπό τή μεριά πού σέ πονᾶνε. Ὄχι, καθόλου! Καί νά μοῦ έπιτρέψετε νά ἐπιμείνω. Ὅλα τά ἄλλα κακά πού θά μποροῦσα νά καταγγείλω –ἡ ἔλλειψη οὐσιαστικῆς ἀποκεντρώσεως καί αὐτοδιοικήσεως, ἡ ἔλλειψη προγραμματισμοῦ γιά τήν πλουτοπαραγωγική ἀνάπτυξη τῆς χώρας, ἀκόμη καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἀσκεῖται ἡἐξωτερική μας πολιτική– εἶναι ζητήματα βαθύτερης ἑλληνικῆς παιδείας! Ἀπό τήν ἄποψη ὅτι μόνον αυτή μπορεῖ νά προικίσει ἕναν ἡγέτη μέ τήν ἀπαραίτητη εὐαισθησία πού χρειάζεται γιά νά ἐνστερνιστεῖ, καί ἀντιστοίχως νά ἀποδώσει, τό ἦθος τοῦ λαοῦ. Γιατί αὐτός ὁ λαός, πού τήν ἔννοιά του τήν ἔχουμε παραμορφώσει σέ σημεῖο νά μήν τήν ἀναγνωρίζουμε, αὐτός ἔχει φτιάξει ὅ,τι καλό ὑπάρχει – ἄν ὑπάρχει κάτι καλό σ᾿ αὐτόν τόν τόπο! Καί αὐτός, στίς ὧρες τοῦ κινδύνου, καί στό πεῖσμα τῆς συστηματικῆς ἡττοπαθείας τῶν ἀρχηγῶν του, αἴρεται, χάρη σ᾿ἕναν ἀόρατο, εὐλογημένο μηχανισμό, στά ὕψη πού ἀπαιτεῖ τό θαῦμα! Ὅσο, λοιπόν, καί ἄν εἶναι λυπηρό, πρέπει νά τό πῶ: ὁ Ἑλληνισμός, γιά τήν ὥρα τουλάχιστον, ἐπέτυχε ὡς γένος, ἀλλ᾿ἀπέτυχε ὡς κράτος! Καί παρακαλῶ νύχτα μέρα τόν Θεό, καί τό μέλλον, νά μέ διαψεύσουν.


Πρίν κλείσομε, κύριε Ἐλύτη, τη συνέντευξη, κάτι πού ἐθίξατε στήν ἀρχή, τό τῆς παλαιᾶς ὑγιοῦς κοινοτικῆς ὀργανώσεως τοῦ λαοῦ μας, πού ἔχει χαθεῖ πιά, πῶς νομίζετε ὅτι θά μποροῦσε ν’ἀναβιώσει;

«Αν κατεβάλλετο προσπάθεια», πρός ποιά κατεύθυνση;
Σέ μιάν ἀναβίωση αὐθεντική δέν εἶναι δυνατόν πιά νά ἐλπίζουμε – ἀλίμονο! Ἑκατόν τριάντα καί πλέον ἔτη ἀχρησίας εἶναι ἀρκετά γιά ν᾿ ἀτροφήσουν ἀκόμη καί οἱ πιό ζωντανοί θεσμοί. Ὡστόσο, ὑπάρχει τρόπος νά πλησιάσουμε, μέ σωφροσύνη καί μελέτη, στή λύση τοῦ προβλήματος, καί αὐτό σαφώς πρός τήν πλευρά τῆς αὐτοδιοικήσεως, μέ τήν πιό αὐστηρή της ἔννοια.Δέν εἶμαι ἀρμόδιος βέβαια νά σᾶς προτείνω σχέδια. Θά ἤθελα μόνο νά κάνω δύο παρατηρήσεις: ἡ μία εἶναι ὅτι κάθε ἀπόπειρα πρός τήν κατεύθυνση αὐτή θά πρέπει νά βασιστεῖ στή φυσική καί ἱστορική διαίρεση τῆς χώρας σέ μεγάλα διαμερίσματα, πού εἶναι μιά πραγματικότητα δοσμένη, καί ὄχι στή θεωρητική τῆς γεωοικονομίας, ὅπως ἄκουσα νά ὑποστηρίζεται ἀπό πολλούς. Θά εἶναι μεγάλο σφάλμα νά παραγνωριστοῦν οἱ ψυχολογικοί παράγοντες, ἀπό τούς ὁποίους πολλές φορές ἐξαρτᾶται τό μεγαλύτερο μέρος της ἐπιτυχίας. Ἡ ἄλλη παρατήρηση εἶναι ὅτι τά μεγάλα αὐτά διαμερίσματα (μέσα στά ἑλληνικά μέτρα πάντοτε) θά πρέπει νά ὑποδιαιρεθοῦν σέ πολλές μικρές μονάδες, στενότερες καί ἀπό τήν ἐπαρχία, μέ ἀρχές δικές τους καί μέ τή δυνατότητα γιά κοινοπραξίες, προπάντων σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τή γεωργία. Γιατί ὁ πρῶτος ἀντικειμενικός σκοπός εἶναι νά λυτρωθεῖ ὁ πολίτης ἀπό τό «ταμπού» τῆς ἐξουσίας! Καί θά λυτρωθεῖ μόνον ἄν ἔχει τρόπο νά παρακολουθεῖ ἀπό κοντά ποῦ καί πῶς ἀξιοποιοῦνται οἱ θυσίες του, οἰκονομικές καί ἄλλες, πού σήμερα καταβροχθίζονται ἀπό ἕνα μακρινό καί ἀόρατο Φάντασμα.

Πηγή:  theinsider.gr/

Σάββατο 8 Ιουνίου 2024

Wes Anderson (1969): Συμβουλές σε επίδοξο συγγραφέα




Πρέπει να έχεις ζωηρή φαντασία.

Πρέπει να γράφεις καλά, δηλαδή να μπορείς να ζωντανέψεις μια σκηνή στο μυαλό του αναγνώστη. Αυτό δεν το καταφέρνουν όλοι. Είναι χάρισμα, είτε το έχεις, είτε όχι.

Πρέπει να έχεις αντοχή, με άλλα λόγια πρέπει να μπορείς να επιμένεις και να μην εγκαταλείπεις ποτέ. Ώρα με την ώρα, μέρα, με τη μέρα, βδομάδα με τη βδομάδα, μήνα με τον μήνα, χρόνο με τον χρόνο, ξανά και ξανά.

Πρέπει να είσαι τελειοθήρας. Να μην ικανοποιείσαι ποτέ με αυτό που έγραψες, παρά μόνο αν το γράψεις ξανά και ξανά, κάνοντάς το όσο πιο καλό γίνεται.

Πρέπει να έχεις αυτοπειθαρχία. Δουλεύεις μόνος σου, δεν έχεις εργοδότη. Κανείς δεν θα σε απολύσει αν δεν πας για δουλειά, ούτε θα σε ελέγξει αν αρχίσεις να τεμπελιάζεις.

Πρέπει να έχεις καλή αίσθηση του χιούμορ. Δεν είναι απαραίτητη όταν γράφεις για ενήλικες, για τα παιδιά όμως είναι καίρια.

Τέλος

Πρέπει να διαθέτεις ταπεινότητα. Όποιος θεωρεί το έργο του σπουδαίο θα τα βρει μπαστούνια…

 

Από την ταινία του  Wes Anderson ''The Wonderful Story Of Henry Sugar and Three More'' (2024).

Σάββατο 1 Ιουνίου 2024

Eleanor Lines:

Μια Βρετανή εικαστικός σχεδίασε 100 πόρτες της Κυψέλης και τις έκανε βιβλίο




 







                                   
 Πηγή: Lifo