Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2016

ΒΑΣΩ ΚΑΤΡΑΚΗ (1914-1988): Ζωγράφος και διακεκριμένη χαράκτρια.



"Γεννήθηκα στο Αιτωλικό του Μεσολογ­γίου"
αυτοβιογραφικό σημείωμα της Βάσως Κατράκη.

"Το Αιτωλικό είναι ένα μικρό νησάκι, που το συνδέ­ουνε με τη στεριά δυο μακριά πέτρινα γεφύρια με πολλές μικρές τοξωτές καμάρες. Το σπίτι μας ήτανε σχεδόν όλο μέσα στη θάλασσα και στη γειτονιά κα­θότανε όλο ψαράδες. Ένα ξυπόλυτο μελισσολόι τριγύριζε ολοήμερα, με τις γυναίκες τους συνέχεια γκαστρωμένες και τα παιδιά , μπακανιασμένα από την ελονοσία. Ο πατέρας μου λεγότανε Γιώργης Λεονάρδος κι ήτανε κτηματίας, μα περισσότερο τραγουδούσε κι έψελνε στην εκκλησία με μια σπά­νια ωραία, ζεστή φωνή. Όταν τραγουδούσε μαζευό­τανε κόσμος και κοσμάκης σπίτι μας για να τον ακούσει. Η μανούλα μου ύφαινε ολοκέντητα λεπτά μεταξωτά και μπαμπακερά και πολύχρωμα μάλλινα κιλίμια. Είχε πάρει κι ένα χρυσό βραβείο σε μια Διε­θνή Έκθεση στο Παρίσι. Τα δυο μου αδέρφια, ήτανε μεγαλύτερα από μας τα κορίτσια. Ο μεγάλος, φοιτη­τής τότε της φιλολογίας μας έφερνε από την Αθήνα ένα μαγικό για μας κόσμο. Παλιά βιβλία με χρωμα­τιστές χαλκογραφίες και ξυλογραφίες, χρωματιστές εικόνες και χαλκομανίες, μπογιές και πινέλα και δεν άφηνε παλιατζίδικο της Αθήνας αγύριστο. Ο μικρό­τερος, ό,τι έβλεπε το μάτι του τόκαναν τα χέρια του, και μαζί με όλα, ζωγραφίζανε κιόλας και οι δυό τους. Γύρω-γύρω από τη μικρή μας θάλασσα ήτανε η έξοχή, γεμάτη ελιές, χωράφια καρπερά, μποστά­νια, καπνοτόπια, σιτηρά. Μια ζωή στη στεργιά και στη θάλασσα, γεμάτη ιδρώτα και μόχθο. Μέσα σ' αυτό το περιβάλλον μεγάλωσα. Διάβαζα βιβλία και βιβλία πούχε ο αδερφός μου κι οι φίλοι μας. Μ' άρεσε πολύ το διάβασμα και πιο πολύ ή ποίηση. Κοντά στ' αδέρφια μου ζωγράφιζα κι εγώ. Κρυφά, ονειρευόμουνα να γίνω ζωγράφος, μα μου φαινό­τανε τόσο απίστευτα μεγάλο που δεν μπορούσε λο­γικά να χωρέσει στο μυαλό μου. Ό, τι έβλεπα, έλεγα: - Εγώ αυτό μπορώ να το κάνω. - Και πολλές φορές έβαζα τον εαυτό μου σε δοκιμασία. Δεν ήξερα ακόμα ότι, άλλο πράμα είναι η Τέχνη. Και μια μέρα, σφηνώθηκε ξαφνικά στο μυαλό μου ένα ερώ­τημα. Κι' αν γίνω ζωγράφος; Πώς έγινε έτσι άξαφνα αυτό, δεν το κατάλαβα. Χίλιες καμπάνες χτυπήσανε μέσα μου, κι έχασα τον κόσμο. Από τότε, δεν είχα τίποτε άλλό στο μυαλό μου νύχτα και μέρα. Μα, χί­λιες δυο αναποδιές ξεφυτρώσανε, και ξαφνικά, ο πατέρας μου αρρώστησε βαριά κι έπεσε πολύ πί­κρα και θλίψη στο σπίτι μας, πού κράτησε εφτά ολόκληρα χρόνια. Και κάποια μέρα, αφού πέθανε ο πατέρας μου, ξεκίνησα για την Αθήνα μην ξέροντας ακριβώς τι θα κάνω. Πήγα στη Σχολή Καλών Τε­χνών, κι έμαθα πώς σε λίγες μέρες θ' αρχίζανε οι εξετάσεις. Αμέσως έτρεξα και γράφτηκα στη Σχολή. Έδωσα εξετάσεις. Στη Σχολή Καλών Τεχνών είχα Καθηγητές τον Παρθένη στη Ζωγραφική και τον Κεφαλληνό στη Χαρακτική. Πήρα το Δίπλωμα της Σχολής το 1940 με μια τρίμηνη υποτροφία στη Ζω­γραφική για τα νησιά και ένα βραβείο και δυό επαί­νους στη Χαρακτική. Μετά αμέσως πόλεμος, κα­τοχή, πείνα, αντίσταση, και μετά πάλι εμφύλιος πό­λεμος, πάλι σκοτωμοί άδικοι κι ακατονόμαστοι, εξο­ρίες, φυλακές, όλα τα δεινά της Πατρίδας περάσανε από της δικής μου γενιάς τις πλάτες. Έκανα πολλά ταξίδια σε πολλές Ευρωπαϊκές πόλεις, είδα πολλά Μουσεία και Πινακοθήκες. Το 1955 έκαμα την πρώτη μου έκθεση








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου