μια ζωή
εκατό χρόνια και κάτι (στη μνήμη του)
Το κακό μαντάτο με βρήκε στον στρατό, στη Σχολή
Μηχανικού. Δεν θυμάμαι να έκλαψα. Το καψόνι και το ξεθέωμα των βητάδων
δεν με άφησαν για κάτι τέτοιο. Τον αναλογίστηκα όμως αρκετές φορές εκείνη τη
μέρα. Είχε ξεπεράσει τα εκατό και κάποια στιγμή κι αυτός θα έφευγε. Στην κηδεία
του δεν μπόρεσα να πάω. Τις επόμενες μέρες
η μορφή του δεν έφευγε από το μυαλό μου και η σκέψη μου έτρεχε στη
γιαγιά και στη μάνα μου.
Τώρα, νοιώθω
την ανάγκη να ξαναβρώ τα χνάρια του και να θυμηθώ όσα είπε ή έκανε, ζώντας τόσα
πολλά χρόνια. Να πω για κείνον, να μιλήσω για τον παππού μου.
Από τη μάνα
μου, αλλά κι από τον ίδιο, όταν ήμουνα
ακόμη παιδί, έμαθα από πού κράταγε η σκούφια του. Πολύ νέος είχε κατέβει από
ένα κοντινό χωριό, σαν ψυχοπαίδι κάποιου πλούσιου συμπολίτη μας. Ο πατέρας του
είχε νομίζω παρτίδες με κατσικοκλέφτες. Αλλά κι ο ίδιος, όπως τότε ήταν
συνηθισμένο, θα την είχε κάνει κι αυτή
την παλιοδουλειά. Το τατουάζ με τον αριθμό, στο αριστερό του χέρι, σημάδι κάποιας
φυλακής, ίσως να σχετίζεται με τα παραπάνω. Όταν τον ρώταγα γι αυτό χαμογέλαγε
μόνο, με νόημα. Αργότερα, για λίγο, έκανε τον αγωγιάτη κουβαλώντας πάνω στο
άλογό του ταξιδιώτες για την Ανδρίτσαινα, κοντά δυο μέρες δρόμο.
Στον
καινούργιο τόπο, που ήρθε, ρίζωσε για τα καλά και δεν άργησε να γίνει από τους
πιο καλούς και τίμιους δουλευτές. Παντρεύτηκε την Ασπασία, κόρη με πατριό και πολλά βάσανα και στήσανε το
δικό τους σπιτικό. Φρόντισε να κάνει καλό του φίλο και προστάτη στα δύσκολα,
έναν συγχωριανό του, τον μπάρμπα-Θοδωράκη, που είχε κατέβει στο χωριό μας πιο
μπροστά. Ο μπάρμπα-Θοδωράκης πολλά απογεύματα του κράταγε συντροφιά στα
τελευταία του, όταν έχασε το φως του και δεν έβγαινε πια στην αγορά.
Ο κυρ-Βασίλης και η
κυρ-Ασπασία, αποκούμπι ο ένας για τον άλλο, θα ριχτούνε σ’ όλες τις δουλειές
ακούραστα, πάντα με τιμιότητα και συνέπεια. Μια ολόκληρη ζωή θα προσπαθήσουν
για το καλύτερο. Θ’ αποκτήσουν πέντε παιδιά, τέσσερις γιους και μια θυγατέρα.
Ακόμη, ένα μικρό περιβόλι, ένα αμπελάκι, μια χαμοκέλα στην αρχή και αρκετά μετά
ένα δίπατο σπίτι. Άντε και κάτι άλλο που τώρα ξεχνάω. Όσα όμως μπόρεσαν να
φτιάξουν ήσαν καμωμένα με ομορφιά και μεράκι.
Οι δικές μου
εικόνες για κείνον αρχίζουν από τα τέσσερα ή πέντε χρόνια μου. Το σπίτι μας, το
σημερινό, δεν το είχαμε επισκευάσει ακόμη και κοιμόμαστε στη μικρή, βορινή
καμαρούλα. Κάθε πρωί λοιπόν, χωρίς μια
μέρα να το ξεχάσει, θυμάμαι σαν τώρα, που άνοιγε σιγά-σιγά την πόρτα, έβαζε
μέσα το κεφάλι του και χαμογελώντας μας ξύπναγε, εμένα και την αδελφή μου,
πετώντας στα σεντόνια δυο σοκολάτες. Τις θυμάμαι καλά εκείνες τις σοκολάτες.
Ήσαν Παυλίδη γάλακτος, του δίφραγκου, με τους ήρωες του "21"
ζωγραφισμένους σε μακρόστενα χαρτονάκια. Και μόνο γι’ αυτό αξίζει να τον
ευγνωμονούμε σε όλη μας τη ζωή. Εκείνο το καθημερινό ξύπνημα ήταν για μας
ευτυχία.
Τα μεσημέρια
ξαναπέρναγε από το σπίτι μας, πηγαίνοντας για τον απογευματινό του καφέ. Μας
εύρισκε στην ώρα του φαγητού. "Καλώς τα πολεμάτε ρε παιδιά", έλεγε
γελώντας. Καθότανε λίγο για να μάθει τα νέα μας και με την ευκαιρία έπινε κανένα
ποτηράκι για να μας ευχηθεί.
Στο καφενείο
τ’ απογεύματα, όταν εύρισκε παρέα, πιάνανε την κολιτσίνα. Το στοίχημα ήταν
λουκούμι ή κομπόστα. Το ’ξερε καλά το παιχνίδι και τις περισσότερες φορές
κέρδιζε. Τα κερδισμένα, τα πιο πολλά, τα γευόμουνα εγώ.
Από δώρα και
χαρτζιλίκια ο παππούς άλλο τίποτα. Μποναμάδες την Πρωτοχρονιά, τάληρα για
καραμέλες και σοκολάτες, κατοστάρικα αργότερα, όταν ήμουνα φοιτητής. Η γιαγιά όμως
ήταν σφιχτοχέρα. "Σας δίνει ο γέρος, φτάνει", έλεγε.
Στο τέλος των
διακοπών του καλοκαιριού ή των γιορτών, συνήθιζα πάντα να πηγαίνω το βράδυ να
τους αποχαιρετήσω. Ο παππούς με περίμενε ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Ήξερε ποια
μέρα θα έφευγα. Καθώς λοιπόν μιλούσαμε, αθόρυβα έψαχνε κάτω από το μαξιλάρι,
μου ’πιανε το χέρι και έβαζε μέσα το κατοστάρικο. Όλα τα είχε φροντίσει και
νοιαστεί. Η αγάπη που είχε για μένα ήταν μεγάλη. Λαχτάραγε να μ’ αγκαλιάσει
και να με φιλήσει στα μάγουλα με το
στόμα του, το φαφούτικο, που κάθε άλλο παρά δυσφορία μου ’φερνε.
Μέχρι που
τέλειωσα το δημοτικό ο παππούς φρόντιζε για το τακτικό μου κούρεμα. Μ’ έπιανε
από το χέρι και με πήγαινε στον Παναγιώτη, τον πιο καλό κουρέα του χωριού.
Εκείνος μ’ ανέβαζε σε μια σανίδα από μαόνι και με κούρευε γουλί, αφήνοντας
μονάχα ένα τσουλούφι μπροστά, πάνω από το κούτελό μου. Συνέχιζα και μετά, σαν
φοιτητής, να πηγαίνω εκεί για κούρεμα, όταν βρισκόμουνα στο χωριό. Ο Παναγιώτης
πάνω στην ίδια εκείνη κοκκινωπή σανίδα κούρευε τα πιτσιρίκια μέχρι που πήρε σύνταξη.
Την κοίταζα κλεφτά και μου φαινόταν, πια, τόσο μικρή…
Τον
θυμάμαι πάντοτε με την μαγκούρα του.
Πιο παλιά ήταν και μανιώδης καπνιστής, όμως το ’κοψε έγκαιρα και του βγήκε σε
καλό. Φόραγε πάντα καθαρά ρούχα, μεταποιημένα
παλιά κουστούμια από τα παιδιά του. Σε όλα του ήταν μερακλής. Από τη
μαγκούρα του, που ήταν από ζαχαροκάλαμο, πανάλαφρη για να τον βολεύει στο
βάδισμα, μέχρι τα πολλά ανάχρεια του, φυλαγμένα και ταχτοποιημένα στο κατώι του
σπιτιού του. Το πρώτο πράγμα που έκανα όταν τον συνάνταγα ήταν να του φιλήσω το
χέρι και να του πάρω τη μαγκούρα για να
παίξω. Εκείνος τότε, με την ίδια, με τσάκωνε
απ’ τον λαιμό και με κάθιζε στα γόνατά
του.
Το σκαρί του
ήταν μικροκαμωμένο αλλά αρμονικό. Μέχρι που πέθανε η μορφή και το κορμί του,
στα δικά μου μάτια, δεν άλλαξαν καθόλου. Το ίδιο στεγνός, το ίδιο γυρτός ελαφρά
προς τα μπρος. Τα μαλλιά του βέβαια και το μουστάκι ασπρίζανε με τον καιρό,
μέχρι που δεν μπορούσες πια να βρεις μια μαύρη τρίχα. Η γλυκιά και ήρεμη μορφή
του θύμιζε τον Παλαμά. Η κούραση όμως
και τα βάσανα είχαν αφήσει, πάνω της, τα σημάδια τους.
Ο κυρ-Βασίλης
και στα νιάτα και στα γέρατα άρχιζε τη μέρα του, χαράματα, με τον πρώτο καφέ.
Τον έπινε πάντα στον καφενέ και ποτέ από το μπρίκι της κυράς του, κάθε μέρα,
σχεδόν τελετουργικά και δεν άργησε να γίνει το γνώριμο χούι του. "Ο
μπάρμπα-Βασίλης πάει ν’ ανοίξει τον καφενέ", λέγανε στο χωριό. Κι όταν δεν
τον βλέπανε ν’ ανηφορίζει, ήξεραν ότι κάτι του συμβαίνει. Με το που έσκαγε ο
ήλιος στη Βουνούκα, η γνώριμη φιγούρα με το κοτσονάτο βάδισμα
κατηφόριζε, επιστρέφοντας με τα ψώνια στο δίχτυ για το τσουκάλι της
κυρ-Ασπασίας.
Οι συνήθειες και οι αρχές, που είχε στο
αγράμματο κεφάλι του, αλλά και το φέρσιμο στα νιτερέσια του, τον κάνανε
υπόδειγμα και παράδειγμα ζηλευτό για όλους. "Σαν τον μπάρμπα-Βασίλη"
έλεγαν, σαν θέλανε να δείξουν κάτι το σωστό.
Ήταν αυστηρός
και πατριαρχικός τύπος, με πολύ κουράγιο και δύναμη στις δύσκολες ώρες. Μπόρεσε
έτσι και τα ’φερε βόλτα. Αν κάποιο από τα παιδιά του έλλειπε από το τραπέζι,
την ώρα του φαγητού, η πόρτα κλείδωνε το βράδυ για κείνο. Ακόμα και η
κυρ-Ασπασία τα ’κουγε για τα καλά όταν το ’ριχνε για λίγο στο κουτσομπολιό με
καμιά γειτόνισσα.
Μια πολύ
ζωντανή εικόνα, που μου έχει μείνει, είναι το περιβόλι και το σπίτι του παππού,
όταν ήλιος βούταγε ο κι άρχιζε να σουρουπώνει. Εκείνη την ώρα συνήθιζε η μάνα
μας, ύστερα από τις δικές της σκοτούρες, να μας παίρνει με την αδελφή μου και
να πηγαίνουμε να τους επισκεφτούμε. Αυτό γινότανε σχεδόν κάθε μέρα, αλλά ποτέ
δεν βαρεθήκαμε. Νομίζαμε ότι πηγαίναμε κάπου μακριά. Φτάναμε την ώρα που κοκκίνιζε
το δυτικό κομμάτι του περιβολιού, εκεί που βρισκότανε η μεγάλη συκιά. Παντού
υπήρχαν λουλούδια, το μεράκι της γιαγιάς, φυτεμένα σε κάθε λογής τενεκεδάκια, ή
κάτω στο χώμα, αριστερά και δεξιά στο στρατόνι, ή πλάι στον φράκτη. Ήταν
πραγματικά ο πιο όμορφος ανθώνας του χωριού. Κάθε Μεγάλη Παρασκευή οι μαθήτριες
τρέχανε στην κυρ-Ασπασία για να τους δώσει λουλούδια για το στόλισμα του
επιτάφιου. Τους έκοβε τα πιο όμορφα και τα πιο δυσεύρετα. Εκείνη τη μέρα την περίμενε
όλο τον χρόνο και φούσκωνε από καμάρι για κείνη την προσφορά της.
Μπροστά και
προς τ’ αριστερά ήτανε το δίπατο σπίτι. Προς τα δεξιά, στη άλλη πλευρά της
αυλής έστεκε η πλίθινη χαμοκέλα, που στέγασε τα πρώτα τους δύσκολα χρόνια, της
φτώχιας και του μόχθου. Τα χρόνια του λυχναριού και της μπομπότας.
Λίγα μέτρα από τη σκάλα του σπιτιού, το
πηγάδι με την μεγάλη ανέμη και το κρύο νερό. Πιο πέρα, η μεγάλη μουριά και η
κρεβατωμένη κληματαριά. Στο περιβόλι έβρισκες σχεδόν όλα τα δέντρα.
Πορτοκαλιές, λεμονιές, μανταρινιές, τρεις μεσκουλιές, μια συκιά και λίγα ψηλά
κυπαρίσσια κατά μήκος του φράκτη. Όλα θαλερά, γεμάτα καρπούς και δροσιά.
Άνοιγες την
αυλόπορτα και σε έπαιρνε ο μυρωμένος αέρας, που έφτανε απ’ το περιβόλι. Ύστερα
σε τύλιγε μια ηρεμία και μια γαλήνη, καθώς η μέρα τέλειωνε και το μόνο που
άκουγες ήταν ένα σκυλί ή τριζόνι και αργότερα ο γκιώνης, όταν φεύγαμε. Κάπως
έτσι είχα φανταστεί τότε τον Παράδεισο.
Τους βρίσκαμε
όλο και κάτι να κάνουν. Η γιαγιά θ’ άναβε το καντήλι και ο παππούς θ’ ακόνιζε
τα μαχαίρια της τραπεζαρίας. Είχαν τελειώσει, από νωρίς, το βραδινό τους
φαγητό. Τον πηγαιμό μας εκεί τον περίμεναν κάθε βράδυ. Τους λέγαμε ό,τι νέα
ξέραμε και τους διαβάζαμε τα γράμματα που είχαν στείλει τ’ άλλα τους
παιδιά, από τους μακρινούς τόπους που
ζούσαν. Η μάννα μας τους φρόντιζε με τα γιατρικά της, τους φιλούσαμε και με την ευχή μας για "καλό
ξημέρωμα" τους αφήναμε στην ερημιά τους, έτοιμους για ύπνο.
Βγαίνοντας από το σπίτι, η νύχτα έπεφτε για
τα καλά μαζί με έναν αδιόρατο φόβο. Σφίγγαμε, τότε, τα χέρια της μάνας μας για
να βρούμε δύναμη και σιγουριά, καθώς παίρναμε το κατασκότεινο δρομάκι του
γυρισμού για το σπίτι μας.
Για τη
μαστοριά και το μεράκι του κυρ-Βασίλη στη δουλειά του, τα είπα και πιο μπροστά.
Θυμάμαι όμως τώρα τα λόγια ενός μαθηματικού, που μου έκανε φροντιστήριο, πολύ
αργότερα και που σαν νέος, χάζευε τον παππού όταν δούλευε στο αμπέλι.
"Εκεί να δεις γεωμετρία", μου ’λεγε. "Όλα του άψογα καμωμένα, οι
αράδες, οι πεζούλες, οι φράχτες ".
Μέχρι και τον
τάφο του φρόντισε να τον φτιάξει, όπως ήθελε, πολύ πριν πεθάνει. Πήγε ο ίδιος
στον Πύργο και τον συμφώνησε με το μάστορα. Τον ήθελε από άσπρο μάρμαρο με
μεγάλο σταυρό και με μια θέση, μονό. Το βράδυ όμως τον έφαγε η σκέψη. Αν
τύχαινε και πέθαιναν κοντά-κοντά, εκείνος και η γρια του, πού θα τους βάζανε
και τους δύο; Έτσι την άλλη μέρα
πρωί-πρωί ξαναπήγε στον Πύργο και τον παρήγγειλε διπλό.
Το μνημονικό
του μέχρι που πέθανε έμεινε άριστο. Μπόρεσα έτσι και πήρα πληροφορίες, από
πρώτο χέρι, για πρόσωπα και πράγματα. Και τι δεν πρόλαβαν να δουν τα μάτια του.
Βαλκανικούς πολέμους, Παγκόσμιους, Μικρασιατική καταστροφή, κατοχή, αντάρτικα,
χούντα.
Έζησε μέρες,
που το αυτοκίνητο ακόμη δεν είχε φτάσει
μέχρι εκεί, για ξενοδοχεία ήσαν τα χάνια και οι μεταφορές και τα ταξίδια
γίνονταν από στενά περάσματα, τα "κλειδιά". Τον γιατρό τον έκαναν οι
κομπογιαννίτες, τον δικηγόρο οι δικολάβοι και οι τελάληδες έλεγαν τα νέα. Οι
γυναίκες γεννοβολούσαν μόνες τους στα χωράφια και οι άνθρωποι πέθαιναν από
άγνωστες θέρμες και αρρώστιες. Το πέρασμα του πρώτου τραίνου, από κει, θα τον
θαμπώσει και θα του μείνει αξέχαστο.
Για τον παππού
ο κόσμος όλος έφτανε μέχρι εκεί που μπορούσε να δει το μάτι του. Ήταν πια πολύ
γέρος όταν, για πρώτη του φορά, πήγε στην Αθήνα στα παιδιά του και
εντυπωσιάστηκε με όσα εκεί είδε.
Τα προβλήματα
στην υγεία του άρχισαν από τα μάτια. Χρόνο με τον χρόνο οι γνώριμες μορφές και οι χώροι σκοτείνιαζαν
μέχρι που χάθηκαν τελείως.
Από τη μάνα
μου, αργότερα, έμαθα για τις τελευταίες του στιγμές. Έσβησε ήσυχα, όπως η φλόγα
στο καντήλι, σαν σωθεί το λάδι του. Αναγύρω από το κρεβάτι του η γρια του,
παιδιά, εγγόνια, συγγενείς και φίλοι. Ένας ωραίος θάνατος, που ο καθένας μας θα
ευχότανε να του τύχει.
Και η
τελευταία πράξη:
Η γνώριμη
ανηφορική πομπή προς τα κυπαρίσσια, μέχρι τον τάφο του. Έναν τάφο, φροντισμένο
από τον ίδιο, που βλέπει στη θάλασσα, στο απέραντο Ιόνιο και έχει στα πόδια του
το χωριό του.
Ένας άσπρος,
μαρμάρινος σταυρός με χαραγμένα πάνω του το όνομα και τα χρόνια που έζησε.
Ένας ολόκληρος
αιώνας και κάτι…
Στρατολογικό
Πιστοποιητικό του 1916, στο οποίο φαίνεται η γέννηση (1873) , η κλάση (1894)
και η απόλυση(;) (1896) του παππού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου