Σάββατο 4 Απριλίου 2020

Κώστας Περδίκης:



Ο Γκιώνης
  

Τότε,
βγαίνοντας από το σπίτι του παππού, η νύχτα έπεφτε για τα καλά μαζί με έναν αδιόρατο φόβο. Σφίγγαμε τα χέρια της μάνας μας για να βρούμε δύναμη και σιγουριά, καθώς παίρναμε το κατα­σκότεινο δρομάκι του γυρισμού για το σπίτι μας.
Μέσα στην απόλυτη σιγαλιά από μακριά έφτανε στα αυτιά μας η θλιμμένη φωνούλα ενός πουλιού. Γκιων, Γκιων, Γκιων…«Είναι ο αδελφός του Γκιώνη», μας εξηγούσε η μάνα μας, «που τον έχει χάσει και κάθε βράδυ τον αναζητάει και τον φωνάζει  μέσα στο σκοτάδι». Τα λόγια της μάνας μας πόση λύπη έφερναν στις ψυχούλες μας…

Τώρα,
μένουμε στη μεγάλη πόλη, στην άκρη της, πολύ κοντά στο βουνό. Όπως όλος ο κόσμος έτσι και μεις εδώ και μέρες «μέ­νουμε σπίτι», μπας και γλιτώσουμε από τον κακό ιό που μας ήρθε από την Κίνα. Ζούμε  όλοι μας καταστάσεις πρωτόγνω­ρες:
Η πόλη μας γαλήνεψε.
Η καθημερινή μας τρέλα, να τα προλάβουμε όλα, πήγε στην μπάντα.
Ο ασταμάτητος θόρυβος και η βαβούρα σίγασαν.
Τα χιλιάδες αυτοκίνητα, και τροχοφόρα χάθηκαν. Που και που περνάει κανένα.
Ο αέρας και ο ουρανός καθάρισαν και η απέναντι Αίγινα ήρθε σχεδόν στην αυλή μας.
Οι δρόμοι φαντάζουν άχρηστοι πλέον, καθώς απόμειναν έρη­μοι.

Στη γειτονιά μας, όμως, συμβαίνει κάτι ακόμα. Κάθε βράδυ, με το που πέφτει το σκοτάδι, σαν σε όνειρο, ακούμε και πάλι τη θλιμμένη φωνούλα, τη ξεχασμένη από καιρό, Γκιων, Γκιων,Γκιων…
   Το καλό μας πουλί, φωλιασμένο κάπου κοντά μας, επί ώρες ασταμάτητα κράζει, αναζητώντας μάταια τον «χαμένο του αδελφό». Περασμένα μεσάνυχτα, πέφτοντας στο κρεβάτι, η φωνούλα  Γκιων, Γκιων,Γκιων…μας συντροφεύει και μαζί με τη λύπη της φέρνει και τον ύπνο μας…


Η εικόνα είναι από το διαδίκτυο

Ήταν δυο αδέρφια
πάντα αγαπημένα ,
πρόβατα βοσκούσαν
σ'αρχοντα μεγάλο,
Γκιώνη λεν τον ένα
Δήμο λέν τον αλλο.

Κάποια μέρα ο Γκιώνης,
δυο αρνάδες χάνει,
ψάχνει δεν τις βρίσκει
τριγυρνά και κλαίει,
έρχεται στη στάνη
τ'αδερφού του λέει.

Βρέθηκε και εκέινος
στην κακιά του ώρα,
άδικα χολιάζει,
σα θεριό θυμώνει,
το μαχαίρι φόρα
και τον εσκοτώνει.

Οι αρνάδες ήρθαν
στο κοπάδι πάλι
και ο φονιάς τις βλέπει.
στέκεται κλαμένος,
γέρνει το κεφάλι μετανοημένος.

Και ο θεός τον είδε
που χτυπά τα στήθη,
κλαίει νύχτα μέρα,
θέλει να πεθάνει,
και τον ελυπήθει
και πουλί τον κάνει.

Και γιαυτό το βράδυ,
αμα σκοτεινιάζει
το πουλί θλιμμένο,
στο δενδρί κλαρώνει
κι'ολη νύχτα κράζει
Γκιώνη Γκιώνη Γκιώνη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου