Παρασκευή 3 Μαΐου 2024

Κώστας Περδικης: Μια περιφορά Επιταφιου


 Εκείνη τη χρονιά επρόκειτο να ντυθώ παπαδάι και να λάβω μέρος στην περιφορά του Επιταφίου, το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής. Θα ήταν για μένα, σίγουρα, ένα πολύ σημαντικό γεγονός.

Στον επιτάφιο ντυνόμαστε πολλά παιδιά παπαδάκια κι αυτό γιατί έπρεπε να βρεθούνε χέρια για να κρατούν μια σειρά από ιερά αντικείμενα. Τον Σταυρό, τα εξαπτέρυγα, τα ιερά λάβαρα, τις λαμπάδες και τα χρωματιστά φανάρια.

Το ποιος θα κράταγε τι, στην περιφορά του Επιτα­φίου, το κανόνιζε κατ’ αποκλειστικότητα ο γιος του παπα-Γιάννη, ο Γιώργος. Ο Γιώργος, ήταν αρκετά πιο μεγάλος από μας και μαγκάκι. Διά­λεγε και ανέθετε καθήκοντα σύμ­φωνα με τις προσω­πικές του συμπάθειες.

Εμένα, εκείνη τη χρονιά,  ευτύχησα να μου αναθέ­σει να κρατάω ένα από τα  φανάρια. Λέω ευτύχησα, γιατί ο Σταυρός, όπως και τα εξαπτέρυγα και τα λά­βαρα με τα μακριά κοντάρια είχαν μεγαλύτερο βάρος και κόπο να τα κρατάς τόση ώρα. Οι λαμπάδες και τα φανάρια είχαν μικρά κοντάρια και ήσαν πολύ πιο ελαφριά.

Το φανάρι μάλιστα είχε και μια ξεχωριστή γοητεία. Το φως, από τη φλόγα του κεριού του, περνώντας μέσα από τα χρωμα­τιστά τζαμάκια του, δημιουργούσε μια μοναδική,  μαγική ατμόσφαιρα.

 Η περιφορά του Επιταφίου άρχιζε από τον Άγιο Σπυρίδωνα και  κατηφόριζε τον κεντρικό δρόμο. Φτά­νοντας στην πλα­τειούλα, κάτω από το παλιό Δημαρ­χείο, έκανε την πρώτη στάση και οι παπάδες έψελναν τη σχετική δέηση. Συνέχιζε, ύστερα, διασχίζοντας την πάνω αγορά, με πολλούς να έχουν βγει στα μπαλκό­νια, αριστερά και δεξιά και να έχουν ανάψει κεριά.

Λίγο πριν φτάσει μπροστά από το σπίτι μας, η μάνα μας έσπευδε να στρώσει στον δρόμο το πιο καλό της αντρομίδι, για να περάσει πάνω του ο Επιτάφιος και να πάρει το σπιτικό μας την ευχή του. Να έχει υγεία και προκοπή.

Λίγο πιο κάτω, μπροστά στο περίπτερο του μπάρ­μπα Γιάννη, του Μπελέκα, έκανε άλλη μια στάση για μια ακόμη δέηση. Μετά, έστριβε  αριστερά και ανη­φόριζε τον δρόμο μέχρι την Κορδόρουγα, περνώντας μπροστά από το παλιό Τηλεγρα­φείο,  το Ειρηνοδικείο και τη Χωροφυλακή.

Ήταν λίγο πριν φτάσουμε στο τέλος της ανηφόρας, όταν ο φουκαράς έπαθα εκείνο το χουνέρι.

Κράταγα όλο καμάρι το φανάρι μου, όταν ξαφνικά ένοιωσα ένα δυνατό φύσημα να ’ρχεται από τη μεριά της γράνας και να προσπαθεί να μου το αρπάξει από τα χέρια. Μπόρεσα, βάζο­ντας τα δυνατά μου να το συ­γκρατήσω, όχι όμως και να γλι­τώσω και τη φλόγα του κεριού του, που έσβησε πάραυτα.

Μαύρο σκοτάδι έπεσε γύρω μου, εκεί που λίγο πριν απλω­νόταν το πολύχρωμο φως του φαναριού. Τα χρει­άστηκα, ένοιωσα ντροπιασμένος και άχρηστος. Ευτυ­χώς, για καλή μου τύχη, με πλησίασε τότε ένας άντρας και με σβέλτες κινήσεις ξανάναψε με τον αναπτήρα του το κερί του φαναριού. Ήρθε η καρδιά μου στη θέση της.

Όμως μετά, μέχρι να κάνουμε την επόμενη στάση, μια σκέψη και απορία βασάνιζαν το μυαλό μου. Το φως του κεριού, ύστερα από το άναμμά του με τον αναπτήρα, να ήταν άραγε το ίδιο ιερό και άγιο με κείνο που είχε βγαίνοντας από την εκκλη­σία;

Με αναπάντητη την απορία μου, ύστερα και από την τελευ­ταία στάση που κάναμε στο σταυροδρόμι της Κορδόρουγας, μπροστά στο τρίφατσο σπίτι της Συλο­γιαννούλας, ο Επιτά­φιος έφτανε  και έμπαινε στην εκ­κλησία μας.

Πριν γυρίσουμε στα σπίτια μας έπρεπε να κάνουμε κάτι ακόμη, σαν τάμα, που σύμφωνα με τα λόγια των γονιών μας θα μας προστάτευε όλη τη χρονιά.  Να πε­ράσουμε κάτω από τον επιτάφιο. Μποσουλώντας, αγόρια και κορίτσια  σμίγαμε εκεί αποκάτω, ανταλλά­σοντας με νόημα φευγαλέες ματιές. Μια διαφορετική, παράξενη, αλλά και τόσο γλυκιά αίσθηση νοιώθαμε τότε μέσα μας.

Η άνοιξη, που είχε μπει για τα καλά, μαζί με τα χρώ­ματα και τα αρώματα έφερνε, αναπόφευκτα, στις παι­δικές μας καρ­διές και τα πρώτα ερωτικά σκιρτή­ματα…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου