Σάββατο 2 Μαΐου 2020

Κώστας Περδίκης:



Εδώδιμα και αποικιακά
  

      Ο Διαμαντής, ο επονομαζόμενος και «φιλόσοφος», είχε ένα μι­κρό μπακάλικο στον κεντρικό δρόμο, στην αγορά του χω­ριού. Πάνω από την πόρτα κρεμόταν, πάντα, η μικρή ταμπέλα με την επιγραφή: Παντοπωλείον η αφθονία, με καλλιγραφικά γράμ­ματα. Ήταν έργο του Γρηγόρη, του δεξιού ψάλτη της εκ­κλη­σίας μας, που εκτός από την ψαλτική τέχνη ασκούσε και το επάγγελμα του επιγραφοποιού.
Κάθε μέρα, ο Διαμαντής, από το πρωί που άνοιγε, έκανε τις ίδιες κινήσεις σαν να ακολουθούσε μια καθορισμένη τελετουρ­γία. Ξεκλείδωνε πρώτα το χοντρό λουκέτο και μετά έσερνε, με δυ­σκολία προς τα πάνω, το βαρύ ρολό. Στη συνέχεια μοστρά­ριζε, κρεμώντας τα στη φάτσα, δεξιά και αριστερά από την ει­σόδου, διάφορα εμπορεύματα, όπως κα­τσαρο­λικά, σκούπες, τσίγκινους κουβάδες, κ.ά. Τα Σάββατα είχε μιαν ακόμη υπο­χρέωση, να ασβεστώσει με την ταβανόβουρτσα, το ρείθρο και την άκρη του πεζοδρομίου, όπως το απαιτούσε η αγορανομία.
Ύστερα φόραγε τη μακριά ρόμπα της δουλειάς και περίμενε τον πρώτο πελάτη, που θα του έκανε σεφτέ. Του άρεσε να ανταλλάσσει απόψεις με τους συγχωριανούς του, για διάφορα θέματα και να καταλήγει, φιλοσοφώντας, πάντα με την ίδια προσφιλή του φράση: «τι είναι ο άνθρωπος, ένα τί­ποτα»…Εξ ου και το παρατσούκλι «φιλόσοφος».
Μόλις πέρναγες την πόρτα και έμπαινες στο μαγαζί, σ’ έπαιρνε μια ανάκατη μυρουδιά από τον αλατισμένο μπακα­λιάρο, στο λινατσένιο τσουβάλι, από τα ξερά χταπόδια και τα σαλάμια αέ­ρος, που κρέμονταν από το ταβάνι, από τις παστω­μένες αντζού­γιες στη μισόλατα και τις ρέγκες στο ξύλινο κασε­λάκι, βαλμέ­νες μπροστά, πάνω στον πάγκο. Προχωρώντας πιο μέσα, νέες τώρα μυρουδιές, όπως εκείνη των μπαχαρικών, αλλά και της ναφθαλίνης σου γαργάλαγαν τη μύτη.
Αριστερά και δεξιά, παράλληλα με τους πλαϊνούς τοίχους και σε κάποια απόσταση από αυτούς, για να μπορεί να κυκλο­φορεί πίσω τους ο μπακάλης, ήσαν δύο ίδιοι ξύλινοι πάγκοι, ενώ ακριβώς απέναντι από την είσοδο, στο βάθος του μαγαζιού, έβλεπες ένα τραπέζι, κάτι σα γραφείο, με συρτάρι για τις ει­σπράξεις και τα τεφτέρια, που  πάνω του έστεκε η παλάντζα με τα δράμια για το ζύγισμα και πιο πέρα ο πάκος με τις χαρτοσα­κούλες. Ο ένας πάγκος είχε πάνω του μια τζαμένια βιτρίνα, όπου μέσα έμπαιναν τα πιο ευπαθή προϊόντα, η λακέρδα, ο χαλβάς, ο τα­ραμάς, το τουρσί κ.ά.
Πίσω από το γραφείο μια πόρτα οδηγούσε σε μια αθέατη απο­θήκη. Ακριβώς πάνω από την πόρτα της αποθήκης δέσποζε η γνωστή λαϊκή ζωγραφιά, με τους δύο εμπόρους, τον ξύπνιο, που που­λάει πάντα τοις μετρητοίς και τον χαζό, που πουλάει επί πιστώ­σει. Μπροστά από τους πάγκους, στο πάτωμα, ο Δια­μαντής είχε παρατάξει τα τσουβάλια, μισογεμάτα με ρύζι, ζά­χαρη, φασόλια, φακές και αλεύρι και με τις σέσουλες μισοβυ­θισμένες στο πε­ριεχόμενό τους.
Στους τοίχους, πίσω από τους πάγκους, στα ξύλινα ράφια ήσαν αραδιασμένα όλα τα προϊόντα, που τότε κυκλοφορούσαν συ­σκευασμένα: Γάλατα εβαπορέ και ζαχαρούχα, κονσέρβες, μπαχαρικά, μακα­ρόνια, λουκούμια, τσάι, πράσινο σαπούνι σε πλάκες, οδοντό­παστες Κολυνός κ.ά. Όταν το μαγαζί αργότερα εφοδιάστηκε με το πρώτο του ψυγείο, άρχισε να διαθέτει βαρε­λίσια φέτα, κα­σέρι και νωπό βούτυρο. 
Μια ψάθινη καρέκλα βρισκόταν μόνιμα πίσω από το γρα­φείο για να ξεκουράζει κάπου-κάπου ο Διαμαντής το κορμί του από την ορθοστασία, ενώ μπροστά από το γραφείο υπήρχε άλλη μία ίδια καρέκλα για να κάθεται όποιος ήθελε, για λίγο, να του κά­νει παρέα. Ένας τέτοιος τακτικός επισκέπτης και συ­νομιλητής του Διαμα­ντή ήταν και ο κύριος Χαρίλαος. Χαρα­κτηριστικό γεροντοπαλίκαρο με τιράντες, που διατηρούσε ένα μικρό εμπο­ρικό κατάστημα, λίγα μέτρα πιο πέρα από το μπα­κάλικο, όπου πουλούσε υφάσματα μάλλινα ή βαμβακερά σε τόπια.
Μπορεί να πέρναγε ολόκληρη βδομάδα και πελάτης να μην έμπαινε στο εμπορικό του. Αυτός όμως δεν ήταν λόγος για να μην κάνει ο κύριος Χαρί­λαος τη συνηθισμένη του βίζιτα στον γείτονά του, πάντα την ίδια ώρα. Ποτέ δεν μπορέσαμε να κατα­λάβουμε τη συνύπαρξη των δύο αυτών ανθρώπων, που ο μεν ένας, ο Διαμαντής, ήταν κρυφο-κουκουές, ο δε άλλος, διάβαζε καθημερινά τον «Εθνικό Κή­ρυκα», ως ακραιφνής δεξιός και φιλοβασιλικός.
Αυτούς τους δύο κυρίους βρήκε ο Νικολάκης να τα λένε, εκείνο το απόγευμα, όταν μπήκε στο μαγαζί. Ο Νικολάκης, ήταν ένα αδύνατο και πανέξυπνο παιδάκι, αεικί­νητο, που έτρεχε από δω κι από κει κάνοντας, πρόθυμα,  θελή­ματα στη μητέρα του αλλά και σε άλλους, συνήθως  ηλικιωμέ­νους, όταν του το ζητούσαν. Ο μπακάλης, αν και σοβαρός τύπος, πάντα έβρισκε κάτι να πει στον Νικολάκη, πότε για τα μαθήματα του σχολείου και πότε για την ομάδα του, τον Ολυμπιακό, όντας ο ίδιος φανατικός Παναθηναϊκός. Βλέποντάς τον λοιπόν δεν έχα­σαν την ευκαιρία να τον πειρά­ξουν.
Λέει ο κύριος Χαρίλαος υπομειδιώντας:
«Βρε Νικολάκη, πως τρέχεις έτσι βρε παιδί μου, από δω κι από κει,  νέφτι σου έχουν βάλει;» Ακούγοντας την εξυπνάδα του φίλου του ο Διαμαντής σκάει στα γέλια και απευθυνόμενος στον μικρό την επικροτεί και σχολιάζει : «Νικολάκη, είδες πώς τα λέει ο κύριος Χαρίλαος, μας κάνει και πεθαίνουμε από τα γέλια».
Το παιδάκι νοιώθει βαριά θιγμένο και εντελώς αυθόρμητα απα­ντάει: «Ναι, βέβαια, ο κύριος Χαρίλαος είναι πολύ γελοίος τύπος», θέλοντας να πει ότι είναι καλαμπουρτζής. Ακούγοντας την ατάκα του οι άλλοι παγώνουν και κοιτάζονται ενεοί. Έξαλ­λος ο μπακάλης σπεύδει να αποκαταστήσει τη χαμένη υπόληψη του φίλου του. «Νικολάκη, ντροπή σου, τι κουβέντα ήταν αυτή που είπες για τον κύριο Χαρίλαο, δεν ντρέπεσαι; Κρίμα τους γονείς που έχεις».
Ο Νικολάκης ζεματίζεται και αυτοστιγμεί γίνεται σαν πα­ντζάρι από την ντροπή, καθώς καταλαβαίνει ότι, άθελά του, μόλις είχε ξεστομίσει μια «πατάτα». Με χαμηλωμένο το κε­φάλι, ψελλίζει ένα «συγγνώμη», κάνει μεταβολή και το βάζει στα πόδια…


Από το βιβλίο ''Μικρές Ιστορίες'', Οροπέδιο 2016
Η εικόνα είναι από το διαδίκτυο




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου