Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2018

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ (1951): Ο σημαντικός ποιητής από τη Μεσσήνη


Η ΜΠΑΝΤΑ
Μια μπάντα πήγαινε σε επαρχιακό παραλιακό δρόμο.
Έπαιζε εμβατήρια. Ένα παιδάκι δεκατέσσερω χρονώ
με φαρδύ καπέλο και παλιά ρούχα της μουσικής
που έπαιζε τρομπόνι, δεν είδε τη στροφή του δρόμου.
Έτσι η μπάντα έστριψε, και το παιδάκι βάδισε μόνο του ευθεία.
Με το τρομπόνι και το μεγάλο του καπέλο.
(Οι Πυροτεχνουργοί, 1979,)
 


Ὁ πατέρας μου ἤθελε νὰ φτιάξει ἕνα σπίτι

Ὁ πατέρας μου ἔφαγε μιά ζωὴ γιὰ νὰ φτιάξει ἕνα σπίτι.
Ἀπογεύματα, Κυριακὲς στὸ κουζινάκι χωρὶς ἕνα γλυκὸ ἢ ἕνα καφενεῖο.
Ὅταν πέθανε ἄφησε ἕνα χορταριασμένο στρατὶ
ἕνα χτίσμα δίχως κουφώματα, δίχως σοφάτια, χρόνια...
Ἄλλαξαν οἱ καιροὶ ποὺ λέει κι ὁ λαός, γεγονότα συνέβησαν...
Χαθήκαμε μὲ τὸν ἀδελφό μου, μάθαμε πὼς πέθανε κι ὁ πατέρας.
Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν τὸ βράδυ σὲ κοιτῶ βαθιὰ στὰ μάτια.
Εἶναι μήπως ζήσω ἐγὼ τὴν ταπεινὴ θαλπωρὴ ποὺ ἐκεῖνος δὲν ἔζησε.



Τ α   Π ο ι ή μ α τ α,   Έ ν α  Π ο τ ά μ ι,   Ο  Π ο ι η τ ή ς

                                 Στην Αγγελική και στον Μπάμπη Ζαφειράτο

Τα ποιήματα είναι δύσκολα, το ξέρετε.
Και αν σηκώσεις τις λέξεις, είναι τόσο θλιμμένα,
σαν δάχτυλα που  πόνεσες μια νύχτα με αγωνίες.

Ένα ποτάμι είναι ένας ξένος που κρύβεται, το ξέρετε.
Την ημέρα πηγαίνει στη θάλασσα.
Το απόγευμα λουφάζει ακίνητο
σαν αγρίμι που πέρασαν δίπλα του κυνηγοί.

Ο ποιητής, ένας δήθεν αδιάφορος
που κρύβει τα χέρια του στις τσέπες. 


Τ α  Α γ ρ ί μ ι α

                                 Στην Αγγελική και στον Μπάμπη Ζαφειράτο

Γιατί κάποτε γλυκαίνουν και τα αγρίμια.
όταν χάσουν αυτό που αγαπούν.
Και ένα γυάλινο δάκρυ φυτρώνει στο κίτρινο μάτι τους. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου