ο γερο Σχολάρχης
Τους χειμωνιάτικους μήνες τους
έβγαζε στην Αθήνα, κοντά στα παιδιά του. Μόλις έπιανε το καλοκαίρι, νωρίς-
νωρίς, κατέβαινε στο χωριό. Έμενε μονάχος στο σπίτι του, στην πάνω αγορά.Τ’ απογεύματα, άφηνε πρώτα
να καταλαγιάσει λίγο η λαύρα και μετά κατηφόριζε στου Μανιάτη, το πιο
κοντινό του καφενείο. Εκεί, έπιανε θέση έξω στο πεζοδρόμιο, στην πάνω του
γωνία, που ο ήλιος είχε φύγει και η σκιά έφερνε μια ιδέα δροσιάς.
Τον θυμάμαι σε προχωρημένη
ηλικία, γέροντα πια. Η μορφή του ήταν γλυκιά, σεβάσμια, ήρεμη, αλλά και
επιβλητική. Φόραγε πάντα ανοιχτόχρωμα μπεζ ρούχα, λινό σακάκι και παντελόνι.
Στο πρόσωπό του δέσποζε το άσπρο του μουστάκι, που τράβαγε την προσοχή σου. Πάνω στο τσίγκινο τραπεζάκι του
καφενείου τα συνηθισμένα, ένα φλιτζάνι καφές, ένα ποτήρι κρύο νερό κι ένα κουτί τσιγάρα, καθότι δεινός φουμαδόρος.
Μιλώ για τον Κώστα Δαϊκο,
τον Σχολάρχη, όπως συνήθιζαν να τον αποκαλούν.
Ήταν θείος του πατέρα μου,
από τους πιο αγαπητούς του. Τον είχε καθηγητή, φιλόλογο, ο ίδιος, αλλά και τα
άλλα του αδέλφια. Όλοι μιλούσαν γι’ αυτόν με σεβασμό, αλλά και θαυμασμό, για
τη σοφία του, την αυστηρότητά του, αλλά και για το πόσο ακριβοδίκαιος ήταν.
Η μητέρα μου έτρεφε
μεγάλη αγάπη και εκτίμηση για τους συγγενείς του πατέρα. Ένας απ’ τους λόγους ήταν
γιατί οι πιο πολλοί ήσαν άνθρωποι μορφωμένοι, γιατροί, δάσκαλοι, δικηγόροι,
μηχανικοί. «Όταν θα βλέπεις τον γερο Σχολάρχη, μου ’λεγε, θα τρέχεις να τον
χαιρετάς και να του φιλάς το χέρι».
Έτσι και έκανα. Μια σταλιά
παιδάκι, βλέποντάς τον, τσακιζόμουνα να του υποβάλω τα σέβη μου. Μου
χαμογέλαγε καλοσυνάτα, με ρώταγε για τους γονείς μου, πώς τα πάω στο σχολείο
και με κέρναγε υποβρύχιο ή με χαρτζιλίκωνε με κανά τάλιρο.
Την ιστορία του την είχα
ακούσει πολλές φορές από τους δικούς μου. Οι δυο του γιοι ήσαν ακόμη μικρά
παιδάκια όταν πέθανε η μητέρα τους, η Βικτωρία. Ο Σχολάρχης δεν ξαναπαντρεύτηκε,
αλλά επέλεξε να μεγαλώσει τα παιδιά του μόνος του, στη Ζούρτσα, με τη βοήθεια
των εκεί συγγενών του.
Δεν υπήρχε συμπολίτης μας,
κάποιας ηλικίας, που να μην θυμόταν κάποιο συμβάν με τον Σχολάρχη, από τα
μικράτα του, σοβαρό ή αστείο. Όλο και κάποια χρονιά θα τον είχε συναντήσει,
σαν καθηγητή, στη σχολική του ζωή.
Πέρασαν τα χρόνια.
Παντρεύτηκα κι εγώ και είχε ήδη γεννηθεί ο πρώτος μου γιος. Σκοπεύαμε, τότε,
να μετακομίσουμε σ’ ένα μεγαλύτερο, απ’ αυτό που μέναμε, σπίτι στα Ιλίσια και
συναντήθηκα ένα βράδυ με τον ιδιοκτήτη του, για να τα βρούμε. Ήταν ένας
απόστρατος αστυφύλακας από την Αρκαδία.
Όταν του είπα από πού
κατάγομαι το πρόσωπό του άλλαξε και έβγαλε μια μεγάλη συμπάθεια. Τα τελευταία
χρόνια, άρχισε να μου λέει, πριν να πάρει σύνταξη, υπηρετούσε στο αστυνομικό
τμήμα του Κολωνακίου, στην Υψηλάντου. Εκεί κοντά έμενε και ο γερο Σχολάρχης,
που πέρναγε την ώρα του, σαν τακτικός θαμώνας, στο γειτονικό καφενεδάκι. Ο
αστυφύλακας είχε κάνει γνωριμία μαζί του και
μόλις εύρισκε ευκαιρία πήγαινε και του ’κανε συντροφιά ή έπαιζαν καμιά παρτίδα τάβλι. Τον είχε
εντυπωσιάσει, όπως μου ’πε, η αρχοντιά αλλά και η απλότητά του.
Ο γερο Σχολάρχης του ’λεγε
ιστορίες από τον τόπο του και τους συμπολίτες του, αλλά και πολλά ανέκδοτα, από
την εποχή που ήταν καθηγητής, με τους τότε μαθητές και συναδέλφους του. Θυμόταν
ακόμη τους περισσότερους μαθητές του με τα μικρά τους ονόματα και έδειχνε
μεγάλη έγνοια και ενδιαφέρον για τη μετέπειτα πορεία τους. Καμάρωνε για τους γιους του, που ήσαν
λαμπροί επιστήμονες, ο ένας γιατρός κι ο άλλος μηχανικός και πολύ περισσότερο
γιατί τους έφτιαξε σωστούς ανθρώπους.
Έχοντας και ο
αστυφύλακας καταγωγή κάτω από το αυλάκι,
στα μάτια του γέροντα φαινόταν ακόμα πιο συμπαθής. Τον θεωρούσε, βλέπετε,
συντοπίτη του. Αυτή η συγκυρία, της
γνωριμίας δηλαδή του γερο Σχολάρχη με τον αστυφύλακα, αποδείχθηκε
τελικά και για μένα επωφελής. Τα παζάρια μαζί του για το σπίτι ήσαν σύντομα και
το ενοίκιο που μου ζήτησε λογικό.
Ο οικογενειακός μας τάφος
στο χωριό βρίσκεται στο πιο ψηλό σημείο του νεκροταφείου. Αγναντεύει στα
ανατολικά τη Βουνούκα και στα δυτικά τη θάλασσα, το απέραντο Ιόνιο. Το
δρομάκι, που οδηγεί μέχρι εκεί, περνάει μπροστά από τον τάφο του γερο Σχολάρχη. Είναι ένας τάφος απλός, αλλά
καλαίσθητος.
Φθάνοντας μπροστά του,
νοιώθω την ανάγκη να σταθώ για λίγο και να φέρω τη σεβάσμια μορφή του στο μυαλό μου.
Ανάβω ένα κεράκι σαν ελάχιστο φόρο τιμής στη μνήμη
του.
Τιμώ τον ξεχωριστό άνθρωπο και καθηγητή, που με απόλυτη
αφοσίωση και αίσθηση καθήκοντος, πρόσφερε τόσα πολλά στον τόπο του, μορφώνοντας
και διαπλάθοντας μαθητές και μαθητές…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου