Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2021

Κώστας Περδίκης:

 


το μακρύ παντελόνι


Στη μικρή μας πόλη, λίγο πριν το ’60, υπήρχαν πολλά ραφεία.

 Η ύπαρξη τόσων ραφείων εξηγείται από το γεγονός ότι τότε τα εμπορικά μαγαζιά δεν είχαν ακόμα αρχίσει να πουλάνε έτοιμα ανδρικά ρούχα, παντελόνια, σακάκια, κουστούμια και παλτά. Ακόμα και τα ανδρικά πουκάμισα τα έραβαν κατ’ αποκλειστικότητα οι μοδίστρες.

 Αρχίζοντας από την πάνω αγορά και κατηφορίζοντας προς την κάτω συνάνταγες με τη σειρά τα ραφεία: Tου Μιχόπουλου, του Κολοκοτρώνη, του Κρέσπη, του Γαλανόπουλου, του Παλιο­θόδωρου,του Καρβουνιάρη, του Καραθανάση και του Τσούτα.

 Ο μπάρμπα Πάνος, ο Μιχόπουλος, ήταν κατά κοινή ομολογία ο καλύτερος ράφτης μας.  Είχε το ραφείο του στην πάνω αγορά, απέναντι από το παλιό δημαρχείο. Τον θυμάμαι με το σο­βαρό και αυστηρό του ύφος, να φοράει πάντα τιράντες, που κράταγαν το παντελόνι του ψηλά, στη σωστή του θέση, γιατί την είχε και τη σχετική κοιλίτσα του.

 Στο ραφείο του, φυσικά, εκείνος ήταν ο αρχιτεχνίτης και το μεγάλο αφεντικό. Μετά από αυ­τόν στην ιεραρχία ερχόταν ο Θοδωράκης, ο μεγάλος του γιος και ακολούθαγε ο Σπύρος,  ο ανηψιός του Μπάρμπα Πάνου. Το προσωπικό του ραφείου συμπλήρωνε ο Αντώνης, ο συμ­μαθητής μου, που είχε σταματήσει το σχολείο και μάθαινε την τέχνη του ράφτη.

 Μπαίνοντας στο ραφείο, μετά την απαραίτητη ανταλλαγή των χαιρετισμών, σου έκανε εντύ­πωση η απόλυτη σιγή που επικρατούσε εκεί μέσα. Ο καθένας τους ήταν σκυμμένος πάνω στη δουλειά, που του είχε ανατεθεί, χωρίς να ακούγονται κουβέντες ή σχόλια.

 Ο μπάρμπα Πάνος ήταν, συνήθως, όρθιος πίσω από τον μεγάλο πάγκο. Με μια μεζούρα κρε­μασμένη από τον λαιμό του έκανε την πιο δύσκολη και υπεύθυνη δουλειά. Τελείως απορρο­φημένος και περίφροντις, μέτραγε και ζωγράφιζε με ένα μικρό κομμάτι σαπουνιού, πάνω στο απλωμένο ύφασμα γραμμές, ευθείες και καμπύλες.

 Είχε ο ίδιος πάρει και σημειώσει σ’ ένα τετράδιο τα μέτρα του πελάτη, στην πρώτη του επί­σκεψη στο ραφείο. Μάκρος - μέση - καβάλος για το παντελόνι, μάκρος - στήθος - πλάτη και μανίκια για το σακάκι.

 Τελειώνοντας με τη χάραξη των γραμμών, έπαιρνε το τεράστιο ψαλίδι και με χέρι σταθερό έκοβε το ύφασμα. Στη μια γωνιά του πάγκου το βαρύ μαντεμένιο σίδερο, που δούλευε με κάρβουνα, τράβαγε με τη μία την προσοχή σου.

 Στη συντεχνία των ραφτάδων η όλη αυτή διαδικασία, δηλαδή, το μέτρημα, η σχεδίαση και το κόψιμο του υφάσματος είναι γνωστή με την κωδική  ονομασία "το ψαλίδι". "Το ψαλίδι" απο­τελούσε το επτασφράγιστο μυστικό του κάθε αρχιράφτη. Έπρεπε ο αρχιράφτης  να φτάσει λίγο πριν τη σύνταξή του για να το εμπιστευθεί και να το μεταλαμπαδεύσει στον διάδόχό του.

 Αυτό, βέβαια, δεν γινόταν τυχαία, το αφεντικό είχε τον λόγο του. Με την τακτική του αυτή καθυστερούσε, όσο μπορούσε, το άνοιγμα ενός ακόμα  ραφείου, που θα του έπαιρνε ένα κομμάτι από την πελατεία του.

Για να ολοκληρωθεί μια παραγγελία και να είναι έτοιμο το ρούχο, έπρεπε να γίνουν τρεις συνήθως πρόβες. Τις δυο πρώτες τις έκανε ο δεύτερος τη τάξει, ο Θοδωράκης. Την τελευταία και πιο κρίσιμη την έκανε ο ίδιος ο μπάρμπα Πάνος.

 Μέχρι που πήγα στην πρώτη τάξη του γυμνασίου φόραγα ακόμα κοντό παντελόνι. Ήρθε όμως και για μένα η ώρα μου να δείξω ότι είχα, πια, γίνει αντράκι. Τότε, οι δικοί μου με ’στειλαν στο ραφείο του μπάρμπα Πάνου, καθότι πρώτος ξάδελφος του πατέρα μου, για να μου ράψει το πρώτο μου μακρύ παντελόνι.

 Μπαίνοντας στο ραφείο ο μπάρμπα Πάνος, αλλά και οι υπόλοιποι με καλοδέχτηκαν χαμογε­λώντας. Θα ήμουνα βλέπετε, από τούδε και στο εξής, ο καινούργιος τους πελάτης.

 Ο μπάρμπα Πάνος  με έβαλε να στέκομαι ακίνητος, σαν να έχω καταπιεί  μπαστούνι κι άρ­χισε να μου παίρνει τα  μέτρα. Μια στιγμή τον ακούω να με ρωτάει «Την "οικογένεια" Κω­στάκη πού την έχεις»; Τα χάνω, μη μπορώντας να καταλάβω τι είναι αυτό που με ρωτάει. Εγώ παιδί πράμα να έχω και οικογένεια; Με την άκρη του ματιού μου πιάνω τον Αντώνη, τον συμμαθητή μου, να προσπαθεί να πνίξει ένα γελάκι του, σαφώς κοροϊδευτικό.

 Αργότερα, πιο μεγάλος, άκουσα και την άλλη παραλλαγή της ερώτησης των  ραφτάδων. Εκείνη, που αρκούντως πολιτικοποιημένη, ζητούσε να μάθει  από τον πελάτη αν ήταν "δε­ξιός" ή "αριστερός". Όταν είσαι πρωτάρης κάτι  τέτοια παθήματα σου μένουν αξέχαστα σ’ όλη σου τη ζωή, αλλά και μερικές φορές ανεξήγητα.

 Να έπαιζε άραγε κάποιο ρόλο, στο φτιάξιμο του παντελονιού, η θέση της "οικογένειας" ή ήταν απλώς το απαραίτητο αστειάκι που συνήθιζαν να κάνουν οι ράφτες στους πελάτες τους; Φτάνω σ’ αυτή τη σκέψη, γιατί σήμερα πλέον, όταν αγοράζουμε ένα έτοιμο παντελόνι από το μαγαζί, δεν μας έχει κανείς προηγουμένως ρωτήσει για την "οικογενειακή" μας κατάσταση.

 Από κείνη, λοιπόν, την πρώτη φορά και μετά, για οτιδήποτε ήθελα να ράψω πήγαινα απο­κλειστικά στον μπάρμπα Πάνο. Εκεί έραψα και το πρώτο μου κουστούμι, τη χρονιά που μπήκα στο Πολυτεχνείο. Ο  Θοδωράκης ήταν πλέον το νέο αφεντικό στο ραφείο, γιατί στο μεταξύ ο μπάρμπα Πάνος, είχε βγει στη σύνταξη.

 Μέχρι που πέθανε, εκεί, στο ραφείο πέρναγε τις περισσότερες ώρες του.

Τις καλές μέρες έπιανε  καρέκλα στο πεζοδρόμιο και χόρταινε τη λιακάδα, ενώ τις κρύες κα­θισμένος πλάι στη μεγάλη σόμπα ξεκοκάλιζε τις εφημερίδες…  

2 σχόλια:

  1. Γεια σου ρε Κωστα! Αριστουργημα η για μην υπερβαλουμε: το βαζω δευτερο μετα το "στρατονι".

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Δημήτρη καλημέρα, χαίρομαι για την επικοινωνία, σε ευχαριστώ πολύ. Η ματιά η δική σου το ξέρεις ότι έχει άλλη βαρύτητα για μένα. Άντε να πάρουμε και μεις σειρά για το εμβόλιο και να ξανασμίξουμε. χαιρετισμούς στην Τάνια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή