Σάββατο 9 Ιουνίου 2018

Κώστας Περδίκης:



ο γερο Σχολάρχης


Τους χειμωνιάτικους μήνες τους έβγαζε στην Αθήνα, κοντά στα παιδιά του. Μόλις έπιανε το καλοκαίρι, νωρίς- νωρίς, κατέβαινε στο χωριό. Έμενε μονάχος στο σπίτι του, στην πάνω αγορά.Τ’ απογεύματα, άφηνε πρώτα να καταλαγιάσει λίγο η λαύρα και μετά κατηφόριζε στου Μανιάτη, το πιο κοντινό του καφενείο. Εκεί, έπιανε θέση έξω στο πεζοδρόμιο, στην πάνω του γωνία, που ο ήλιος είχε φύγει και η σκιά έφερνε μια ιδέα δροσιάς.
Τον θυμάμαι σε προχωρημένη ηλικία, γέροντα πια. Η μορφή του ήταν γλυκιά, σεβάσμια, ήρεμη, αλλά και επιβλητική. Φόραγε πάντα ανοιχτόχρωμα μπεζ ρούχα, λινό σακάκι και πα­ντε­λόνι. Στο πρόσωπό του δέσποζε το άσπρο του μουστάκι, που  τράβαγε την προσοχή σου. Πάνω στο τσίγκινο τραπεζάκι του καφενείου τα συνηθισμένα, ένα φλιτζάνι καφές, ένα ποτήρι  κρύο νερό κι ένα κουτί  τσιγάρα, καθότι δεινός φουμαδόρος.

Μιλώ για τον Κώστα Δαϊκο, τον Σχολάρχη, όπως συνήθι­ζαν να τον αποκαλούν.

Ήταν θείος του πατέρα μου, από τους πιο αγαπητούς του. Τον είχε καθηγητή, φιλόλογο, ο ίδιος, αλλά και τα άλλα του αδέλφια. Όλοι μιλούσαν γι’ αυτόν με σεβασμό, αλλά και θαυ­μασμό, για τη σοφία του, την αυστη­ρότητά του, αλλά και για το πόσο ακριβο­δίκαιος ήταν.
Η μητέρα μου έτρεφε μεγάλη αγάπη και εκτίμηση για τους συγγενείς του πατέρα. Ένας απ’ τους λόγους ήταν γιατί οι πιο πολλοί ήσαν άνθρω­ποι μορφωμένοι, γιατροί, δάσκαλοι, δικη­γόροι, μηχανι­κοί. «Όταν θα βλέπεις τον γερο Σχολάρχη, μου ’λεγε, θα τρέχεις να τον χαιρετάς και να του φιλάς το χέρι». 
Έτσι και έκανα. Μια σταλιά παιδάκι, βλέποντάς τον, τσακι­ζόμουνα να του υποβάλω τα σέβη μου. Μου χαμογέλαγε κα­λοσυνάτα, με ρώταγε για τους γονείς μου, πώς τα πάω στο σχο­λείο και με κέρναγε υποβρύχιο ή με χαρτζιλίκωνε με κανά τά­λιρο.
Την ιστορία του την είχα ακούσει πολλές φορές από τους δικούς μου. Οι δυο του γιοι ήσαν ακόμη μικρά παιδάκια όταν πέθανε η μητέρα τους, η Βικτωρία. Ο Σχολάρχης δεν ξαναπα­ντρεύτηκε, αλλά επέλεξε να μεγαλώσει τα παιδιά του μόνος του, στη Ζούρτσα, με τη βοήθεια των εκεί συγγενών του.
Δεν υπήρχε συμπολίτης μας, κάποιας ηλικίας, που να μην θυμόταν κάποιο συμβάν με τον Σχολάρχη, από τα μικράτα του, σοβαρό ή αστείο. Όλο και κάποια χρονιά θα τον είχε συνα­ντή­σει, σαν καθηγητή, στη σχολική του ζωή.

Πέρασαν τα χρόνια. Παντρεύτηκα κι εγώ και είχε ήδη γεν­νηθεί ο πρώτος μου γιος. Σκοπεύαμε, τότε, να μετακομίσουμε σ’ ένα μεγαλύτερο, απ’ αυτό που μέναμε, σπίτι στα Ιλί­σια και συναντήθηκα ένα βράδυ με τον ιδιοκτήτη του, για να τα βρούμε. Ήταν ένας απόστρατος αστυφύλακας από την Αρκα­δία.
Όταν του είπα από πού κατάγομαι το πρόσωπό του άλλαξε και έβγαλε μια μεγάλη συμπάθεια. Τα τελευταία χρόνια, άρχισε να μου λέει, πριν να πάρει σύνταξη, υπηρετούσε στο αστυνο­μικό τμήμα του Κολωνακίου, στην Υψηλάντου. Εκεί κοντά έμενε και ο γερο Σχολάρχης, που πέρναγε την ώρα του, σαν τακτικός θαμώνας, στο γειτονικό καφενεδάκι. Ο αστυφύλακας είχε κάνει γνωριμία μαζί του και  μόλις εύρισκε ευ­καιρία πή­γαινε και του ’κανε συντροφιά ή έπαιζαν καμιά παρτίδα τάβλι. Τον είχε εντυπωσιά­σει, όπως μου ’πε, η αρχοντιά αλλά και η απλότητά του.
Ο γερο Σχολάρχης του ’λεγε ιστορίες από τον τόπο του και τους συμπολίτες του, αλλά και πολλά ανέκδοτα, από την εποχή που ήταν καθηγητής, με τους τότε μαθητές και συναδέλφους του. Θυμόταν ακόμη τους περισσότερους μαθητές του με τα μικρά τους ονόματα και έδειχνε μεγάλη έγνοια και ενδιαφέρον για τη μετέπειτα πορεία τους.  Καμάρωνε για τους γιους του, που ήσαν λαμπροί επιστή­μονες, ο ένας γιατρός κι ο άλλος μη­χανικός και πολύ περισσό­τερο γιατί τους έφτιαξε σωστούς αν­θρώπους.
Έχοντας και ο αστυφύλακας  καταγωγή κάτω από το αυ­λάκι, στα μάτια του γέροντα φαινόταν ακόμα πιο συ­μπαθής. Τον θεωρούσε, βλέπετε, συντοπίτη του. Αυτή η συγκυρία, της  γνωριμίας δηλαδή του γερο Σχο­λάρχη με τον αστυφύλακα, απο­δείχθηκε τελικά και για μένα επωφελής. Τα παζάρια μαζί του για το σπίτι ήσαν σύντομα και το ενοίκιο που μου ζήτησε λο­γικό.

Ο οικογενειακός μας τάφος στο χωριό βρίσκεται στο πιο ψηλό σημείο του νεκροταφείου. Αγναντεύει στα ανατολικά τη Βουνούκα και στα δυτικά τη θάλασσα, το απέραντο Ιόνιο. Το δρομάκι, που οδηγεί μέχρι εκεί, περνάει μπροστά  από τον τάφο του γερο Σχολάρχη. Είναι ένας τάφος απλός, αλλά καλαί­σθη­τος.
Φθάνοντας μπροστά του, νοιώθω την ανάγκη να σταθώ για λίγο και να φέρω τη σεβάσμια μορφή του  στο μυαλό μου.
Ανάβω ένα κεράκι σαν ελάχιστο φόρο τιμής στη μνήμη του.
Τιμώ τον ξεχωριστό άνθρωπο και καθηγητή, που με από­λυτη αφοσίωση και αίσθηση καθήκοντος, πρόσφερε τόσα πολλά στον τόπο του, μορφώνοντας και διαπλάθοντας μαθητές και μαθητές…  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου