Τρίτη 28 Ιουνίου 2016

Κώστας Περδίκης:


το στρατόνι


Το στρατόνι[1] ήτανε δεν ήτανε εκατό, το πολύ, μέτρα.
Ξεκίναγε από τη δημοσιά και έφτανε μέχρι την ξύλινη πορ­τούλα του εξοχικού μας. Το φάρδος του ένα, με ενάμιση. Σ’ όλο του το μήκος, αριστερά και δεξιά, φράχτες με ξύλινα πα­λούκια και τρεις σειρές σκουριασμένο σύρμα, αγκαθωτό. Τη μέρα, με το φως, το στρατόνι ήταν αδιάφορο για μας τα παι­διά. Τη νύχτα όμως…
Γυρνώντας από το θερινό σινεμά, φτάνοντας στο ύψος του, στρίβαμε δεξιά και άρχιζε, τότε, η μικρή μας περιπέτεια. Στα πρώτα δέκα μέτρα, έφτανε ακόμη λίγο φως από τον γλόμπο της ηλεκτρικής, ψηλά στην κολώνα, στην άκρη του δρόμου. Μετά, πηχτό σκοτάδι, πίσσα, μαζί και χτυποκάρδι.
Τα πόδια μας άγγιζαν τα φυτρωμένα χόρτα, πότε μαλακές αγρι­ομολόχες, πότε γλυκορίζια και πότε γαϊδουράγκαθα. Αλ­λού, χαϊδεύαμε με τα χέρια μας τις ξεβλαστωμένες μαραθιές και το μύρο τους μας έσπαζε τη μύτη. Στη μέση περίπου, παρα­μερί­ζαμε τις φρέσκες φούντες της λυ­γιάς[2], για να περάσουμε, κάνο­ντας έτσι να βγει η πικρή μυρωδιά τους. Οι κωλοφωτιές[3], άφθο­νες τότε, μέσα από τα χορτάρια, έφεγγαν,  πρασινωπές φλογί­τσες, χαμηλά στα βήματά μας.
Πάνω μας η αστροφεγγιά, μαγική. Όλα τ’ άστρα δικά μας. Αυ­τόφωτα και ετερόφωτα, ήλιοι και φεγγάρια. Μαζί, ακού­σματα από τριζόνια, γκιώνηδες, σκυλιά, κοκόρια και κουκου­βάγιες.
Το διάβα μας εκείνο, το μικρό, μέσα στο σκοτάδι, τα είχε όλα. Μυρωδιές, ήχους, φόβο και θαυμασμό. Λίγα μέτρα πριν την αυλόπορτα, το αγιόκλημα της μάνας μας  έσπευδε να μας
δια­βεβαιώσει ότι ο μικρός μας άθλος, άλλη μια βραδιά, είχε λάβει αίσιο τέλος.



[1] στρατόνι = στενό δρομάκι, μονοπάτι
[2] λυγιά = λυγαριά
[3] κωλοφωτιά = πυγολαμπίδα


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου