ΑΦΙΕΡΩΣΗ
1980
Είχα ξεχάσει πως μυρίζει το γιασεμί.
Αλλά βγαίνοντας στη νύχτα, ξαφνικά,
ντυμένος λεπτό χιτώνα τον ιδρώτα σου
ντυμένος χρυσό ιμάτιο το άρωμά σου,
χτύπησα πάνω στην οσμή του γιασεμιού σαν σε γυάλινο τοίχο.
Ονειρεύομαι αυτό που έζησα.
Το σώμα το δροσερό με τους ίσκιους,
το σώμα το δυνατό με την έκσταση
και την κραυγή, την κραυγή –
Σ’ αγαπώ τρυφερά και σ’ αγαπώ άγρια,
περπατώ την νύχτα ντυμένος τον λεπτό σου ιδρώτα,
στεφανωμένος το άρωμα του γιασεμιού
και προφητεύω.
Αμφισβητώ το ποίημα, είναι φτωχό.
Είμαι κι εγώ φτωχός χωρίς εσένα.
Αν ποίημα είμαστε μαζί
δεν έχω γράψει καλύτερο.
Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΖΗΤΑΕΙ ΠΑΡΑΤΑΣΗ
Ο ερωτευμένος γέροντας
γελοίος στους άλλους, αλλά ευτυχισμένος,
κρατάει στα δάχτυλα
αφή νεότητας
και ονειρεύεται άλλη μία ζωή.
Ο ερωτευμένος γέροντας
ευσυγκίνητος βουρκώνει
με το τίποτα:
το αγκαθωτό τρίχωμα
στην εφηβική μασχάλη.
Ο ερωτευμένος γέροντας
δεν είναι πια γέρος – αλλά γερός.
Νιώθει να φουσκώνει το στήθος του,
σαν αερόστατο ανεβαίνει,
βλέπει την ζωή του από ψηλά: λίγη.
Απαιτεί χρόνο.
Ο ερωτευμένος γέροντας
ζητάει από τον διαιτητή
να κρατήσει καθυστέρηση.
Να του δώσει ευκαιρία
για παράταση.
Και ίσως τότε κερδίσει στα πέναλτι
Είχα ξεχάσει πως μυρίζει το γιασεμί.
Αλλά βγαίνοντας στη νύχτα, ξαφνικά,
ντυμένος λεπτό χιτώνα τον ιδρώτα σου
ντυμένος χρυσό ιμάτιο το άρωμά σου,
χτύπησα πάνω στην οσμή του γιασεμιού σαν σε γυάλινο τοίχο.
Ονειρεύομαι αυτό που έζησα.
Το σώμα το δροσερό με τους ίσκιους,
το σώμα το δυνατό με την έκσταση
και την κραυγή, την κραυγή –
Σ’ αγαπώ τρυφερά και σ’ αγαπώ άγρια,
περπατώ την νύχτα ντυμένος τον λεπτό σου ιδρώτα,
στεφανωμένος το άρωμα του γιασεμιού
και προφητεύω.
Αμφισβητώ το ποίημα, είναι φτωχό.
Είμαι κι εγώ φτωχός χωρίς εσένα.
Αν ποίημα είμαστε μαζί
δεν έχω γράψει καλύτερο.
Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΖΗΤΑΕΙ ΠΑΡΑΤΑΣΗ
Ο ερωτευμένος γέροντας
γελοίος στους άλλους, αλλά ευτυχισμένος,
κρατάει στα δάχτυλα
αφή νεότητας
και ονειρεύεται άλλη μία ζωή.
Ο ερωτευμένος γέροντας
ευσυγκίνητος βουρκώνει
με το τίποτα:
το αγκαθωτό τρίχωμα
στην εφηβική μασχάλη.
Ο ερωτευμένος γέροντας
δεν είναι πια γέρος – αλλά γερός.
Νιώθει να φουσκώνει το στήθος του,
σαν αερόστατο ανεβαίνει,
βλέπει την ζωή του από ψηλά: λίγη.
Απαιτεί χρόνο.
Ο ερωτευμένος γέροντας
ζητάει από τον διαιτητή
να κρατήσει καθυστέρηση.
Να του δώσει ευκαιρία
για παράταση.
Και ίσως τότε κερδίσει στα πέναλτι
primum vivere deinde philosophari
ΑπάντησηΔιαγραφήΌταν το vivere είναι ανεξάρτητο της κρίσης και των
νομοσχεδίων υπάρχει χρόνος γιά ποίηση.