Παρασκευή 25 Μαρτίου 2016

Κώστας Περδίκης:


οι "διαφορετικοί"

Στις παρέες μας, όταν η κουβέντα πάει στα παλιά, θυμόμαστε και σχολιάζουμε, από τους συμπολίτες μας που έχουν ήδη αποδη­μήσει, τους πιο σημαντικούς και πετυχημένους.
Οι "άλλοι", οι μετρημένοι  στα δάκτυλα, που έζησαν ανάμεσά μας και που δεν ήσαν σαν όλους εμάς, αλλά κάπως "διαφορετικοί", έχουν σχεδόν ξεχαστεί.
Είναι οι αδικημένοι από τον Θεό, οι σημαδεμένοι, που σ’ όλη τους τη ζωή κουβάλη­σαν το  κουσούρι που τους έλαχε, στο μυαλό ή στο κορμί.
Από μας, τότε, μόνο την κοροϊδία, τη λύπηση άντε και την συμπάθεια καμιά φορά γεύτηκαν. 
Ο ίδιος Θεός, όμως, είχε δώσει στον καθένα απ’ αυτούς όλο και κάποιο χάρισμα, για να είναι χρήσιμος και ξεχωριστός.
Στη μνήμη λοιπόν αυτών των διαφορετικών ανθρώπων της πόλης μας, που τώρα πια δεν ζουν, ας κάνουμε τούτη την αναφορά, σαν μια μικρή συγνώμη για όσα, τότε, μπορούσαμε να τους προσφέρουμε, αλλά δεν το κάναμε…

ο Νικολάκης ο τζιτζίκας:
Κοντούλης σαν νάνος, κουβάλαγε τότε με το βαρέλι νερό στα σπίτια μας.
Όλα τα ’βλεπε μικρά σαν το μπόι του και τις μαθήτριες του γυμνασίου, με τις μπλε ποδιές, τις φώναζε τρυφερά "μικρούλες δασκαλίτσες".

ο Γιώρης ο σπυρολιάς:
Καλοκάγαθο ανθρωπάκι, με το παραμικρό που του ’λεγες, έσκαγε στα γέλια.
Όποια μικροδουλειά του ζήταγες την έκανε πρόθυμα.
Έλεγε και τραγουδάκια όπως:
"Μια κοπέλα έμορφη ετών δέκα επτά
έρωτα μυρίστηκε, ήθελε για να, ήθελε για να…
Πάει στην μαμάκα της τον λόγο αρχινά
Μάνα μου μεγάλωσα και θέλω για να… και θέλω για να…"
η Πελαγιά, ο Κώστας και ο Περικλής, τα αδέλφια του, άλλοι χαρακτηριστικοί τύποι κι αυτοί…

ο Γιώρης ο στυλιαράς:
Ψηλός άντρας, λιγομίλητος, ειδικός στο να βρίσκει στα βουνά άγρια ξύλα και να φτιάχνει απ’ αυτά γερά στυλιάρια για αξίνες, φτυάρια, κασμάδες, κ.λ.π.
Τα κέρδη του τα ’πινε, πάντα μονάχος του, στην ταβέρνα.

ο Νιόνιος  Σιγαλός:
Κουβάλαγε κι αυτός νερό στα νοικοκυριά και έκανε θελήματα στην αγορά.
Φωνακλάς, μιλούσε ακατάπαυστα, χωρίς να μπορείς να βγάλεις νόημα απ’ όσα έλεγε.

ο Αντώνης Σιγαλός:
Αδελφός του Νιόνιου.
Περπατούσε κι αυτός στον δρόμο μονολογώντας συνέχεια, κάνοντας βαθυστόχαστες σκέψεις και αναλύσεις.
Αν δεν τον ήξερες τον πέρναγες σίγουρα για σοφό…
Ο μοναδικός μάστορας στην πόλη, τότε, για να επισκευάζει τις χαλασμένες ομπρέλες μας.

ο Κώστας Μπέσικος:
Δύσμορφος και ανάπηρος σωματικά.
Προσπαθώντας να μιλήσει έβγαζε μια παράξενη φωνή, που  τρόμαζε, εμάς τα παιδιά.
Χρήσιμος όμως κι αυτός στην κοινωνία μας, έφερνε και πουλούσε κηπευτικά και φρούτα από το γειτονικό Ξεροχώρι, όπου έμενε.

o κυρ-Κώστας ο περιπατητής:
Από το πρωί ως το βράδυ περιδιάβαινε την πόλη, από τη μια άκρη στην άλλη, σιγο­ψιθυρίζοντας, μόνος του,  ακατάληπτες λέξεις.
Δεν έκανε καμία δουλειά και πάντα είχε ριγμένο στον ώμο του το ίδιο ρυπαρό παλτό, χειμώνα καλοκαίρι.
Ήταν γενικά ακίνδυνος, αν και μερικές φορές έπαιρνε ανάποδες, όταν νόμιζε ότι τον πειράζαμε.

ο Ντίντας:
Ένας λεβεντονιός αγρότης, λίγο άξεστος, που έμενε κοντά στα λουτρά.
Παθιασμένος με τα καουμπόϊκα έργα, που ανελλιπώς έβλεπε στο θερινό σινεμά, αν και δεν έβγαζε λέξη από τους υπότιτλους.
Κυκλοφορούσε πάντα καβάλα στο ξεσαμάρωτο άλογό του, φορώντας καουμπόϊκο καπέλο.
Ένα βράδυ πάνω στον ενθουσιασμό του, από το έργο που είχε δει το προηγούμενη μέρα, μπούκαρε στην πλατεία, στο διάλειμμα,  καβάλα στο άλογο παριστάνοντας τον Τζων Γουέην.

ο Μουγγός:
Αν θυμάμαι καλά τον έλεγαν Κώστα.
Πανέξυπνο και χεροδύναμο παλικάρι, άξιο για όλες τις δουλειές.
Με νοήματα και άναρθρους ήχους σου ’δινε να καταλάβεις ότι η συνεννόηση μαζί του είχε πετύχει απολύτως.
Αργότερα παντρεύτηκε μια φτωχούλα και απέκτησαν γερά παιδιά.

o Βασίλης Μπούρης:
Τον άφησα για το τέλος, γιατί πράγματι ήταν ξεχωριστός.
Παρουσιάστηκε ανάμεσά μας μια μέρα, όταν αποφάσισε ν’ αφήσει το σπίτι που έμενε μακριά, κοντά στον Λαπίθα και να ζήσει στην πόλη.
Οι δάσκαλοι και οι συμμαθητές του τον θυμούνταν από το σχολείο, σαν ένα τετραπέ­ρατο παιδί.
Κοντός και δύσμορφος, με καραγκιοζίστικο σουλούπι και μια δυνατή ένρινη φωνή.
Φιλομαθής και εφημεριδοφάγος καθώς ήταν, έβγαζε το χαρτζιλίκι του κουβαλώντας τα πακέτα του Αθηναϊκού τύπου από τον σταθμό του ΚΤΕΛ στο πρακτορείο των εφημερίδων.
Έκανε τα πρώτα γκράφιτι, σε διάφορα σημεία της πόλης, με πρώτο και καλύτερο το λογότυπο της εφημερίδας βραδυνή.
Το βασίλειό του ήταν μια μικρή σοφίτα στο πατρικό του σπίτι, στην πάνω αγορά.
Από κει ψηλά, κάθε βράδυ, οι γείτονές του τον άκουγαν να "εκπέμπει" προς όλα τα διεθνή πρακτορεία ειδήσεων, BBC, REUTERS, DEUTSCHE WELLE, εκτός από το Ρώσικο TASS, λόγω φανατικού αντικομουνισμού.
Ο αντικομουνισμός του σίγουρα έπαιξε κάποιο ρόλο στις τελευταίες δημοτικές εκλο­γές πριν τη χούντα, όταν όλα έδειχναν ότι για πρώτη φορά θα ’βγαινε κεντροαριστε­ρός δήμαρχος.
Η Κυριακή των εκλογών ξημέρωσε με τον κεντρικό δρόμο γεμάτο με συνθήματα, γραμμένα τη νύχτα από τον Βασίλη με κιμωλία, με τα γνώριμα καλλιγραφικά του γράμματα, όπως:
"Όχι στον κόκκινο δήμαρχο", "όχι στους προδότες" κ.ά.
Αργά το βράδυ τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας τον δικαίωσαν…    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου