Σάββατο 6 Μαρτίου 2021

Κώστας Περδίκης:

 


Το κίτρινο σουγιαδάκι

         

      Όλα σχεδόν τα γύρω μας χωριά είχαν και το πανηγύρι τους. Γινόταν μια φορά τον χρόνο, στη γιορτή του τοπικού τους Άγιου. Άρχιζε από την παραμονή και κράταγε και ολόκληρη την άλλη μέρα της γιορτής.

Στ’ αφτιά μας φτάνανε φήμες και κουβέντες για γλέντια με οργανο­παίχτες,  για  τραγουδιστάδες, για γίδες βρα­στές και γουρνοπούλες και για πραματευτές, που πούλαγαν χίλια δυο εμπορεύματα.

Εμείς, τότε, αν και κοτζάμ κωμόπολη, δεν είχαμε δικό μας πανη­γύρι. Μοναχά, στις 20 Ιουλίου που γιόρταζε ο Άη  Λιας, πηγαίναμε με τη μάνα μας στο μικρό ξωκλήσι του, στο λόφο πάνω από τα  Πέρα Καλύβια, που γινόταν λειτουργία. Το κά­ναμε, έτσι, σαν μια μι­κρή εκδρομή.

Όταν σχόλαγε η εκκλησία, έξω στο προαύλιο, ο Αντώνης, ένα παιδί κανά δυο χρόνια μεγαλύτερό μου, μας τράβαγε κοντά του σαν μαγνήτης. Με έναν ταμπλά, κρεμασμένο με λουρί από το λαιμό του, πούλαγε ένα σωρό καλούδια. Καραμέλες, σοκολά­τες, τσίχλες, γλυφιτζούρια, μπαλόνια, φτηνά παιχνιδάκια κ.ά. Το εμπορικό του δαιμόνιο από τότε φαινόταν πεντακάθαρα. Τώρα πια ο Αντώνης μεγαλουργεί στην αγορά μας. Έχει με­γάλο δικό του μαγαζί, μαζί με τους δυο γιους του και η πελα­τεία του όσο πάει και μεγαλώνει.

Η απουσία πανηγυριού από την πόλη μας είχε σαν αποτέ­λεσμα, σε μας τα παιδιά, να μην αξιωθούμε να μάθουμε να χο­ρεύουμε, της προκοπής, ελληνικούς χορούς. Οι δάσκαλοί μας, τότε, μάθαιναν χορούς αποκλειστικά μόνο στα κορίτσια. «Πέρα στους πέρα κάμπους, που είναι οι ελιές», «στην απάνω γειτονιά, στην παραπάνω ρούγα» κ.ά. Όταν πήγα μερικές χρονιές στην κατασκή­νωση έμαθα εκεί τα βήματα του Καλαματιανού και του Τσάμι­κου. Δώδεκα βήματα για τον ένα και άλλα τόσα για τον άλλο χορό. Κου­τσά στραβά κατάφερνα να σέρνω τα πόδια μου στον ρυθμό του καθενός.

Το πανηγύρι, όμως, που είχε πάρει διαστά­σεις θρύλου στο μυαλό μας ήταν εκείνο που γινόταν στην Αρχαία Ολυμπία, στα Ολύμπια όπως αλλιώς λέγαμε. Κι αυτό για δύο λόγους. Ο ένας ήταν γιατί εκείνο, σε σχέση με τα πανηγύρια των γειτο­νικών μας χωριών, μας έπεφτε αρκετά πιο μακριά. Ο άλλος λό­γος ήταν η ιδιαίτερη ατμόσφαιρα του τόπου, η ιστορία του, ο αρ­χαιολογικός του χώρος, το στάδιο και το μουσείο του.

Η μάνα μας είχε πάει σχολείο μέχρι την τρίτη του δημοτι­κού. Ήταν καλή μαθήτρια, όπως πολλές φορές μας έλεγε και τα ’παιρνε τα γράμματα. Ο πατέρας της, όμως, ο παππούς μας δη­λαδή, τη σταμάτησε, γιατί το φτωχικό σπιτικό τους είχε ανά­γκη από τη βοήθειά της. Έτσι γινόταν τότε, τα κορίτσια του σπιτιού συνήθως πλήρωναν τη νύφη.

Της έμεινε δυστυχώς ο καημός του σχολείου και η δίψα της για μάθηση και γνώση. Όποιο βιβλίο εύρισκε μπροστά της, από τα δικά μας τα σχολικά και εξωσχολικά κυριολεκτικά το ρού­φαγε. Κατόρθωσε έτσι και διαμόρφωσε ένα χαρακτήρα ζη­λευτό νομίζω για μια μάνα. Από τη μια αυστηρή και ακριβοδί­καιη και από την άλλη πολύ δοτική, πρόθυμη να κάνει το παν, για να νοιώθουνε τα παιδιά της ευτυχισμένα.

Ένα τέτοιο δώρο της, σαν ανταμοιβή της όλης διαγωγής μας, ήταν και η εκδρομή, εκείνη τη χρονιά, στα Ολύμπια για να δούμε το περίφημο πανηγύρι τους.

Πρωί, πρωί κατεβήκαμε στον σταθμό μας και πήραμε το πρώτο τραίνο, που πήγαινε προς τον Πύργο. Προσπέρασε, χω­ρίς να σταματήσει, τον Καϊάφα και λίγο πριν τον Αλφειό έκανε στάση στον μικρό σταθμό με το όνομα  Αλφειούσα. Μετά και πριν προλάβουμε καλά, καλά να μετρήσουμε  τις έξι καμάρες της εντυπωσιακής γέφυρας του ποταμιού ξανασταμάτησε, στην άλλη πλευρά τώρα, στον σταθμό που λεγόταν Αλφειός.

Εκεί κατεβήκαμε, γιατί έπρεπε να περιμένουμε την αντα­πό­κριση, δηλαδή το άλλο τραινάκι που θα ερχόταν από τον Πύργο και θα μας πήγαινε μέχρι τα Ολύμπια. Δεν άργησε αυτό  να ’ρθει και  τρέξαμε με την αδελφή μου να πιάσουμε θέση κο­ντά σε παράθυρο. Με κολλημένα τα κεφάλια μας στο τζάμι δεν χορταί­ναμε να χαζεύουμε έξω όσα προσπερνάγαμε, κάμπους, κοπάδια  και μικρά αγροτόσπιτα.

Κάποια στιγμή φτάσαμε και κατεβήκαμε στο όμορφο νεο­κλασσικό κτί­ριο του εκεί σταθμού. Η κοσμοπλημμύρα άρχιζε από τον σταθμό και συνέχιζε προς τον κεντρικό δρόμο της αγο­ράς. Κό­σμος και κοσμάκης είχε συρρεύσει από τα γύρω χωριά και μαζί με τους ντόπιους βολτάριζαν φωνασκώντας.

Η μάνα μας, βέβαια, είχε από πριν βγάλει το πρόγραμμα που θα έπρεπε να ακολουθήσουμε. Πρώτα, αν και είχαμε ξανα­πάει,  θα αρχίζαμε από το Μουσείο. Μετά θα κάναμε ένα περί­πατο ανά­μεσα στα ερείπια της αρχαίας Άλτης και τελευταία θα ερχό­ταν η σειρά του πανηγυριού.

Έτσι κι έγινε. Περάσαμε, χωρίς να σταματήσουμε, ανάμεσα από τον κό­σμο, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στους πάγκους στις άκρες του δρόμου. Στη σειρά, ο ένας πλάι στον άλλο, ήσαν γε­μάτοι με του κόσμου τα εμπορεύματα. Τε­λειώσαμε κάποτε με το πνευ­ματικό κομμάτι του προγράμματός μας και είχε έρθει η ώρα της απόλαυσης του υλικού και τόσο επι­θυμητού κομματιού.

Χωθήκαμε λοιπόν κι εμείς στο πλήθος και κατηφορίζοντας αργά τον δρόμο χαζεύαμε εντυπωσιασμένοι  τα τόσα πολλά και διαφορετικά πράγματα, που ήσαν απλωμένα πάνω στους πά­γκους. Ρούχα, κουζινικά, εργαλεία, παιχνίδια, βιβλία, φαγώσι­μες λιχουδιές, λεμονοπορτοκαλάδες, μαλλί της γριας. Ο κόσμος σταμάταγε, κοίταζε, παζάρευε  και στο τέλος όλο και κάτι ψώ­νιζε.

Εμένα από όλον αυτόν τον παράδεισο, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, με τράβηξε με τη πρώτη μου ματιά ένα μικρό σου­γιαδάκι. Εκείνο που το έκανε να ξεχωρίζει ήταν η επέν­δυσή του, από ένα κιτρινωπό κοκάλινο υλικό, κάτι σαν φύλλο φίλντισι.

Εκείνη τη χρονιά είχα αρχίσει να πηγαίνω στους προσκό­πους και ένα σουγιαδάκι το  χρειαζόμουνα οπωσδήποτε, μου ήταν  εκ των ων ουκ άνευ. Μ’ αυτό θα ξεφλούδιζα τις βέργες της λιγιάς για τις κατασκευές μου, θα έκοβα το σχοινί σε κομ­μάτια για τους διάφορους κόμπους που μας μάθαιναν και  θα πελέκαγα τις χοντρές φλούδες από τα πεύκα για να φτιάχνω βαρκούλες.

Το αγοράσαμε ευθύς αμέσως και μάλιστα ο έμπορας δεί­χνοντας τη συμπάθειά του μου χάρισε μαζί και μια αλυσιδίτσα για να κρεμάω το σουγιαδάκι από τη ζώνη μου. 

Η αδελφή μου παρακάλεσε τη μάνα μας και της πήρε μια ξύλινη ζωγραφιστή κασετίνα. Για τον πατέρα μας αγορά­σαμε ένα μπλοκ, σπιράλ,  για την αλληλογραφία του.

Μόνο η μάνα μας  μονολογούσε, σχεδόν ψιθυριστά, ότι έχει απ’ όλα και ότι δεν χρειάζεται τί­ποτα, μέχρι που είδε  μια μικρή εικονίτσα με τη μορφή της Αγίας Αικατερί­νης.

Ανήμερα της γιορτής της Αγίας, 25 Νοεμβρίου, είχε κάνει την πρώτης της γέννα, που αποδείχθηκε πολύ δύσκολη. Από θαύμα γλίτωσαν εκείνη και η αδελφή μου. Δικαιολογημένα λοιπόν αυτή η εικονίτσα ήταν το μόνο πράγμα που ήθελε εκείνη τη στιγμή και χωρίς δεύτερη σκέψη την αγόρασε.

Φτάνοντας έξω από το κεντρικό καφενείο, κάτω από τον τεράστιο πλάτανο, τα μεγάφωνα μας πήρανε τα αφτιά  με τον Καζαντζίδη και την «Μαντουμπάλα» του. Το μεγάλο, γλέντι εκεί στο ίδιο καφενείο, θα γινόταν το βράδυ όπως μας είπαν. Μόνο που εμείς, τότε, θα είχαμε προ πολλού αναχωρήσει.

Θα θυμάμαι πάντα εκείνη τη μέρα του πανηγυριού. Ήταν μια μέρα ηλιόλουστη, γλυκιά και όλος ο κόσμος μέσα στην καλή χαρά και ανεμελιά. Γι’ αυτούς το πανη­γύρι ήταν ευκαιρία, μια φορά το χρόνο, για να ξεχνούν λίγο τις δουλειές και τις σκο­τούρες τους και  να το ρίχνουν έξω, όπως λέμε.

Όσο για το κίτρινο σουγιαδάκι το έχω ακόμη, μέχρι σή­μερα. Και τι δεν μαστόρεψα με δαύτο. Τώρα, η θέση του είναι πάντα μέσα στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου μας. Η παρουσία του και η χρησιμότητά του εξακολουθεί να αποδεικνύεται πολύ­τιμη.

     Στις εκδρομές μας θα βοηθήσει να καθαρίσουμε το φρούτο μας, να μοι­ράσουμε τη φρατζόλα του ψωμιού και να κόψουμε σε ψιλά κομμάτια το τυρί και το σαλάμι μας. Τι κι αν τώρα πλέον, για μας, όλα σχεδόν τα  φαγώσιμα έχουν τα­μπελίτσα με την έν­δειξη ''Light'', τουτέστιν με λίγα λιπαρά…

2 σχόλια: