Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2018

Τάσης Παπαιωάννου (1953): Νεότερη λαϊκή αρχιτεκτονική στις Κυκλάδες

Παρατηρώντας κανείς την αρχιτεκτονική που χτίζεται σήμερα στα νησιά των Κυκλάδων απορεί για τον λάθος δρόμο που πήρε τις τελευταίες δεκαετίες. Λευκά λεία κουτάκια, με στρογγυλεμένες άκρες, ακατανόητες καμπύλες, καμάρες που η μία συναγωνίζεται σε κακογουστιά την άλλη, πλαδαρές μορφές σαν κακοχυμένες τούρτες απλωμένες όπως όπως πάνω σε βραχώδεις κακοτράχαλες πλαγιές. Σοβάδες, πέτρες, ξύλα, υλικά ανάκατα, φύρδην μίγδην, δίχως ιεράρχηση, χωρίς καμία κατασκευαστική λογική.
Σαν να ’ναι κολλημένα με κόλλα UHU το ένα δίπλα και πάνω στο άλλο. Η υλική και δομική υπόσταση του χτίσματος παγιδεύτηκε και υποτάχτηκε στη γοητεία της κραυγαλέας εικόνας. Ενα άσχημο σκηνικό που στήσαμε για τους τουρίστες, αλλά ζούμε κι εμείς οι ίδιοι μέσα.
Αυτό είναι το «στιλ» που κυριάρχησε ως πρότυπο αιγαιοπελαγίτικης αρχιτεκτονικής στον τόπο μας. Ενα ολέθριο κακέκτυπο, αποστεωμένο από κάθε ουσιαστικό στοιχείο που χαρακτήριζε παλαιότερα την παραδοσιακή κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική. Γιατί αυτό που χάθηκε για πάντα ήταν η ουσία που γέννησε αυτήν την αρχιτεκτονική του παρελθόντος.
Δεν ήταν μια αρχιτεκτονική της εικόνας, της φανταχτερής καρτ-ποστάλ, αλλά μια αρχιτεκτονική της ανάγκης η οποία εξέφραζε πιστά και ανεπιτήδευτα έναν τρόπο αγροτικής ζωής μιας άλλης εποχής. Και δεν ήταν φυσικά μόνον τα σπίτια, αλλά και οι πεζούλες, τα μονοπάτια, τα αλώνια, οι στέρνες, οι ανεμόμυλοι που συμπλήρωναν ολόκληρο το ανθρωπογενές τοπίο που μας κληροδοτήθηκε, μαζί με τα υπέροχα τοπία των αρχέγονων βράχων.
Κι όμως, υπήρξε μια γόνιμη περίοδος, γύρω στο ‘50 - ‘60, όπου η λαϊκή αρχιτεκτονική, αμόλυντη ακόμη από την καταστροφική επέλαση του τουρισμού, είχε βρει μια νέα έκφραση. Συνδύαζε τα διδάγματα μιας παλιάς οικοδομικής τέχνης με τη χρήση νέων υλικών και μεθόδων που έλυναν καλύτερα τα κατασκευαστικά προβλήματα. Ενώ η βασική κτιριολογική τυπολογία παρέμενε στην ουσία η ίδια, η χρήση της πλάκας από οπλισμένο σκυρόδεμα άρχισε να εμφανίζεται όλο και πιο συχνά. Αρχικά αντικατέστησε την κάλυψη του δώματος από αργιλόχωμα, εξασφαλίζοντας πολύ καλύτερη υγρομόνωση που έλυνε μόνιμα την υποχρέωση της διαρκούς επιδιόρθωσης και κυλινδρίσματος της οριζόντιας επιφάνειάς του.
Στα νεότερα σπίτια, αφού τελείωνε το χτίσιμο των πέτρινων τοίχων, ξύλινες δοκίδες, διατεταγμένες ανά 50 εκ. περίπου η μία από την άλλη, στέγαζαν τη στενή πλευρά των δωμάτων και από πάνω σχιστόπλακες, καλάμια ή σανίδες κάλυπταν τα διάκενα. Τέλος, μια λεπτή πλάκα κάλυπτε ως τελική επίστρωση το οριζόντιο δώμα. Σε αρκετές περιπτώσεις, η πλάκα αυτή εξείχε σαν λεπτή μαρκίζα από τους εξωτερικούς τοίχους, διαγράφοντας μια οριζόντια χαρακτηριστική γραμμή, ένα διακριτικό γείσο στο τελείωμα της κορυφογραμμής του κτίσματος, εκεί που συναντούσε το γαλάζιο του ουρανού.
Κι αυτή η μικρή εξοχή είχε έναν σημαντικό κατασκευαστικό ρόλο να επιτελέσει, αφού προστάτευε τους κατακόρυφους πέτρινους τοίχους, αλλά και τα κουφώματα από τα νερά της βροχής. Λίγο πιο μέσα, ένα μικρό στηθαίο από τούβλο ή σκυρόδεμα στην περασιά των τοίχων, περιτριγύριζε την πλάκα συγκρατώντας τα όμβρια ύδατα, τα τόσο πολύτιμα για τα άνυδρα νησιά του Αιγαίου, οδηγώντας τα στις υδρορροές και από εκεί στην στέρνα. Αυτές οι ελάχιστες μετακινήσεις των επιπέδων που βασίζονταν σε απλές κατασκευαστικές λύσεις, προσέδιδαν μια χάρη στα κυβικά κτίσματα, τονίζοντας διακριτικά τη στέψη τους.
Αλλες πάλι φορές μια στρογγυλή κολόνα στην άκρη της πλάκας οριοθετούσε την ακμή του κύβου, δημιουργώντας έναν μικρό ημιϋπαίθριο χώρο σε συνέχεια με τον εσωτερικό χώρο της κατοικίας, μια ομαλή μετάβαση από το μέσα στο έξω, στη νοτινή του πλευρά και πάντοτε προστατευμένο από τους ισχυρούς βοριάδες. Τέλος, όλα τα σπίτια, παλαιότερα και νεότερες προσθήκες τα κάλυπτε ένα παχύ στρώμα ασβέστη που ενοποιούσε πλαστικά και χρωματικά τους επιμέρους όγκους σ’ ένα ενιαίο σύνολο. Και μόνον τα ξύλινα κουφώματα ή και κάποιοι επιμέρους όγκοι βάφονταν με έντονα χρώματα, λειτουργώντας αντιστικτικά στην ολοκληρωτική κυριαρχία του λευκού ασβέστη.
Ηταν σημαντική εκείνη η περίοδος της λαϊκής μας αρχιτεκτονικής κι ας την προσπερνάμε σήμερα αδιάφορα, υποτιμώντας την αξία της. Γιατί οι λαϊκοί τεχνίτες κατάφεραν μ’ έναν απλό και ανεπιτήδευτο τρόπο να μπολιάσουν την τέχνη τους με εξελιγμένες κατασκευαστικές λύσεις, δανειζόμενοι στοιχεία από το μοντέρνο κίνημα και την ίδια στιγμή να εκφράσουν διακριτικά την εποχή τους σε σχέση με τα κτίσματα του παρελθόντος που δίπλα τους έχτιζαν.
Πετύχαιναν, δηλαδή, το αρμονικό συνταίριασμα των κτισμάτων μεταξύ τους, κάτι που στις μέρες μας φαντάζει ώρες-ώρες τόσο δύσκολο. Σε όλα τα νησιά μας –και όχι μόνο- υπάρχουν καταπληκτικά τέτοια κτίσματα που τα ζηλεύεις έτσι που στέκονται όμορφα δίπλα στα παλιότερα.
Δεν είχαν αισθητικούς φραγμούς, ούτε υποχρεωτικούς μορφολογικούς κανονισμούς, αλλά έχτιζαν ελεύθερα με γνώμονα πάντοτε τις λειτουργικές και κατασκευαστικές τους ανάγκες. Δεν διακατέχονταν από κανένα ανούσιο εγκεφαλικό φορμαλισμό, ούτε χαρακτηρίζονταν από κάποιον οπισθοδρομικό συντηρητισμό, όπως λανθασμένα πολλές φορές τους αποδίδουμε, αλλά αντίθετα από ανοικτό πνεύμα και διάθεση πειραματισμού και δημιουργικής δοκιμής.
Ίσως αυτή η αυτονόητη διαδικασία κατασκευής να επιτελούνταν πάντοτε στη λαϊκή αρχιτεκτονική. Σαν να συνέβαινε μία ιδιότυπη διήθηση των προτύπων της λεγόμενης «έντεχνης ή επίσημης» αρχιτεκτονικής της εποχής, μέσα από τα φίλτρα του αναγκαίου και του χρήσιμου. Το μέτρο το έδινε ο λαϊκός τεχνίτης που γνώριζε καλά τον τόπο του γιατί τον ζούσε όλο τον χρόνο - δεν ήταν περιστασιακός επισκέπτης ή καλοκαιρινός μόνον παραθεριστής.
Αργότερα, εισέβαλε μαζί με τη λαίλαπα της ημιμάθειας ως τυφώνας και ο μαζικός τουρισμός, ο οποίος επέβαλε εκτός των άλλων και τα αισθητικά πρότυπα και τις μόδες που είχε ανάγκη η αγορά, νοθεύοντας ό,τι αυθεντικό είχε απομείνει ακόμη ζωντανό στους αιγαιοπελαγίτικους οικισμούς. Και πριν από τα κτίσματα είχε προηγουμένως, όπως σχεδόν πάντοτε συμβαίνει, αλλοτριώσει τις συνειδήσεις και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων τους.
*Αρχιτέκτων - Καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ
Πηγή: efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου