Σάββατο 11 Απριλίου 2020

Κώστας Περδίκης:





Το φίδι


στον Ηλία
Η άνοιξη είχε μπει για τα καλά.
Το περασμένο βράδυ, από νωρίς, είχε ρίξει μια σύντομη μπόρα. Η επομένη, όμως, ξημέρωσε εντελώς διαφορετική. Ένας λαμπρός ήλιος ξεμύτισε από την κορυφή της Βουνούκας, υπο­σχόμενος μια εξ ίσου λαμπρή μέρα.
Ήταν Κυριακή.
Ο πατέρας, όπως πάντα, είχε σηκωθεί πρώτος. Ξυ­ρί­στηκε, ετοιμάστηκε και πήρε την ανηφοριά για τον Άγιο Σπυρί­δωνα. Κάθε Κυριακή εκκλησιαζόταν ανελλιπώς, φορώ­ντας τα καλά του ρούχα και την ακριβή του γκρι ρεπούμπλικα.
Η μητέρα ετοίμασε σβέλτα το φαϊ για το μεσημέρι, κατσι­κάκι με πατάτες στο ταψί  και το μόνο που είχε να κάνει, αργό­τερα, ήταν να το ψήσει στη μπουγάνα[1]. Ήρθε για να με ξυπνή­σει, δείχνοντας να έχει πολύ καλή διάθεση.
«Για σήκω», μου λέει, «Σήμερα με τέτοια μέρα και μετά τη χθεσινή βροχούλα, θα σκαρίσανε τα σαλίγκια[2]. Τι λες πάμε μια βόλτα στο αμπέλι, μπας και βρούμε μερικά»; Μου μίλαγε για τα άσπρα σαλίγκια, εκείνα τα μεγάλα, που βγαίνανε κάθε χρόνο, τέτοια εποχή, σε χαλικωτά συνήθως μέρη και έκαναν πολύ νόστιμο μεζέ. Καμιά σχέση με τα άλλα, τα σκούρα, που τα βρίσκεις παντού, αλλά είναι βρώ­μικα και δεν τρώ­γονται.
Αφήσαμε την αδελφή μου να τεμπελιάζει, χουζουρεύοντας κάτω από τα ζεστά της σκεπάσματα και ξεκινήσαμε για το αμπέλι μας.
Στο πλάι της μακριάς πλευράς του αμπελιού πέρναγε η  Ξε­ρο­χωρίτικη γράνα[3]. Για μερικούς μήνες του χρόνου κατέβαζε νερό, ενώ τους υπόλοιπους ήταν εντελώς ξερή. Εκεί που τέ­λειωναν τα κλίματα άρχιζε απαλά να ανηφορίζει η όχθη, στρω­μένη με μικρά χαλίκια, που ανάμεσά τους ξεφύτρωναν  τα και­νούργια βλαστάρια των καλαμιών.
Πήγαμε προς τα κει, περνώντας ανάμεσα από τα κλίματα, με προσοχή να μη χαλάσουμε τα τρυφερά "μάτια", που μόλις είχαν ανοίξει, ύστερα από το κλάδεμα. Η μητέρα βάδιζε μπρο­στά και πίσω της ακολούθαγα εγώ κρατώ­ντας μια κανίστρα.
Φθάνοντας στην αρχή της όχθης, η μητέρα για να βοηθηθεί λιγάκι στο ανέβασμα, πιάστηκε από μια ψηλή μαραθιά. Ένα παράξενο σσσσσς ακούστηκε τότε. Θα ’ναι ιδέα μου θα σκέ­φτηκε και κούνησε ξανά τη μαραθιά. Ένα πιο δυνατό, αυτή τη φορά,  σσσσσς  ακού­στηκε, μαζί με τη τρομαγμένη κραυγή της.
«Φίιιιιιδι».
Με το που ακούω εγώ φίδι, πηδώντας  πάνω από τα κλίματα, σαν άλτης του ύψους, σκαπετάω, την άλλη στιγμή τρι­άντα τουλάχιστον μέτρα μακριά, φωνάζοντας έντρομος στη μητέρα μου να φύγει από κει. Εκείνη, κάπως διστακτική, με άκουσε και ήρθε κοντά μου.
Είδαμε, τότε, στο γειτονικό μας χωράφι ένα παιδί πιο με­γάλο από μένα, γύρω στα δεκάξι, που είχε φέρει τις δυο γίδες του για βόσκημα. Η μητέρα μου κάνοντάς του νόημα του φώ­ναξε.
«Γεια σου ρε λεβεντόπαιδο. Έχεις τα κότσια να σκοτώσεις ένα φίδι, γιατί εγώ φοβάμαι»; Το παιδί δεν της απάντησε, αλλά σε λίγο το είδαμε να μας πλησιάζει κρατώντας στο χέρι του μια μακριά φουρκάδα[4]. «Που είναι ρε θεια το φίδι»; Ρώτησε τη μη­τέρα μου. Εκείνη του ’δειξε τη μαραθιά και πήγανε οι δυο τους προς τα κει. Εγώ από την τρομάρα μου, για σιγουριά, έμεινα αρκετά πιο πίσω. Πλησιάζοντας το παιδί έπιασε τη μαραθιά και την κούνησε με δύ­ναμη.
Και τότε το είδαμε.
Ήταν μια μεγάλη δεντρογαλιά, πρασινοκίτρινη, αγουροξυ­πνη­μένη, κάπως, από τη νάρκη της. Άρχισε να σέρνεται αργά, αργά ανηφορίζοντας την όχθη, που εκείνη την ώρα την ζέ­σταινε ο πρωινός ήλιος.
Το παιδί σήκωσε ψηλά τη φουρκάδα και ήταν  έτοιμο για το πρώτο κτύπημα, όταν η μητέρα μόλις που πρόλαβε να του φω­νάξει. «Όχι, άστο, μην το σκοτώνεις» και συνέχισε για να δι­καιολογηθεί «είναι τόσο όμορφο και δεν είναι από τα κακά φί­δια».
Εκείνο παραξενεμένο, κάπως, της έκανε το χατίρι. Κατέ­βασε ήσυχα τη φουρ­κάδα και την πέ­ταξε πιο πέρα. Το φίδι συ­νέχισε με το πάσο του να ανεβαί­νει όλο και πιο πάνω στην όχθη, μέχρι που το χάσαμε. Ούτε που έδωσε καμιά σημασία στην παρουσία μας.

Δεν θυμάμαι αν μετά συνεχίσαμε να ψάχνουμε για σα­λί­γκια ή αν γυρίσαμε με την κανίστρα αδειανή. Ένα όμως εί­ναι το σίγουρο. Από τότε μου έμεινε ο τρόμος για τα φίδια.
Τις λίγες φορές, που έτυχε να ξαναδώ φίδι η  τρο­μάρα μου ήταν ίδια και απαράλλακτη με την πρώτη. Ακόμα και στο άκουσμα της λέξης "φίδι" φρικάρω. Ο συνδυασμός αυτών των δυο συλλαβών, φι και δι, βγάζει για μένα έναν ήχο, που μου κόβει τα ήπατα.
       Υπάρχει, όμως και ένα φίδι, που δεν με τρομάζει κι ας είναι τεράστιο. Κάθε άλλο μάλιστα. Είναι εκείνο το πολύχρωμο, το φα­ντα­χτερό, που ο Μέγας Αλέξανδρος κατορθώνει στο τέλος να το σκο­τώσει. Το συμβάν λαμβάνει χώρα  στο θρυλικό πλέον έργο "Ο Μέγας Αλέξανδρος και ο κατηραμένος όφις", που παίζε­ται και ξα­να­παίζεται για μικρούς και για  μεγάλους  στον φωτισμένο μπερντέ του Καρα­γκιόζη…    



[1] μπουγάνα = μεταλλική γάστρα
[2] σαλίγκια = σαλιγκάρια
[3] γράνα = ρέμα
[4] φουρκάδα = ξύλο για στήριξη φυτού, κ.λ.π.



Υ.Γ. Η εικόνα είναι από το διαδίκτυο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου